Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Κόμμα Ιωάννου (Α ́ Ιωάννη 5:7, 8) - Τριαδικές μέθοδοι επιβολής της θεωρίας των τριών προσώπων στη θεότητα! (2)


Η μαρτυρία των λατίνων συγγραφέων

Σύμφωνα με τη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, «κάποιοι λατίνοι συγγραφείς του 4ου αιώνα, ενώ αναφέρονται στο εδ. Α ́ Ιωάννη 5:8β και δίνουν σε αυτό τριαδολογική ερμηνεία, δεν παρέχουν καμία ένδειξη ότι γνώριζαν την ύπαρξη του Κόμματος ως γραφικού κειμένου».

Ο Καρχηδόνιος Τερτυλλιανός, στο έργο του Adversus Praxean το οποίο γράφτηκε περίπου το 215, επιχειρηματολογεί ερμηνεύοντας τα εδ. Ιωάν.16:14, 15 ως προς τη διακριτή σχέση μεταξύ του Πατέρα, του Υιού και του Παρακλήτου, ως εξής: «Αυτοί οι τρεις είναι ένα [unum], όχι ένας [unus], όπως αναφέρεται: “Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα”» (Ιωα 10:30).

Είναι φανερό ότι δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράθεση του Κόμματος καθώς αποτελεί μια «εξαιρετικά αμφίβολη» αναφορά· πρόκειται μάλλον για μια διασταλτική τριαδολογική ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής στην οποία περιλαμβάνεται ο Παράκλητος.


Εντούτοις, αποτελεί την αρχή μιας αναπτυσσόμενης τριαδολογικής ερμηνευτικής τάσης (“interpretatione mystica” κατά τον Ευχέριο Λυώνος 109) με βιβλικά ερείσματα. Έτσι, ο επίσκοπος Καρχηδόνας Κυπριανός (απεβ. 258) αναφέρει: «Ο Κύριος λέει: “Ο Πατέρας και εγώ είμαστε ένα” (Ιωα 10:30), και πάλι σχετικά με τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα είναι γραμμένο: “Και οι τρεις είναι ένα”».

Μολονότι έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι γνώριζε το Κόμμα, είναι φανερό πως ο Κυπριανός παραθέτει πιθανότατα το εδ. 1Ιω 5:8 από την Παλαιά Λατινική (που αναφέρει «και αυτοί οι τρεις είναι ένα», “et hi tres unum sunt”) όπου η αναφορά γίνεται στο Πνεύμα, το νερό και το αίμα.

Η εφαρμογή αυτής της φράσης στα μέλη της θεϊκής Τριάδας δεν προϋποθέτει απαραίτητα γνώση του Κόμματος, αλλά μάλλον συνέχιση της συλλογιστικής του Τερτυλλιανού συνδυασμένη με τη γενικότερη πατερική τάση για επίκληση κάθε βιβλικής αναφοράς σε ομάδες των τριών ως συμβολικών ή εφαρμοζομένων στην Τριάδα.

Η αναφορά στα πρόσωπα της Τριάδας ήταν ερμηνεία και όχι παράθεση βιβλικού αποσπάσματος. Με άλλα λόγια, ο Κυπριανός μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της συλλογιστικής πορείας που οδήγησε στην εμφάνιση του Κόμματος. Το ότι ο Κυπριανός δεν το γνώριζε υποδεικνύεται και από την απουσία του σε ένα πρώιμο έργο του ψευδο-Κυπριανού στα μέσα του 3ου αιώνα, στο οποίο παρατίθεται δύο φορές το κανονικό κείμενο της Επιστολής του Ιωάννη χωρίς το Κόμμα.

Συνάγεται, λοιπόν, ότι «ο Τερτυλλιανός και ο Κυπριανός χρησιμοποιούν γλώσσα η οποία το καθιστά βέβαιο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι θα τα είχαν παραθέσει αυτά τα λόγια [ενν. του Κόμματος] αν τα γνώριζαν».

Το Κόμμα “ήταν άγνωστο” σε όλους αυτούς τους Αφρικανούς εκκλησιαστικούς πατέρες.

Παρόμοια, και άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ακόμη και στη Βόρεια Αφρική και οι οποίοι μάλιστα γνώριζαν το έργο του Κυπριανού, δεν φαίνεται να έχουν γνώση του Κόμματος.

Για παράδειγμα, ο Φακούνδος Ερμιανής, στα μέσα του 6ου αιώνα, παραθέτει την ιωάννεια περικοπή χωρίς να περιλάβει το Κόμμα ως επιχείρημα υπέρ της Τριάδας—οι τριαδολογικές αναφορές προκύπτουν στην ερμηνεία της σημασίας του Πνεύματος, του νερού και του αίματος.

Ο Φακούνδος παραθέτει στη συνέχεια από τον Κυπριανό με την ίδια συλλογιστική και φαίνεται έτσι ότι αντιλαμβάνεται πως ο Κυπριανός έδινε μια τριαδολογική ερμηνεία στο κανονικό κείμενο της Α ́ Ιωάννη.
Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη του Κόμματος μπορεί να ιχνηλατηθεί στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των τελών του 4ου και του 5ου αιώνα, συγκεκριμένα στην Ισπανία και στην Αφρική. Αυτή ήταν μια περίοδος σκληρών και συχνά αιματηρών διενέξεων σε ό,τι αφορούσε την τριαδολογική ορθοδοξία.

Προφανώς, αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της τριαδολογικής ερμηνείας της τριάδας πνεύμα-νερό-αίμα που βρίσκεται στο εδ. Α ́ Ιωάννη 5:8β.
Διαμέσου μιας περιθωριακής ερμηνευτικής σημείωσης (υποσημείωσης ή/και επισημείωσης) ή σχολίου — που ήταν ευκολότερο αργότερα να θεωρηθεί ότι περιείχε κάτι που παραλείφθηκε από το κείμενο—κατέληξε τελικά να εισέλθει στο κυρίως κείμενο.
Η πρώτη σαφής παρουσία του Κόμματος ως βιβλικού παραθέματος βρίσκεται στο έργο Liber Apologeticus του επισκόπου Πρισκιλλιανού της Αβίλης (απεβ. 385), ή πιθανώς του μαθητή του Ινστάντιου.
Ο Πρισκιλλιανός φαίνεται πως υιοθετούσε απόψεις κοινές με τον Σαβέλλιο και πίστευε ότι οι τρεις θεϊκές μορφές που αποτελούν την Τριάδα δεν είναι ξεχωριστά πρόσωπα αλλά τρόποι παρουσίας ή εμφάνισης του ενός θεϊκού προσώπου.
Προφανώς, λοιπόν, με αυτό τον τρόπο κατανοούσε το Κόμμα: “ο Πατέρας, ο Λόγος και το άγιο Πνεύμα· και αυτοί οι τρεις είναι ένα [στον Χριστό Ιησού]”.
Βεβαίως το Κόμμα μπορούσε να γίνει κατανοητό και με ορθόδοξη τριαδολογική έννοια κι έτσι από τον 5ο αιώνα και έπειτα η μαρτυρία του Κόμματος αποτέλεσε μέρος του υλικού το οποίο χρησιμοποιούσε η Δυτική Εκκλησία στη διδασκαλία περί τριαδικής Θεότητας και άρχισε να εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα στα λατινικά χειρόγραφα της Α ́ Ιωάννη.
Σύμφωνα με τον επίσκοπο Βίκτορα Βίτης, οι νικαϊκοί επίσκοποι με επικεφαλής τον Ευγένιο Καρχηδόνος επικαλέστηκαν το Κόμμα στην ομολογία πίστης τους προς τον αρειανό βασιλιά των Βανδάλων Ονώριχο (Ουνέριχο), σε μια σύνοδο των επισκόπων της Βόρειας Αφρικής που συγκάλεσε στην Καρχηδόνα το 484.
Επί έναν αιώνα μετά τον Πρισκιλλιανό το Κόμμα εμφανίζεται κατά κύριο λόγο σε πραγματείες που γράφτηκαν προς υπεράσπιση του τριαδικού δόγματος.
Στο βορειοαφρικανικής ή ισπανικής προέλευσης έργο De Trinitate, το οποίο γράφτηκε μεταξύ 400-550 και το οποίο παλιότερα αποδιδόταν εσφαλμένα στον Bιγίλιο Θαψούντος της Βυζικινής στη Βόρεια Αφρική, το Kόμμα παρατίθεται τρεις φορές.

Στο έργο Contra Varimadum, το οποίο αποτελεί εγχειρίδιο οδηγιών για την αντιμετώπιση των αρειανικών επιχειρημάτων και το οποίο γράφτηκε πιθανότατα στη Βόρεια Αφρική περίπου το 450, περιλαμβάνεται μια μορφή του Κόμματος.
Στα μέσα του πρώτου μισού τού 6ου αιώνα, σύμφωνα με τον Βορειοαφρικανό επίσκοπο Ρούσπης Φουλγέντιο (απεβ. περ. 533), το Κόμμα ήταν διαδεδομένο ότι το έγραψε ο απόστολος Ιωάννης.
Οι μετακινήσεις των Βανδάλων κατά τον 5ο αιώνα δημιούργησαν στενούς δεσμούς μεταξύ της Βόρειας Αφρικής και της Ισπανίας και οι παραπάνω αναφορές δείχνουν καθαρά ότι το Κόμμα ήταν γνωστό σε αυτές τις δύο περιοχές μεταξύ του 380 και του 550. Στην περίοδο πριν το 550 ανήκει ο Πρόλογος στις Καθολικές Επιστολές, του οποίου η πατρότητα είχε εσφαλμένα αποδοθεί παλιότερα στον Ιερώνυμο.
Το έργο αυτό περιέχεται στον Φουλντινό Κώδικα, και ενώ στον κώδικα δεν περιέχεται το Κόμμα, ο Πρόλογος δηλώνει ότι είναι γνήσιο και ότι η παράλειψή του οφείλεται σε αναξιόπιστους μεταφραστές.
H ψευδώνυμη απόδοση του έργου στην αυθεντία του «μεγίστου των πατέρων» της Δύσης Ιερώνυμου (περ. 347- 419) αποτέλεσε μιας δεύτερης γενιάς απόπειρα νομιμοποίησης του νόθου αποσπάσματος και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή του.
Όσον αφορά στον Αυγουστίνο (απεβ. 430), τον Βορειοαφρικανό επίσκοπο Ιππώνος που έζησε μια γενιά μετά τον καιρό του Ισπανού επισκόπου Πρισκιλλιανού, υπάρχει σοβαρή αντιλογία για το κατά πόσο γνώριζε το Κόμμα. Σε κανένα από τα έργα του δεν παραθέτει το Κόμμα.
Στο έργο του Περί της πολιτείας του Θεού αναφέρεται στον “υπέρτατο και αληθινό Θεό μαζί με το Λόγο και το Πνεύμα”, «τα οποία τρία είναι ένα».
Θα ήταν βιαστικό συμπέρασμα η μετάβαση από τη δήλωση αυτή στην άποψη ότι ο Αυγουστίνος γνώριζε το Κόμμα, διότι αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι απλώς προσέγγιζε ερμηνευτικά την ιωάννεια περικοπή με τριαδολογικό τρόπο.
Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίζεται από αυτή την ερμηνευτική που ακολουθεί ο Αυγουστίνος και σε άλλο έργο του όπου, αφού παραθέτει το κανονικό (χωρίς το Κόμμα) κείμενο των εδ. 1Ιω 5:7-8, αναφέρει ότι η περικοπή φέρνει στο νου την Τριάδα καθώς το «Πνεύμα» είναι ο Πατέρας (Ιωα 4:24), το «αίμα» είναι ο Υιός (Ιωα 19:34, 35) και το «νερό» είναι το Πνεύμα (Ιωα 7:38, 39).
Από αυτήν ακριβώς τη συλλογιστική αναφορικά με τα σύμβολα της Α ́ Ιωάννη υπό το φως της ιωάννειας χρήσης των συμβόλων πιθανότατα προήλθε η φρασεολογία του Κόμματος.
Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Αυγουστίνος στην πραγματικότητα όχι ότι δεν γνώριζε το Κόμμα αλλά μάλλον ότι το γνώριζε και το απέρριπτε και γι’ αυτό ποτέ δεν το παρέθεσε.
Πέραν του Αυγουστίνου, μεταξύ των σημαντικών Λατίνων θεολόγων που δεν παραθέτουν το Κόμμα στα έργα τους είναι ο Ιλάριος Πικταβίου (απεβ. 367) ο οποίος έγραψε συγκεκριμένα για την Τριάδα, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων (απεβ. 397) ο οποίος παραθέτει την περικοπή 1Ιω 5:7-8 τέσσερις φορές, ο Ιλλυριός Ιερώνυμος (απεβ. 420), ο πάπας Λέων Α ́ (απεβ. 461) και ο πάπας Γρηγόριος Α ́ (απεβ. 604).
O Άγγλος ιστορικός Ε. Γίββων, σχολιάζοντας απερίφραστα την εμφάνιση του Κόμματος αυτή την περίοδο στη Βόρεια Αφρική, αναφέρεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι ορθόδοξοι χριστιανοί επιδόθηκαν σε πράξεις “απάτης και πλαστογραφίας”, κατά την οποία «βεβηλώθηκαν οι Γραφές από απερίσκεπτα και ιερόσυλα χέρια», καθώς «μια αλληγορική ερμηνεία, σε μορφή πιθανώς περιθωριακής σημείωσης, εισέβαλε στο κείμενο των λατινικών εκδόσεων της Βίβλου οι οποίες ενημερώθηκαν και διορθώθηκαν» με την προσθήκη του Κόμματος «σε μια σκοτεινή περίοδο δέκα αιώνων» και στη συνέχεια διαδόθηκε με ζήλο αυτή η pia fraus [«ευσεβής απάτη»] από τη Ρώμη και τη Γενεύη μέσω της τυπογραφίας «σε κάθε χώρα και σε κάθε γλώσσα της σύγχρονης Ευρώπης».
Επιπλέον, οι Λατίνοι πατέρες στη συντριπτική πλειονότητά τους δεν γνώριζαν Ελληνικά και κατά συνέπεια διαιώνιζαν την αλλοιωμένη λατινική γραφή χωρίς να έχουν πρόσβαση στο ελληνικό κείμενο της ΚΔ. Στην Ιταλία στα μέσα του 6ου αιώνα, ο Καλαβρός μοναχός Κασσιόδωρος (απεβ. περ. 583) παραθέτει μια προσέγγιση του Κόμματος σε υπόμνημά του, γεγονός που δεν επιτρέπει να διασαφηνιστεί το αν θεωρούσε ότι αυτό ανήκε στη Γραφή και ότι γράφτηκε από τον Ιωάννη.
Το έργο του Κασσιόδωρου αποτέλεσε δίοδο ώστε να διαδοθεί η χρήση του Κόμματος και στη Γαλλία.
Όσον αφορά στην Αγγλία, κανένα χειρόγραφο του υπομνήματος στις Καθολικές Επιστολές του Βέδα του Αιδέσιμου (απεβ. 735) δεν περιέχει το Κόμμα ούτε κάνει κάποια αναφορά στην Τριάδα ή τους ουράνιους μάρτυρες.
Στην Ισπανία, ο Ισίδωρος Σεβίλλης (απεβ. 636), σε έργο που δεν του αποδίδεται με βεβαιότητα, φαίνεται ότι γνωρίζει το Κόμμα και, σύμφωνα με τον Brown, είναι πιθανό ο ίδιος να αποτέλεσε τη γέφυρα για τη μετάδοση του Κόμματος προς τα βιβλικά χειρόγραφα, καθώς ασχολήθηκε με την έκδοση του βιβλικού κειμένου στα Λατινικά.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα στοιχεία από τους συγγραφείς της περιόδου 100-650 ταιριάζουν με τα στοιχεία που αφορούν στην πορεία της λατινικής Αγίας Γραφής, στην οποία το Κόμμα εμφανίζεται μετά το 600 στα διαθέσιμα χειρόγραφα. Η εικόνα που σχηματίζεται από τις πληροφορίες που έχουμε από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς μάς επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε κατά προσέγγιση την εμφάνιση και την πιθανή πορεία του Κόμματος. Στη Βόρεια Αφρική κατά τον 3ο και 4ο αιώνα (δηλαδή την περίοδο από τον Τερτυλλιανό μέχρι τον Αυγουστίνο), η τριπλή μαρτυρία του Πνεύματος, του νερού και του αίματος στην περικοπή Α ́ Ιωάννη 5:7-8 έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από τον τριαδιστικό στοχασμό, καθόσον η Παλαιά Λατινική μετάφραση δήλωνε καταφατικά ότι «αυτοί οι τρεις είναι ένα». Συνυφασμένες με αυτή τη συλλογιστική ήταν οι δηλώσεις στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, οι οποίες παρείχαν τη συμβολική ταυτότητα καθενός από τα τρία στοιχεία, και επιπλέον το εδ. Ιωάννης 10:30 που αναφέρει ότι «εγώ κι ο Πατέρας είμαστε ένα».
Ως αποτέλεσμα, στις συνεχείς αντιλογίες περί της Τριάδας, ο “Τροπικός Μοναρχιανιστής” Πρισκιλλιανός ή κάποιος προκάτοχός του πήρε τα ιωάννεια ισοδύναμα (Πατέρας, Πνεύμα, Λόγος) των τριών μαρτύρων της επιστολικής περικοπής (Πνεύμα, νερό, αίμα) και σχημάτισε με αυτά μια ταιριαστή δήλωση σχετικά με έναν ακόμη τριπλό μάρτυρα που ήταν επίσης ένα. Αν η φράση «στη γη» είχε ήδη εμφανιστεί στην αναφορά που κάνει η Παλαιά Λατινική στο Πνεύμα, το νερό και το αίμα, το αντίστοιχό τους «στον ουρανό» ήταν προφανές με τον εμβόλιμο τριπλό μάρτυρα των θεϊκών μορφών.
Αρχικά, αυτή η παρέμβλητη μαρτυρία εισήχθη ως περιθωριακό σχόλιο στα βιβλικά χειρόγραφα για την επεξήγηση των εδ. Α ́ Ιωάννη 5:7, 8. Αργότερα και “υπό την πίεση της βορειοαφρικανικής τριαδιστικής διαμάχης”, αυτή η «δογματική επέκταση» μετακινήθηκε από το περιθώριο εντός του κειμένου.
Ορισμένοι που είχαν γνώση περί του Κόμματος μπορεί να έφεραν αντιρρήσεις σε αυτή την καινοτομία, αλλά πιθανότατα εκείνοι που επικαλούνταν την αυθεντία του απόστολου Ιωάννη υπέρ του τριαδικού δόγματος επικράτησαν τελικά στις διενέξεις του 5ου αιώνα με τους Αρειανούς και τους Βανδάλους συμμάχους τους. Οι στενοί δεσμοί της Ισπανίας με τη Βόρεια Αφρική παρέχουν την εξήγηση για την εμφάνιση του Κόμματος πρώτα στα λατινικά βιβλικά κείμενα που είχαν ισπανική προέλευση.
Είναι φανερό ότι «αποβαίνει τα μάλιστα ακατανόητον» το πώς αφαιρέθηκε πλήρως το Κόμμα από όλα τα ελληνικά και μεταφρασμένα βιβλικά χειρόγραφα των πρώτων αιώνων και το πώς επανήλθε αργότερα μέσα στο ιωάννειο κείμενο στα λατινικά χειρόγραφα ως γνήσιο.
Ο H. J. de Jonge συνοψίζει περιεκτικά το ζήτημα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω: «Το Ιωάννειο Κόμμα ήρθε σε ύπαρξη στα Λατινικά στη Βόρεια Αφρική ή στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του 3ου ή του 4ου αιώνα, ως επακόλουθο της κατανόησης που αναπτύχθηκε για ένα μικρότερο απόσπασμα (5:7α, 8β) ότι αποτελούσε μάρτυρα υπέρ της Τριάδας: η παρεμβολή αποτέλεσε τη ρητή διατύπωση αυτής της ερμηνείας».

Πορίσματα της σύγχρονης έρευνας και σύγχρονες εκδόσεις, μεταφράσεις και αποδόσεις της ΚΔ

Η πενιχρή επιβεβαίωση του Κόμματος από τα λατινικά χειρόγραφα φαίνεται ότι κατά πάσα πιθανότητα θα αποτελούσε μια ακόμη υποσημείωση των κριτικών εκδόσεων της ΚΔ αν δεν κατόρθωνε να συμπεριληφθεί στις έντυπες εκδόσεις που άρχισαν να εκδίδονται μετά το 1500.

Στη γραμματεία της χριστιανικής Δύσης.

Καθώς το Κόμμα θεωρούνταν «η κύρια αποδεικτική περικοπή κατά της αρειανής αίρεσης επειδή υποστήριζε την ενότητα της ουσίας της Τριάδας» στη χριστιανική Δύση, ο Ολλανδός ρωμαιοκαθολικός λόγιος Δεσιδέριος Έρασμος με εξαιρετική τόλμη το παρέλειψε τόσο στο ελληνικό όσο και στο λατινικό κείμενο των δύο πρώτων εκδόσεων της ΚΔ που τύπωσε το 1516 και το 1519 με τυπογράφο τον Γ. Φρόμπεν από τη Βασιλεία, καθώς αυτό δεν μαρτυρούνταν σε κανένα από τα διαθέσιμα ελληνικά χειρόγραφα.
Ο Έρασμος στηρίχθηκε σε χειρόγραφα του 12ου /13ου αιώνα, τα οποία αποτελούν δείγματα του λεγόμενου Βυζαντινού Αυτοκρατορικού ή Πλειονοτικού κειμένου το οποίο κυριαρχούσε μέχρι τον 14ο /15ο αιώνα.

Επέμενε πως «η ακριβής ανακατασκευή του κειμένου ήταν απαραίτητη, ακόμη και αν τα αποτελέσματα δεν θα αποδεικνύονταν βολικά για τον θεολόγο».
Καθόσον ήδη επί μερικούς αιώνες περιλαμβανόταν το Κόμμα στα αντίγραφα των λατινικών εκδόσεων της ΚΔ, τις οποίες αποκλειστικά και μόνο κατείχαν οι Εκκλησίες σε όλη την Ευρώπη, οι αντιδράσεις τόσο από την Ρωμαιοκαθολική όσο και από την Αγγλικανική Εκκλησία ήταν άμεσες και σφοδρές.
Εν μέσω της γενικότερης κατακραυγής και ισχυρών πιέσεων—ακόμη και ως του σημείου της πλαστογράφησης μέσω της κατά παραγγελία κατασκευής ενός ελληνικού χειρόγραφου που περιείχε τις αμφισβητούμενες λέξεις εξαναγκάστηκε ο Έρασμος να υποχωρήσει και τελικά να το συμπεριλάβει στην τρίτη έκδοση της ΚΔ του 1522. (Η αλλαγή χρώματος δική μας).
Αυτή η έκδοση της ΚΔ που κυκλοφόρησε στο ξεκίνημα της τυπογραφίας, συνοδευόμενη από τη φήμη της λογιότητας του Εράσμου, αποτέλεσε το λεγόμενο «εκκλησιαστικό κείμενο» και έγινε η βάση για όλες ουσιαστικά τις εκδόσεις της ΚΔ που τυπώθηκαν στη συνέχεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μορφή του Κόμματος «κανονικοποιήθηκε» στην τέταρτη έκδοση της ΚΔ του Εράσμου (1527) ώστε να είναι ορθότερη ως προς τα Ελληνικά της, μολονότι ούτε και αυτή η μορφή του Κόμματος δεν μαρτυρούνταν σε κάποιο ελληνικό χειρόγραφο.
Εκδότες που τύπωσαν την ΚΔ με βάση το κείμενο του Εράσμου είτε περιέλαβαν το Κόμμα, όπως ο συνεργάτης του Εράσμου ο Γερμανός Γ. Οικολαμπάδιος (1531), είτε το απέρριψαν, όπως ο Ιταλός Α. Μανούτιος (1518), ο Γερμανός N. Gerbel (1521), ο Αλσατός W. Koepfel (1526) και ο Παριζιάνος S. Colines (1534).
Ο διωκόμενος τυπογράφος Ροβέρτος Στέφανος (Robert Estienne) το περιέλαβε—προφανώς όχι αβίαστα—στην τρίτη έκδοση της ΚΔ (11546/21549/31550) με βάση την Κομπλούτιο και εν μέρει την έκδοση της ΚΔ του Εράσμου (51535), η οποία αναπαράχθηκε κατά κόρον τους επόμενους αιώνες είτε αυτούσια είτε μαζί με τη συγκριτική παράθεση των κειμένων από νεοανακαλυφθέντα βιβλικά χειρόγραφα.
Στην έκδοση του Στεφάνου (41551) στηρίχθηκε η έκδοση της ΚΔ του Ελβετού τυπογράφου Θ. Βέζα (11565) και σε αυτήν του Βέζα στηρίχθηκε η έκδοση της ΚΔ του Ολλανδού τυπογράφου Ι. Ελζεβίρ (11624). Το κείμενο της ΚΔ του οίκου Ελζεβίρ (21633) αποτέλεσε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε “Textus Receptus” (Παραδεδεγμένο Κείμενο).
Αυτή η έντυπη έκδοση της ελληνικής ΚΔ, η οποία ήταν αποτέλεσμα των ζυμώσεων της Μεταρρύθμισης και η οποία προερχόταν από τα τυπογραφεία της Δύσης, κυκλοφόρησε και στην επικράτεια της Ανατολικής Εκκλησίας και παγιώθηκε κατά τους επόμενους αιώνες ως το κείμενο της ΚΔ του ελληνόφωνου αναγνωστικού κοινού—εισάγοντας στην κυκλοφορία κατ ́ αυτό τον τρόπο το Κόμμα, καθώς ως τότε “ούτε ένα ελληνικό χειρόγραφο δεν το περιλάμβανε”.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Έρασμο, τυπώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Αλκαλά δε Ενάρες (Ισπανία)—υπό την επιμέλεια του βιβλικού λόγιου και ιερέα Λ. ντε Στούνικα και με χρηματοδότηση του καρδινάλιου Χ. δε Θισνέρος —η Κομπλούτιος (Κομπλουτιανή) Πολύγλωττος Βίβλος.
Σε αυτήν, υπό την μακρόχρονη κυριαρχία της Βουλγάτας, περιλήφθηκε μεν το Κόμμα στο ελληνικό κείμενο αλλά σε μορφή που δηλώνει την ομοφωνία των ουράνιων μαρτύρων και όχι την ενότητά τους.
Ο Στούνικα, ο οποίος άσκησε δριμεία κριτική στον Έρασμο για την αφαίρεση του Κόμματος και ο οποίος υποστήριζε ότι τα ελληνικά χειρόγραφα έχουν αλλοιωθεί ενώ μόνο η Βουλγάτα περιέχει την αλήθεια, το περιέλαβε στα Ελληνικά ως μετάφραση από τη λατινική Βουλγάτα. Αυτή η αρχική ατασθαλία επί του ελληνικού κειμένου της ΚΔ οδήγησε στη συνέχεια και σε άλλες παρόμοιες πλαστουργίες και χαλκεύσεις.
Το Κόμμα γνώρισε αποδοχή και στις δύο πλευρές της Μεταρρύθμισης. Η εκδοτική παγίωση της λατινικής Βουλγάτας σε συνδυασμό με την ευρύτερη άγνοια της χειρογραφικής καταμαρτυρίας σε βάρος του Κόμματος έκανε ακόμη και εξέχοντες αντιτριαδιστές, όπως ο Βοημός Γ. Χους (απεβ. 1415) και ο Ισπανός Μ. Σερβέτος (απεβ. 1553), να εξακολουθούν να το παραθέτουν ή να το υπομνηματίζουν.
Αντίθετα, ο Ιταλός Φαύστος Σοκίνος στο σχολιολόγιο της Α ́ επιστολής του Ιωάννη (1614) όχι μόνο απέρριψε το Κόμμα βάσει των επιχειρημάτων του Εράσμου αλλά και δήλωσε απερίφραστα ότι επρόκειτο για δόλια απάτη για την οποία έγινε κάθε προσπάθεια απόκρυψης της διάπραξής της.
Παρόμοια τοποθέτηση είχαν από πλευράς ριζοσπαστικής Μεταρρύθμισης, ο Ιταλός πάστορας Μπ. Οκίνο184 και ο Πολωνός-Λευκορώσος Σίμων Βουδναίος (ομοϊδεάτης και συνεργάτης του Χιώτη αντιτριαδιστή λόγιου Ιάκωβου Παλαιολόγου που κάηκε στην πυρά από την Ιερά Εξέταση στη Ρώμη το 1585), ο οποίος απομάκρυνε το Κόμμα από την Καινή Διαθήκη που επιμελήθηκε.
Ο Μ. Λούθηρος δεν το περιέλαβε σε καμία έκδοση της γερμανικής μετάφρασης της ΚΔ κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Μολονότι ο Ελβετός Ού. Ζβίγγλιος απέρριψε το Κόμμα, ο Γάλλος Ι. Καλβίνος το έκανε δεκτό έχοντας κάποιες επιφυλάξεις.
Στις ρωμαιοκαθολικές λατινικές εκδόσεις της ΚΔ, το Κόμμα διαδόθηκε ευρύτερα καθώς περιλήφθηκε κι έτσι νομιμοποιήθηκε (“τελειωτικώς εκηρύχθη αυθεντικόν”) τόσο στην Σίξτεια (1590) όσο και στην Κλημέντεια (1592) έκδοση της Βουλγάτας, η οποία αποτέλεσε έκτοτε την επίσημη Αγία Γραφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (ως το 1979 οπότε και αντικαταστάθηκε από την Nova Vulgata, στην οποία έχει απαλειφθεί το Κόμμα). Ο κύριος αντίπαλος του Λούθηρου, ο Γερμανός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ι. Έμσερ, στην ΚΔ που επιμελήθηκε περιέβαλε το Κόμμα μέσα σε αγκύλες.
Όσον αφορά στις αγγλικές βιβλικές μεταφράσεις, ο Τζ. Ουίκλιφ (περ. 1380) βάσει της λατινικής ΚΔ περιέλαβε το Κόμμα, ενώ στην έντυπη εποχή ο καταδιωγμένος μέχρι θανάτου Γ. Τίντεϊλ περιέκλεισε το Κόμμα μέσα σε αγκύλες από τη δεύτερη έκδοση της μετάφρασης της ΚΔ που επιμελήθηκε (11525/21534 (και με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία)/31535· παρόμοια και η εγκεκριμένη «μετεξέλιξή» της η Great Bible, η επονομαζόμενη και Αγία Γραφή του Cranmer, του 1539), σε αντίθεση με μεταφράσεις που το περιέλαβαν αργότερα σαν να ήταν κανονικό, όπως η καλβινική Βίβλος της Γενεύης (η ΚΔ εκδόθηκε το 1557), 191η ρωμαιοκαθολική Καινή Διαθήκη της Ρενς (Rheims, 1582) και τελικά η ευρύτατα διαδεδομένη αγγλικανική εγκεκριμένη (εξουσιοδοτημένη) μετάφραση της ΚΔ του Βασιλιά Ιακώβου Α ́ της Αγγλίας (Authorized King James Version του 1611, αλλά και η «βάση» της, η Bishop’s Bible, του 568).
Ενώ στη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα το Κόμμα «είχε ευρεία αποδοχή» και φαινόταν ότι είχε κερδίσει τη μάχη για την είσδυση στο κείμενο της ΚΔ, εντούτοις ο πόλεμος εν είχε λήξει ακόμη. Το ρεύμα του Διαφωτισμού έδωσε νέα ώθηση στη βιβλική έρευνα, ενάντια σε κάθε ιδεολογική επιβολή από μέρους της Εκκλησίας.
Στα τέλη του 17ου αιώνα, σε μια εποχή που είχε αρχίσει να εμφανίζεται η κριτική του κειμένου της ΚΔ, ο Γάλλος Ρωμαιοκαθολικός λόγιος και ιερέας R. Simon συνεισέφερε ουσιαστικά στην επιχειρηματολογία που αποδείκνυε για το Κόμμα ότι επρόκειτο για πλαστογράφημα.
Το 1707 ο Άγγλος J. Mill—με τη σύμπραξη του Ι. Νεύτωνα και του R. Bentley — εξέδωσε την Καινή Διαθήκη με σχόλια για τις διαφορετικές γραφές των χειρογράφων, στην οποία παρείχε εκτενή παράθεση των ως τότε διαθέσιμων στοιχείων σχετικά με το Κόμμα, όπως συνέβη παρόμοια και με την έκδοση της ΚΔ του Γερμανού J. A. Bengel.
Το 1717, ο T. Emlyn δήλωσε ότι «δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιχειρηματολογούμε πλέον, όπως λένε ορισμένοι, επειδή αυτή η περικοπή έχει ήδη εγκαταλειφθεί και έχει καταδειχθεί από τους ειδικούς ότι δεν είναι γνήσια» και υποστήριξε δικαιολογημένα ότι «δεν θα τακτοποιηθεί ποτέ το ζήτημα ορθά, αν δεν απομακρυνθεί από τα τυπωμένα αντίτυπα» της ΚΔ.
Η διάδοση, όμως, του Παραδεδεγμένου Κειμένου και η καθολική αποδοχή του ήταν τέτοιας έκτασης ώστε απαιτούνταν ιδιαίτερο θάρρος και αποφασιστικότητα για να διαφοροποιηθεί από αυτό κάποιος εκδότης της ΚΔ.
To 1715 o J. J. Wettstein έχοντας πρόσβαση σε αρχαιότερα ελληνικά χειρόγραφα ανακάλυψε ότι «χωρία που χρησιμοποιούνταν συνήθως για να επιβεβαιώσουν το δόγμα της θεϊκότητας του Χριστού» στην πραγματικότητα παρουσίαζαν κειμενικά προβλήματα, τα οποία όταν λύνονταν με τις μεθόδους της κριτικής του κειμένου «στις περισσότερες περιπτώσεις αφαιρούνταν οι αναφορές στην θεϊκότητα του Ιησού».
Το 1729 ο D. Mace αφαίρεσε το Κόμμα από τη δίγλωττη έκδοση της ΚΔ που επιμελήθηκε με βάση το κείμενο του Mill.
Ο Γερμανός λόγιος της ΚΔ J. S. Semler μολονότι αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή το 1750 προασπιζόμενος μεταξύ άλλων και την αυθεντικότητα του Κόμματος έναντι του Άγγλου W. Whiston, σύντομα αντιλήφθηκε τι περιλαμβανόταν και εγκατέλειψε την αρχική του θέση. Ο Whiston είχε διαδεχθεί τον Ι. Νεύτωνα στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ αλλά απώλεσε την έδρα του το 1710 διότι αρνήθηκε δημόσια την αυθεντικότητα του Κόμματος.
Μάλιστα δεν το περιέλαβε στην έκδοση της ΚΔ που επιμελήθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία το 1745 — όπως έκανε παρόμοια και ο J. Worsley το 1770.
Το 1754 ο Νεύτων, στο εκτενές έργο του με τίτλο Ιστορική έκθεση για δύο αξιοσημείωτες παραφθορές της Γραφής (An historical account of two notable corruptions of Scripture) στο οποίο παρουσιάζει κατόπιν διεξοδικής έρευνας τα στοιχεία που καθιστούν το Κόμμα νόθο, δήλωσε ότι «η μαρτυρία αυτή δεν εντοπίζεται στα ελληνικά χειρόγραφα» και ότι «σε όλη τη διάρκεια της σφοδρής, καθολικής και διαρκούς διαμάχης σχετικά με την Τριάδα την εποχή του Ιερώνυμου και τόσο πριν όσο και αρκετά πιο μετά από αυτήν, αυτό το απόσπασμα των “Τριών στον Ουρανό” ούτε μία φορά δεν πέρασε από τη σκέψη κανενός» ενώ «τώρα βρίσκεται στο στόμα του καθένα και θεωρείται ως η κύρια περικοπή για αυτό το ζήτημα και βεβαιωμένα θα είχαν κάνει το ίδιο και εκείνοι αν αυτό [ενν. το Κόμμα] βρισκόταν στα βιβλία τους». Επίσης, ανέφερε ο ίδιος ότι «ο Επανορθωτής, τον οποίο ο Lucas Brugensis περιγράφει ότι είναι μια αρχαία, ακριβής, πλήρης και επίπονη συλλογή χειρογράφων, καταλήγει στο ότι απουσιάζει από όλα [ενν. τα ελληνικά χειρόγραφα της ΚΔ] που εξέτασε». Ο Lucas ανέφερε συγκεκριμένα ότι ο Επανορθωτής, ένα έργο που αποτελούσε μια πρώιμη μορφή κριτικής μελέτης των έργων με βάση τα διαθέσιμα χειρόγραφα, «σημειώνει ότι απουσιάζουν τα ίδια πράγματα [δηλ. οι λέξεις του Κόμματος] τόσο στα ελληνικά βιβλία όσο και στα αρχαία λατινικά».
Από τα μέσα του 18ου αιώνα η αμφισβήτηση της γνησιότητας του Κόμματος άρχισε να εντείνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε «από τον 19ο αιώνα και έπειτα καμία εξέχουσα αυθεντία στο ελληνικό κείμενο της ΚΔ δεν έκανε δεκτή τη γνησιότητά του Κόμματος».
Το 1763 ο εκδότης W. Bowyer ο Νεότερος ήταν ο πρώτος που πήρε το θάρρος και περιέκλεισε το Κόμμα σε τετράγωνες αγκύλες.
Στο ορόσημο για την καινοδιαθηκική έρευνα κριτικό κείμενο της ΚΔ που εξέδωσε το 1777 ο J. J. Griesbach παρουσίασε αναλυτικά και βάσει πηγών τα τεκμήρια για τη μη κανονικότητα του Κόμματος, το οποίο χρησιμοποίησε πρώτος ο W. Newcome ως βάση για τη μετάφραση της ΚΔ στα Αγγλικά.
O υπέρμαχος του Παραδεδεγμένου Κειμένου Θουριγγός καθηγητής C. F. Matthaei, με βάση άγνωστα ως τότε στη Δύση χειρόγραφα του Αγίου Όρους που είχαν καταλήξει στη Μόσχα, συνέταξε μια συστηματική κριτική έκδοση της ΚΔ (1782-1788) στην οποία δεν υπήρξε το Κόμμα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο A. Clarke αφού παρέθεσε τα διαθέσιμα στοιχεία δήλωσε ότι το Κόμμα «δεν υποστηρίζεται από καμία αυθεντία ικανή να επικυρώσει ότι αποτελεί μέρος αποκάλυψης, η οποία να αξιώνει θεϊκή προέλευση».
Λίγες δεκαετίες αργότερα, ο πρωτοπόρος της σύγχρονης κριτικής κειμένου J. S. Porter επανέλαβε μετά τον Emlyn ότι καθώς «η πλαστότητά του [ενν. του Κόμματος] είναι πλέον ευρέως αναγνωρισμένη», «θα έρθει σύντομα ο καιρός που εκείνοι που έχουν την ευθύνη της προετοιμασίας των εκδόσεων της Βίβλου για ευρεία κυκλοφορία θα νιώθουν ντροπή να δημοσιεύσουν μια εγνωσμένη προσθήκη ως μέρος του ιερού κειμένου».
Περίπου μισό αιώνα αργότερα, ο λόγιος της ΚΔ F. H. A. Scrivener δήλωσε: «Δεν πρέπει να διστάζουμε να διακηρύξουμε την πεποίθησή μας ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν γράφτηκαν από τον Άγιο Ιωάννη· ότι εισάχθηκαν αρχικά στα λατινικά αντίτυπα στην Αφρική από το περιθώριο, όπου είχαν τεθεί ως ευσεβής και ορθόδοξη ερμηνευτική προσθήκη για το εδάφιο [Α ́ Ιωάννη 5:]8· ότι από τα Λατινικά διείσδυσαν μέσα σε δυο ή τρεις πρόσφατους ελληνικούς κώδικες και από εκεί μέσα στο τυπωμένο ελληνικό κείμενο, εκεί που δεν έχουν καμία δικαιολογία για να βρίσκονται».
Παρόμοια, ο A. Plummer δήλωσε ευθαρσώς ότι «αν υπάρχει κάτι που είναι βέβαιο στην κριτική του κειμένου, αυτό είναι ότι το διάσημο αυτό απόσπασμα δεν είναι γνήσιο».
Την ίδια εποχή, η μνημειώδης έκδοση της ελληνικής ΚΔ των B. F. Westcott και F. J. A. Hort The New Testament in the original Greek απάλειψε το Κόμμα χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση για τον αναγνώστη, ενώ τους λόγους για αυτή την επιλογή τούς εξέθεσαν αναλυτικότερα οι εκδότες στο συνοδευτικό τόμο.
Αυτή η κριτική έκδοση της ΚΔ ήταν μέρος της παράδοσης των κριτικών εκδόσεων της ΚΔ που δημιουργήθηκε τους προηγούμενους αιώνες και η οποία συνεχίζεται ως τη σύγχρονη εποχή με το εδραιωμένο στη διεθνή βιβλική έρευνα κείμενο της ΚΔ Novum Testamentum Graece των E. Nestle και K. Aland και το αντίστοιχο των Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών.
Μνημειώδης υπήρξε, επίσης, η συνεισφορά του Γερμανού καθηγητή August Bludau με μια σειρά άρθρων που παρουσίασε στο Biblische Zeitschrift και στο Oriens Christianus, τα οποία αποτελούν τεκμηριωμένη επισκόπηση της γραμματείας σχετικά με το Κόμμα από το 16ο αιώνα και έκτοτε.

Στην ελληνική γραμματεία της χριστιανικής Ανατολής.

Όσον αφορά στην ελληνική γραμματεία, στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων κατά του οποίους τέθηκε προς συζήτηση αυτό το ζήτημα μέχρι και σήμερα ακόμη, εξακολουθούν να υπάρχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και οι τρεις απόψεις σχετικά με το Κόμμα: (α) ότι είναι σαφώς νόθο και παρέμβλητο, (β) ότι είναι γνήσιο μέρος της επιστολής και ότι πιθανότατα αφαιρέθηκε από αιρετικούς και (γ) ότι δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε οριστικό συμπέρασμα καθώς όλα είναι πιθανά. Εντούτοις, ενώ είναι σαφές ότι και οι Έλληνες βιβλικοί ερευνητές τάσσονται στην πλειοψηφία τους υπέρ της άποψης ότι δεν προήλθε το Κόμμα από τη γραφίδα του συγγ ραφέα της Α ́ Ιωάννη, δεν έχουν γίνει παρά μόνο κάποια ελάχιστα βήματα προς την κατεύθυνση της αφαίρεσης του από το κείμενο των σύγχρονων εκδόσεων της ΚΔ. Το ότι η επίμαχη περικοπή προασπίζει την τριαδολογική δογματική της Εκκλησίας έχει παίξει καταλυτικό ρόλο ως σήμερα στη χρήση του Κόμματος στον Ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο—εκτός από τα ερμηνευτικά και θεολογικά έργα—όσον αφορά στις εκδόσεις του κειμένου αλλά και των μεταφράσεων της ΚΔ.
Πέρα από το γεγονός ότι τα χειρόγραφα της ΚΔ δεν περιέχουν το Κόμμα, ούτε «εις τα αναγνώσματα των Αποστόλων (Lectionaria) επ’ εκκλησίαις (ουχί των εντύπων, τα οποία εγένετο εκ του κειμένου Στεφάνου-Έλζεβιρ) το χωρίον δεν απαντά».
Πράγματι, το Κόμμα δεν περιλαμβανόταν ούτε στη λειτουργική χρήση των ιερών χειρόγραφων κειμένων όπως αυτή λάβαινε χώρα επί αιώνες στους ναούς της ελληνόφωνης χριστιανικής Ανατολής κατά τον ετήσιο κύκλο των αναγνωσμάτων. Το γεγονός αυτό πιστοποιήθηκε πλήρως από τον Β. Αντωνιάδη στις αρχές του 20ου αιώνα, ο οποίος αντιπαρέβαλε περισσότερα από 100 εκλογάδια (λεξιονάρια), όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Εντούτοις, είναι πλέον φανερό ότι ούτε στα πρώτα έντυπα εκλογάδια δεν υπήρχε το Κόμμα. Η παλαιότερη έκδοση του Αποστόλου, του λειτουργικού βιβλίου που περιέχει περικοπές από τις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων που διαβάζονται εμμελώς στις ακολουθίες του έτους, τυπώθηκε στη Βενετία το 1525 «πόνω και δεξιότητι Δημητρίου του Ζήνου, του Ζακυνθίου».
Σε αυτή την έκδοση δεν περιλαμβάνεται η επίμαχη εμβόλιμη φράση.
Ακολουθώντας παρόμοια πορεία με εκείνη του κειμένου της ΚΔ, εκδόσεις του Αποστόλου που τυπώθηκαν αργότερα (με βεβαιότητα ισχύει για όσες κυκλοφόρησαν από το 1806 και έπειτα) περιέλαβαν το Κόμμα.
Τέτοιου είδους αλλοιώσεις είχαν γίνει αντιληπτές κυρίως από Ρώσσους θρησκευόμενους, όπως ο πρώην διάκονος στο ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο Θ. Φ. Ιβάνοβ, ο οποίος έγραψε με έναν τόνο υπερβολής σε επιστολή του προς τον τσάρο Αλέξιο το 1666 ότι «εδώ και πολύ καιρό τα [εκκλησιαστικά] βιβλία των Ελλήνων έχουν καταντήσει να είναι δύο ειδών: τα χειρόγραφα, παλαιά και λιγοστά, όσα σώθηκαν από την πυρά των ρωμαιοκαθολικών, και αυτά είναι τα σωστά βιβλία, και τα άλλα, τα καινούρια, τα έντυπα ελληνικά βιβλία, αυτά που τυπώθηκαν μετά την άλωση της Βασιλεύουσας και είναι όλα νοθευμένα, κατάφορτα με τις αιρετικές δοξασίες των καθολικών».
Στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν από την έκδοση και την ταχεία παγίωση του Παραδεδεγμένου Κειμένου στις ευρωπαϊκές έντυπες εκδόσεις, η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιούσε διάφορες εκδόσεις του, μάλιστα δε κάποιες από αυτές και με την έγκριση του πατριαρχείου ΚΠόλεως.
Η πτώση της ΚΠολης το 1453 και η υπαγωγή της Ανατολής στην οθωμανική κυριαρχία έδωσαν το προβάδισμα στη λατινόφωνη Ευρώπη όσον αφορά τη μελέτη και την έκδοση του βιβλικού κειμένου. Επί τέσσερις και πλέον αιώνες μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας δεν παράχθηκε καμία αμιγώς Ορθόδοξη ΚΔ, η οποία δηλαδή να βασίζεται αποκλειστικά στη χειρογραφική δεξαμενή που περιλάμβανε πολυάριθμα βιβλικά χειρόγραφα σε όλη την ελληνόφωνη ανατολική εκκλησιαστική επικράτεια.
Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, φωτισμένες προσωπικότητες από την ελληνική επικράτεια διέτρεχαν σημαντικά κέντρα της ευρωπαϊκής διανόησης όπου και δέχονταν έντονες επιρροές από τους καρπούς της Μεταρρύθμισης. Με βάση το Παραδεδεγμένο Κείμενο της ΚΔ, το Κόμμα εμφανίσθηκε μετά τα μέσα του 16ου αιώνα και στις έντυπες εκδόσεις της ΚΔ του ελληνόφωνου κόσμου αλλά και σε δογματικά και συμβολικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία επιδίωκαν να έχουν διομολογιακά πιο αποδεκτό χαρακτήρα και τα οποία επικυρώθηκαν από όλα τα Ορθόδοξα πατριαρχεία. Τέτοια κείμενα είναι η Ομολογία πίστεως του Βεροιώτη Μητροφάνους Κριτόπουλου (1625), ο οποίος έκανε εκτεταμένες σπουδές σε Αγγλία και Γερμανία υπό την καθοδήγηση του Ηρακλειώτη Κύριλλου Λούκαρι, και η Ορθόδοξος ομολογία του Μολδαβού μητροπολίτη Κιέβου Πέτρου Μογίλα (1638/1642).
Η πρώτη απόπειρα εγκεκριμένης από το πατριαρχείο ΚΠόλεως μετάφρασης της ΚΔ σε “απλή διάλεκτο” από τον ιερομόναχο Μάξιμο (Ρώδιο) τον Καλλιουπολίτη το 1638 υπό την επίβλεψη του προοδευτικού Κ. Λούκαρι συμπεριέλαβε το Ιωάννειο κόμμα — πρακτική που ακολουθήθηκε και στις διορθωμένες εκδόσεις της από τον Σεραφείμ τον Μυτιληναίο (Λονδίνο, 1703/21705) και τον Ναουσαίο Αναστάσιο Μιχαήλ (Χάλη Σαξωνίας, 1710).

Το ίδιο συνέβη αργότερα και στη νεοελληνική μετάφραση του Χιώτη λόγιου και αρχιμανδρίτη Νεόφυτου Βάμβα.
Περίπου γύρω στο 1630, ο Χανιώτης Ιησουίτης λόγιος και βιβλιοφύλακας της Βατικανής Βιβλιοθήκης Ιωάννης Ματθαίος Καρυοφύλλης (Καρυόφυλλος) έλαβε εντολή από τον πάπα Ουρβανό Η ́ (1568-1644) να επιμεληθεί την έκδοση της ελληνικής Καινής Διαθήκης στηριζόμενος σε 22 ελληνικά χειρόγραφα που φυλάγονταν στο Βατικανό και σε άλλες σημαντικές βιβλιοθηκές της Ρώμης. Η αντιπαραβολή έγινε με βάση την Πολύγλωττο της Αμβέρσας (Biblia Regia, Antwerp, 1569-1572), την οποία είχε επιμεληθεί ο Κριστόφ Πλαντέν με χρηματοδότηση του Ισπανού Βασιλιά Φιλίππου Β ́. Μολονότι δεν τυπώθηκε ποτέ αυτή η Καινή Διαθήκη, τα αποτελέσματα της συγκριτικής εξέτασης των χειρογράφων δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1673. Σε κανένα από τα χειρόγραφα που εξετάστηκαν δεν περιεχόταν το Κόμμα.
Επίσης, ο Καρυοφύλλης καταπολέμησε τον Αρτινό Ζαχαρία Γεργάνο (Γεργανό), ο οποίος χρησιμοποίησε επανειλημμένα το Κόμμα στο έργο του Χριστιανική κατήχησις. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα, ο Κερκυραίος λόγιος ιεράρχης Ευγένιος Βούλγαρης (Βούλγαρις), μολονότι παρέθεσε μια σειρά επιχειρημάτων υπέρ του Κόμματος — επιχειρήματα που είχαν ήδη εξεταστεί διεξοδικά και ανασκευαστεί από λόγιους της Δύσης—, παραδέχτηκε σε επιστολή του ότι «παλαιότατα χειρόγραφα το εδάφιον τούτο συνηθέστατα ουκ έχουσιν».
Ο πολυγραφότατος Ναξιώτης Κολλυβάς Νικόδημος ο Αγιορείτης, στις αρχές του 19ου αιώνα, παρά τις σοβαρές ενστάσεις που διατυπώνει σε βάρος του Κόμματος με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, υπέθεσε ότι οι αιρετικοί πιθανόν να είχαν αφαιρέσει το Κόμμα — και μάλιστα πριν από τον 4ο αιώνα—και υποστήριξε τη γνησιότητα του Κόμματος σε δύο έργα του.
Ο Θεσσαλός λόγιος κληρικός Θ. Φαρμακίδης, στα μέσα του ίδιου αιώνα, ακολουθώντας το κείμενο της ΚΔ του Οικουμένιου, δεν περιέλαβε στο προς υπομνηματισμό ιωάννειο κείμενο το Κόμμα.
Ο Μανιάτης πρωτοπόρος Ευαγγελικός Μ. Καλαποθάκης το 1874, στη μετάφραση του Εγχειριδίου θεολογίας ανέφερε ότι «το βάρος των αποδείξεων κλίνει εναντίον της γνησιότητος αυτού».
Από την άλλη πλευρά, ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος περιέλαβε το Κόμμα στην Χριστιανική κατ’ έκτασιν κατήχησή του που εξέδωσε στα Ρωσικά το 1831 και η οποία μεταφράστηκε στα Ελληνικά το 1841.
Παρόμοια, ο πρύτανης της εκκλησιαστικής ακαδημίας του Κιέβου αρχιμανδρίτης Αντώνιος Αμφιτεάτροφ το περιέλαβε στη ρωσική Δογματική του το 1849, η οποία μεταφράστηκε στα Ελληνικά το 1858.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο αγιοποιηθείς Σηλύβριος Νεκτάριος Κεφαλάς χρησιμοποίησε το Κόμμα σε σύγγραμμά του μαζί με τις περικοπές Ματ 28:19, Ρω 11:36 και 2Κο 13:13 ως απάντηση στο ερώτημα «Ποια χωρία έχομεν εκ της Αγίας Γραφής περί του Τριαδικού Θεού;»
Στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας η «παράλληλη συνύπαρξη και χρήση από τη μια μεριά χειρογράφων είτε με συνεχές κείμενο είτε με τα λειτουργικά αναγνώσματα και από την άλλη έντυπων εκδόσεων που είχαν εισαχθεί από τη Δύση»—οι οποίες και περιείχαν το Κόμμα — «είχε ως αποτέλεσμα να μην επικρατεί κατά πάντα ενιαίο και ομοιόμορφο κείμενο στις εκκλησίες» της ελληνόφωνης επικράτειας.
Για την αντιμετώπιση τής «κρατούσης αταξίας», το πατριαρχείο ΚΠόλεως ανέθεσε το 1899 σε τριμελή επιτροπή να συγκεντρώσει και να μελετήσει τα χειρόγραφα της ΚΠόλεως και του Αγίου Όρους (τα οποία διαβάζονταν στους ναούς επί σειρά οχτώ αιώνων, από τον 9ο ως τον 16ο αιώνα) και να προετοιμάσει μια έκδοση της ΚΔ, η οποία να παρέχει «την κατά το ενόν αποκατάστασιν του αρχαιοτέρου κειμένου της εκκλησιαστικής παραδόσεως και μάλιστα της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως». Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν συντριπτικά όσον αφορά στο Κόμμα, καθώς δεν υπήρχε καμία χειρογραφική μαρτυρία υπέρ αυτού, κι έτσι η επίσημη πατριαρχική έκδοση της ΚΔ διαφοροποιήθηκε αισθητά σε αυτό το σημείο. Στις πρώτες δύο εκδόσεις του κειμένου της ΚΔ (11904/21912) από το πατριαρχικό τυπογραφείο, ο συντονιστής της επιτροπής καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Β. Αντωνιάδης τη φράση του Κόμματος «τη χαρακτηρίζει σα νόθο και την τυπώνει με μικρότερα [ενν. τυπογραφικά] στοιχεία».
Στον Πρόλογο της έκδοσης περιλήφθηκε μια σημείωση η οποία διασαφηνίζει ότι δεν υπάρχει καμία ουσιαστική βάση για τη συμπερίληψή του εντός του κειμένου της ΚΔ αλλά ότι παρ’ όλα αυτά διατηρείται «κατά γνώμην της Ιεράς Συνόδου»—ρητά αποποιούμενος κατ’ αυτό τον τρόπο την ευθύνη για αυτή την άνωθεν επιλογή.
Ήταν σαφές ότι επρόκειτο για “μια ανάγνωση που δεν περιλαμβάνεται στα βυζαντινά χειρόγραφα” και μολαταύτα “η Ι. Σύνοδος θεώρησε αναγκαία την παράθεσή του”—και συνεπώς τη συνέχιση της λειτουργικής χρήσης του.
Έκτοτε εξακολουθεί να εκκρεμεί επιτατικά το «δέον» της παράλειψης του Κόμματος μέσα από το ιερό κείμενο της ΚΔ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Την ίδια εποχή—μια εποχή έκρυθμη κατά την οποία μόλις πρόσφατα είχε προκαλέσει “πολιτική αναστάτωση και αιματοχυσία” το ζήτημα της μετάφρασης της ΚΔ σε λαϊκή γλώσσα —, ο καθηγητής Χρ. Ανδρούτσος ανέφερε, παρόμοια με τον Αντωνιάδη, πως «το χωρίον τούτο, ελλείπον μεν εν πάσι τοις αρχαίοις κώδιξι και χειρογράφοις, αγνοούμενον δε υπό πάντων των Πατέρων της Εκκλησίας, παρενεβλήθη μεταγενεστέρως εν τω θεοπνεύστω κειμένω».
Λίγο νωρίτερα, ο Χανιώτης Αντώνιος Γιάνναρης, καθηγητής στην έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου του St. Andrews της Σκωτίας, είχε παρόμοια δηλώσει ότι «το εδάφιο ολόκληρο είναι νόθο, όντας απόν από όλα τα χειρόγραφα που χρονολογούνται πριν τον δέκατο πέμπτο αιώνα».
Το έτος 1927, ο ιεροδιάκονος Φ. Ιερείδης, παρουσίασε ενδελεχώς το ζήτημα στο ελληνικό κοινό με δύο εκτενή άρθρα του στο περιοδικό Θεολογία, στα οποία με σαφή και εμπεριστατωμένο τρόπο κατέδειξε ότι «το χωρίον τούτο δεν είνε προϊόν του Αποστολικού πνεύματος, Θείω πνεύματι φερομένου, συνεπώς δε νόθον».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο πολυγραφότατος Γορτύνιος καθηγητής Π. Τρεμπέλας ανέφερε συνοπτικά τους καταλυτικούς λόγους για τους οποίους το Κόμμα «εθεωρήθη ως γλώσσα», πλην όμως δεν εξέφρασε τη δική του κρίση επ’ αυτού ούτε την επικρατούσα διεθνώς απορριπτική θέση.
Ο ίδιος, περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, ήταν πιο σαφής λέγοντας ότι «ούτως εν Α ́ Ιωάν. ε' 7-8 η ορθή γραφή φαίνεται να είναι “ότι τρείς εισιν οι μαρτυρούντες, το πνεύμα και το ύδωρ και το αίμα και οι τρεις εις το έν εισι”» και ότι «το δυσερμήνευτον του χωρίου εδημιούργησε την παρεμβολήν».
Το 1960 ο Πρεμετινός καινοδιαθηκολόγος Β. Ιωαννίδης με τρόπο ευσύνοπτο υποστήριξε τα πορίσματα της κριτικής του κειμένου της ΚΔ ότι επρόκειτο, δηλαδή, για κειμενική παρεμβολή.
Την ίδια εποχή ο Π. Δημητρόπουλος με αβαθή επιχειρηματολογία κατέληξε στο φιλόδοξο συμπέρασμα ότι “η ορθόδοξος κριτική του κειμένου της Βίβλου δεν δύναται να αποδεχθή τα πορίσματα των κριτικών περί μη γνησιότητος αυτού” και ότι «αντικειμενικώς αξιολογούσα τους υπέρ και τους κατά της γνησιότητος του χωρίου λόγους, οφείλει να υπογραμμίση το γεγονός ότι οι υπέρ της γνησιότητος του χωρίου λόγοι είναι από πάσης απόψεως ισχυρότεροι των εναντίων αυτής, αρκούντως αποδεικνύοντες αυτήν, και να εισηγηθή την αναθεώρησιν των αρνητικών πορισμάτων των ειδικών επί τω τέλει της διατηρήσεως αυτού εις το κείμενον», ενώ στο σχετικό άρθρο του στη ΘΗΕ αναφέρει λίγο πιο μετριοπαθώς ότι «κατ’ ουδένα λόγον δυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι το χωρίον, επειδή απουσιάζει από τα μέχρις ημών διασωθέντα χειρόγραφα της Κ. Δ. και συγγράμματα των Πατέρων, έλειπεν όντως και από το αρχέτυπον κείμενον» και ότι είναι «λίαν πιθανή η εκδοχή»—και μάλιστα «προάγεται εις βεβαιότητα»—ότι «το χωρίον εξέπεσε του κειμένου των εις την ελληνικήν διασωθέντων χειρογράφων εις χρόνον εγγύτατα ευρισκόμενον προς τον χρόνον της συγγραφής της Α ́ Ιω. και διά τούτο παρουσιάζεται εντελώς άγνωστον εν Ανατολή».
Τέσσερα χρόνια μετά τον Δημητρόπουλο, ο Μ. Σιώτης προσέγγισε το θέμα με ιδιαίτερη σοβαρότητα και στην “εμπεριστατωμένη μελέτη” του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «υπερισχύει και από της πλευράς της κριτικής του κειμένου της Καινής Διαθήκης η αντίληψις, καθ' ην η δια του Commatis Joannei παρουσιαζομένη παραλλαγή του Α ́ Ιωάν. ε ́ 6-8 αποτελεί μεταγενεστέραν προσθήκην εις το αποστολικόν κείμενον, της οποίας η πρώτη εμφάνισις εγένετο προηγουμένως εκτός του βιβλικού κειμένου καθ' υπαγόρευσιν τής περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας της Εκκλησίας».
Έκτοτε η μελέτη του Σιώτη αποτέλεσε σημείο αναφοράς στο χώρο της εγχώριας Θεολογίας ως προς την προσέγγιση της ιωάννειας περικοπής.
Συγκρίνοντας τις δύο απόπειρες προσέγγισης του θέματος, ο Σ. Αγουρίδης αποφάνθηκε ως εξής: «Παρ’ ημίν, προσφάτως ο καθηγητής κ. Π. Δημητρόπουλος επεχείρησε να υπεραμυνθή της γνησιότητος αυτού, αλλ’ ο συνάδελφος κ. Μ. Σιώτης, εις εκτενεστέραν μελέτην, έδειξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το κείμενον δεν δύναται να είναι γνήσιον. Αύτη είναι και η γενικώτερον περί του χωρίου αποδεκτή σήμερον θέσις, ότι δηλ. πρόκειται περί γλώσσης εισαχθείσης εκ του περιθωρίου εις το κείμενον».
Ο μητροπολίτης και καθηγητής Ι. Φούντας, ενώ δέχεται σαφώς και με παράθεση επιχειρημάτων ότι το Κόμμα είναι «παρέμβλητον εκ της Δύσεως, ήτις από παλαιά έκαμνε τοιαύτας αυθαιρεσίας», καταλήγει με μια παράδοξη συγκατάβαση να σημειώσει ότι «αφού το θέμα της αυθεντικότητας ή μη της περικοπής Α ́ Ιωάνν. 5, 7β-8α είναι εισέτι υπό έρευναν, δεν επιτρέπεται, νομίζομεν, οι ερμηνευταί, είτε οι μεν είτε οι δε, να είναι αυθεντικοί εις τας θέσεις των, ως να θεωρούν αυτάς ως πράγματι αληθείς και αναντιρρήτους, αλλά να τις διατυπώνουν ελευθέρως μεν και με δυνατήν κατάστρωσιν των επιχειρημάτων των, πλην μετ’ επιφυλακτικότητος, διότι υπάρχει και η ετέρα θέσις του θέματος». Στη συνέχεια μεταφράζει εκτενώς από την «ευγενή θέσιν» του S. T. Bloomfield — κάνοντας ένα άλμα προς το παρελθόν σε έργο το οποίο αναφέρεται στα πράγματα της βιβλικής έρευνας που ίσχυαν πριν από 160 και πλέον χρόνια—, η οποία ολοκληρώνεται λέγοντας ότι για να αποφανθεί η έρευνα θα πρέπει να «περιμένομεν την περαιτέρω έρευναν των ερμηνευτών».
Δηλώνει ότι «αφού το εδέχθη η Εκκλησία πρέπει να το δεχώμεθα και ημείς» και στη συνέχεια κάνει σαφή διαχωρισμό ως προς το τι θεωρεί γνήσιο και τι αυθεντικό: το Κόμμα δεν είναι γνήσιο καθώς δεν υπήρχε προφανώς στο πρωτότυπο κείμενο αλλά είναι αυθεντικό καθώς είναι σύμφωνο με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και έχει γίνει αργότερα δεκτό από αυτήν στη λειτουργική της ζωή.
Παρόμοιες θέσεις διατυπώνει και ο ιεροκήρυκας Ν. Σωτηρόπουλος, με τη χρήση, όμως, ασαφών και αμφίβολων επιχειρημάτων.
Εντούτοις, η επιμονή στη διαφοροποίηση που προκύπτει μεταξύ του γνήσιου και του αυθεντικού μπορεί να οδηγήσει στο παράδοξο να διαφοροποιείται αυτό που θεωρείται «Καινή Διαθήκη» από αυτό που αποτελεί το επιστημονικά τεκμηριωμένο κείμενο της ΚΔ.
Επιπλέον, οτιδήποτε μπορεί να θεωρείται ορθό δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι και θεόπνευστο.
Τέλος, το 2001 ο Π. Κουτλεμάνης αναφέρεται στο «νόθο χωρίο», το οποίο «μπήκε στο κείμενο από τον Ισπανό καρδινάλιο Ximenes de Cisneros» και το περιγράφει ως «σφάλμα» και “προσθήκη εκ προθέσεως” και το κατατάσσει απερίφραστα και ανερυθρίαστα στα «σφάλματα [που] έκαναν οι Χριστιανοί για να αποφύγουν τυχόν παρεξηγήσεις των αιρετικών».
Οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι βιβλικοί θεολόγοι θεωρούν δεδομένη τη μη γνησιότητα του Κόμματος και τείνει να μην χρησιμοποιείται γενικότερα στις τριαδολογικές αναφορές.
Ο καθηγητής Στ. Σάκκος μετά από σύντομη παράθεση των στοιχείων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η προσθήκη είνε αναμφιβόλως νόθος».
Ο καθηγητής Μ. Φαράντος, μολονότι θεωρεί ότι «είναι σπουδαίας σημασίας, διότι απηχεί μίαν πρωτογενή παράδοσιν εις την ζωήν της εκκλησίας», παραδέχεται ότι είναι «παρέμβλητον και μη γνήσιον».
Παρόμοια, ο Χρ. Βούλγαρης, ενώ σχολιάζει το Κόμμα στα περιεχόμενα της Επιστολής, αναφέρει ότι σύμφωνα με “τη γενικότερα αποδεκτή άποψη σήμερα το χωρίον θεωρείται «γλώσσα» εισαχθείσα εκ του περιθωρίου εις το κείμενον της επιστολής”.
Πιο πρόσφατα, ο καθηγητής Ι. Καραβιδόπουλος, αφού παραθέτει τα πορίσματα της βιβλικής έρευνας, σχολιάζει εύγλωττα ότι «η προσθήκη αυτή δεν υπάρχει σε κανένα ελληνικό χειρόγραφο και δεν μνημονεύεται από τους έλληνες πατέρες, παρά τις τριαδολογικές έριδες που θα καθιστούσαν αναγκαία την αναφορά σ' ένα τόσο σημαντικό χωρίο, αν αυτό υπήρχε πράγματι στο κείμενο» και κατά συνέπεια «σήμερα δεν γίνεται δεκτή από κανένα κριτικό του κειμένου η γνησιότητα της προσθήκης».
Επιπλέον, η συνεπής, σύμφωνη με τα στερεά πορίσματα της βιβλικής επιστήμης χρήση και ερμηνεία του βιβλικού κειμένου μπορεί να αποτρέψει πιθανές ερμηνευτικές πλάνες.
Σύμφωνα με τη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, λόγω του υπερβολικά κριτικού πνεύματος το οποίο επικράτησε κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεώρησε απαραίτητο να εκδώσει διάταγμα στις 13 Ιανουαρίου 1897, το οποίο επικύρωσε δύο μέρες αργότερα ο πάπας Λέων ΙΓ ́, το οποίο αναγνώριζε το χωρίο ως «αυθεντικό κείμενο του αγίου Ιωάννη» και «ως αναπόσπαστον μέρος της επιστολής του Ιωάννου»· προειδοποιούσε μάλιστα τους λόγιους ενάντια στην απερίσκεπτη απόρριψη ή αμφισβήτηση της αυθεντικότητας αυτού του αποσπάσματος.
Μια τόσο εξόφθαλμη παρέμβαση της εκκλησιαστικής εξουσίας σε ζητήματα κριτικής του κειμένου προκάλεσε ιδιαίτερη αναστάτωση. Δεν σίγασαν οι φωνές αντίδρασης, ενώ δόθηκαν ποικίλες ερμηνείες στο συνοδικό διάταγμα.
Κάποιοι διατείνονταν ότι η απόφαση είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα και όχι δογματικό· ευρύτερα διαδεδομένη κατέστη η άποψη ότι η Σύνοδος δεν αναφερόταν στη γνησιότητα (δηλ. ότι γράφτηκε από τον συγγραφέα της Α ́ Ιωάννη) αλλά στην αυθεντικότητα του Κόμματος ως τμήματος της Αγίας Γραφής.
Με διάταγμα στις 2 Ιουνίου 1927, όταν ποντίφηκας ήταν ο πιο φιλελεύθερος πάπας Πίος ΙΆ, η Αγία Έδρα διευκρίνισε την προηγούμενη δήλωση γνωστοποιώντας ότι οι λόγιοι μπορεί να τείνουν να αμφισβητούν ή να απορρίπτουν την αυθεντικότητα του Ιωάννειου Κόμματος, για το οποίο όμως η Εκκλησία επιφυλάσσεται ώστε δικαιωματικά να εκφέρει κρίση στο μέλλον. Άλλωστε η Σύνοδος του Τριδέντου (1545-1563) αποφάνθηκε ότι άγια και κανονικά θεωρούνται από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όσα βιβλία ή μέρη βιβλίων συνηθιζόταν να χρησιμοποιούνται στη διάρκεια των αιώνων και τα οποία ανήκαν στη λατινική Βουλγάτα.
Συνεπώς η αυθεντικότητα δεν αποτέλεσε κριτήριο κανονικότητας. Όμως, ούτως ή άλλως, το Κόμμα δεν πληροί αυτά τα συνοδικά κριτήρια καθώς απουσίαζε εντελώς καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας του χριστιανισμού, εκτός από ένα μικρό τμήμα της λατινικής Εκκλησίας, καθώς επίσης δεν περιλαμβανόταν στην πρωτότυπη Βουλγάτα του Ιερώνυμου.
Ως αποτέλεσμα, ο Ισπανός λόγιος T. Ayuso Marazuela, μετά από έρευνα βάσει εβδομήντα χειρογράφων της Βουλγάτας, δήλωσε πως «στεκόμαστε σε terra firma καθώς αρνούμαστε την αυθεντικότητα του εδαφίου», ενώ ο Ισπανός Ιησουίτης J. M. Bover στην κριτική έκδοση της ΚΔ που εξέδωσε όχι μόνο δεν τύπωσε στο ελληνικό κείμενο τις νόθες λέξεις αλλά δεν τις ανέφερε ούτε καν στον κριτικό μηχανισμό (apparatus criticus) της έκδοσης.
Πριν τον Bover, το Κόμμα είχε ήδη απορριφθεί από τις κριτικές εκδόσεις των ρωμαιοκαθολικών λογίων H. J. Vogels (1920) και A. Merk (1933).
Η Westminster Version (1931), ενώ αρχικά ανέφερε στην υποσημείωση ότι «μέχρι να αναλάβει περαιτέρω δράση η Αγία Έδρα δεν έχουν τη δυνατότητα οι Καθολικοί εκδότες να απαλείψουν τα λόγια αυτά από εκδόσεις που γίνονται προς χρήση των πιστών», η μονότομη έκδοση του 1947 παρέλειψε το Κόμμα και ο εκδότης της C. Lattey παρέπεμψε στο ελληνικό κείμενο του Merk.
Εκ των πραγμάτων καθίσταται σαφές ότι για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το ζήτημα τής μη αυθεντικότητας του Κόμματος θεωρείται πλέον ότι έχει λήξει καθώς η Ρώμη επέτρεψε την έκδοση εκκλησιαστικών μεταφράσεων της ΚΔ από τα Ελληνικά αντί των Λατινικών και ως εκ τούτου νεότερες καθολικές μεταφράσεις, όπως η New American Bible (11970) και η The Jerusalem Bible (11966· La Bible de Jerusalem, 11956) οι οποίες είναι εγκεκριμένες για λειτουργική χρήση, παραλείπουν το Κόμμα. Η ίδια ρωμαιοκαθολική εγκυκλοπαίδεια δηλώνει ότι «κανένας πλέον λόγιος δεν δέχεται την αυθεντικότητά του» και συμπληρώνει ο Brown ότι «όλη η νεότερη ρωμαιοκαθολική λόγια εξέταση αναγνώρισε ότι το Κόμμα δεν είναι ούτε γνήσιο ούτε αυθεντικό».
Πέραν τούτου, συμπληρώνει, το Κόμμα αποτελεί σαφή μαρτυρία τού ότι η πίστη της Εκκλησίας του 5ου αιώνα ήταν καθ’ ολοκληρίαν τριαδιστική.
Συνοψίζοντας, είναι ιδιαίτερα διευκρινιστικά τα σχόλια των Kurt και Barbara Aland αναφορικά με το «περιβόητο “Κόμμα Ιωάννου”»: «Για τον καθένα που έχει διαβάσει ως αυτό το σημείο, μια ματιά στις πληροφορίες του κριτικού μηχανισμού του Nestle-Aland (το οποίο είναι εκτενέστατο για αυτή την περικοπή) καθιστά περιττό κάθε πρόσθετο σχόλιο που θα έκανε φανερή τη δευτερεύουσα φύση αυτής της προσθήκης και την απιθανότητα οποιασδήποτε σχέσης της με την αρχική μορφή του κειμένου της Α ́ Ιωάννη. Αφθονούν αρκετές άλλες περιπτώσεις κειμενικών παραλλαγών οι οποίες σημειώνονται στις σύγχρονες μεταφράσεις και οι οποίες αξίζουν μεγαλύτερης διερεύνησης. Πολλές αναφέρονται, για παράδειγμα, στην Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση [Revised Standard Version].
Είναι ατυχέστατο ότι οι πιο πρόσφατες εκδόσεις παγίωσαν την εισαγωγική στερεότυπη διατύπωση στη μορφή “Άλλες αρχαίες αυθεντίες αναγράφουν”. Δεδομένου ότι μιλώντας αυστηρά αυτή η στερεότυπη διατύπωση μπορεί να είναι αρκετά ακριβής, επειδή ακόμη και το πιο πρόσφατο χειρόγραφο του Πλειονοτικού κειμένου, δηλ., του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού κειμένου, του οποίου η συγγραφή του ανάγεται στον δέκατο έκτο αιώνα, είναι δυνατόν να προσδιορίζεται ως “αρχαία αυθεντία” από την προοπτική του εικοστού αιώνα. Εντούτοις μια τέτοια ισοπεδωτική αναπαράσταση της χειρογραφικής παράδοσης (μολονότι είναι σίγουρα αντίθετη στις προθέσεις των υπευθύνων για τη νέα έκδοση της Αναθεωρημένης Στερεότυπης Μετάφρασης) δίνει την εντύπωση στους αναγνώστες που δεν είναι ειδικοί στην κειμενική κριτική ότι οι ποικίλες γραφές που αναφέρονται στις υποσημειώσεις είναι ίσης αξίας με εκείνες που βρίσκονται στο κείμενο — κάτι εντελώς εσφαλμένο και ύπουλο!»
Είναι σαφές ότι οι εξωτερικές αποδείξεις κατά του Κόμματος «δεν θα μπορούσαν να είναι ισχυρότερες».
Οι ελάχιστες σύγχρονες φωνές που υποστηρίζουν την αυθεντικότητα του επίμαχου αποσπάσματος χαρακτηρίζονται πλέον ως «αναχρονιστικές», καθώς επαναφέρουν επιχειρήματα που έχουν προ καιρού και επανειλημμένα καταρριφθεί.
Η αυθεντικότητα του Κόμματος—πέρα από την αξιοποίησή του από την Ανατολική Εκκλησία στη δογματική απολογητική κατά τη νεότερη εποχή—υποστηρίζεται συνήθως μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο υπεράσπισης των κειμενικών ιδιαιτεροτήτων του Παραδεδεγμένου Κειμένου (Textus Receptus), το οποίο παγιώθηκε στην Ευρώπη μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας στην εκκλησιαστική (λειτουργική) χρήση.

Εντούτοις, πρέπει να γίνει σαφές ότι μολονότι οι λέξεις του Κόμματος “βρίσκονται στο Παραδεδεγμένο Κείμενο, αυτές δεν αποτελούν εγγενές τμήμα της παράδοσης του βυζαντινού κειμένου”.
Η παραμονή του Κόμματος μέσα στο ιωάννειο κείμενο της ελληνικής ΚΔ αποτελεί κατάφωρη υποτίμηση της χειρογραφικής παράδοσης από τις απαρχές της χριστιανικής εκκλησίας μέχρι και τον 16ο αιώνα και, συνεπώς, σαφή παραποίηση του ιερού κειμένου, με άλλα λόγια αποτελεί «εναντίωση στην αλήθεια τέτοια που δεν νοείται για έναν χριστιανό».
Όσον αφορά στις βιβλικές μεταφράσεις, έχει επικρατήσει διεθνώς επί έναν και πλέον αιώνα η ουσιαστικά πλήρης αφαίρεση του Κόμματος από το ιωάννειο κείμενο.
Το 1977, με τη συμμετοχή και του Δ. Κωνσταντέλου και τις ευλογίες του οικουμενικού πατριάρχη ΚΠόλεως Δημήτριου (Παπαδόπουλου), τέθηκε σε κυκλοφορία μια επεκταμένη έκδοση της The New Oxford Annotated Bible, with the Apocrypha, η οποία «για πρώτη φορά μετά τη Μεταρρύθμιση» ήταν «η πρώτη πραγματικά οικουμενική» αγγλική έκδοση της Αγίας Γραφής και η οποία «είχε τις ευλογίες των ηγετών της Προτεσταντικής, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ομοίως».
Αυτή η μετάφραση, καθώς στηρίζεται στο ελληνικό κείμενο της ΚΔ των Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών, δεν περιλαμβάνει το Κόμμα.
Στην Ελλάδα υπήρξε έκδηλος ο δισταγμός των εκδοτών και των μεταφραστών να συμμορφωθούν με τα επί μακρόν πορίσματα της βιβλικής έρευνας, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει τοποθετηθεί expressis verbis επί του θέματος—ανεπίσημα τηρεί σαφώς αρνητική στάση για την αφαίρεση του Κόμματος από το κείμενο της ΚΔ.
Ακόμη και στην πρόσφατη ιστορία, χαρακτηριστική είναι η απόπειρα των καθηγητών της Θεολογίας το 1985 να μεταφράσουν την ΚΔ στη νεοελληνική δημοτική γλώσσα με βάση το κριτικό κείμενο των Nestle-Aland—και συνεπώς χωρίς το Ιωάννειο κόμμα.
Η προσπάθεια αυτή «συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις» και έγινε «στόχος δριμύτατης κριτικής».
Στην έκδοσή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απάντησε με την έκδοση καταδικαστικής εγκυκλίου και έτσι εξανάγκασε ουσιαστικά τους καθηγητές να αναθεωρήσουν την αρχική μετάφραση με βάση πλέον το Εκκλησιαστικό Κείμενο της ΚΔ.

Ως αποτέλεσμα, εκτός από τις κριτικές εκδόσεις του κειμένου της ΚΔ, οι μόνες μεταφράσεις της ΚΔ στη Δημοτική που δεν περιέχουν το Κόμμα είναι δύο μη Ορθόδοξες: η Μετάφραση Νέου Κόσμου (2008 [αναθ.]/11993) έκδοσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά και η Μεταγλώττιση του Σπ. Καραλή (32009/ 1 1991), μέλους της εκλησίας της Πεντηκοστής.
Παρατηρείται, λοιπόν, το φαινόμενο ότι ενώ το Κόμμα εισήλθε, παγιώθηκε αλλά και τελικά απομακρύνθηκε από το βιβλικό κείμενο στη λατινική Δύση, η ελληνική Ανατολή είναι πεισματικά απρόθυμη να αφαιρέσει αυτό το κατά πολύ μεταγενέστερο «δάνειο» μέσα από τα αντίτυπα της ΚΔ της. 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ