Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

ΓΕΝΕΣΗ λβ


Ο Ιακώβ έχει αποκτήσει τώρα αρκετή περιουσία ώστε να αισθάνεται δυνατός στηριζόμενος στον εαυτό του. Ακόμα δεν έχει μάθει το μάθημα της πλήρους εξάρτησης απ’ τον Κύριο. Δεν έχει σημασία τι ο Θεός βλέπει στη σάρκα μας που πρέπει να πεθάνει, Αυτός απλά ξέρει σε τι περιστάσεις πρέπει να μας τοποθετήσει για να μας διδάξει τα μαθήματα που πρέπει να πάρουμε.
Η προσδοκώμενη συνάντηση με τον Ησαύ, που κάποτε είχε επιχειρήσει να τον σκοτώσει, ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν ο Ιακώβ για να τον διδάξει ότι στη θέση που βρισκόταν έπρεπε να παραδοθεί απόλυτα στο έλεος του Θεού. Μόλις είχε κάνει ειρήνη με τον πεθερό του και τώρα ακούει ότι ο αδελφός του έρχεται εναντίον του με 400 άντρες.

Η χάρη του Θεού συνοδεύει τον Ιακώβ. Τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει την αγάπη του Θεού. Αγαπά με αγάπη αναλλοίωτο. Αυτόν που αγαπά, τον αγαπά μέχρι τέλους. Η αγάπη Του είναι όμοια με τον Εαυτό Του: «η αυτή χθες σήμερον και εις τους αιώνας» (Εβρ.ιγ:8). Όμως, πόσο λίγη αποτελεσματικότητα έχει «το στρατόπεδο του Θεού» στον Ιακώβ....
Στέλνει αγγελιοφόρους προς τον Ησαύ τον αδελφό του, με την ευχή να βρει χάρη ενώπιόν του. Σίγουρα ο Ιακώβ αισθάνεται άσχημα και φόβος μπαίνει μέσα στην καρδιά του, γιατί υπήρχαν λόγοι: Είχε ενεργήσει άσχημα εναντίον του αδελφού του, ο οποίος παλιότερα, εξαιτίας αυτού, ήθελε να τον σκοτώσει.
Ακριβώς αυτό ήταν που χρειαζόταν ο Ιακώβ για να καταλάβει την ανάγκη του να ζητήσει βοήθεια απ’ τον Θεό, αλλά τον βλέπουμε πάλι να προσπαθεί να τακτοποιήσει το θέμα μόνος του (εδ.4). Όλα αυτά φανερώνουν μια καρδιά απομακρυσμένη απ’ το Θεό. Εκφράσεις όπως: «ο Κύριός μου» και «ο δούλος σου», δεν είναι γλώσσα ανάμεσα σ’ αδέλφια, ούτε ενός ανθρώπου που αισθάνεται την αξία που του δίνει η παρουσία του Θεού. Αυτή είναι η γλώσσα του Ιακώβ με μια πονηρή συνείδηση.
Οι αγγελιοφόροι επιστρέφουν και του λένε ότι ο Ησαύ έρχεται να τον συναντήσει με 400 άντρες. Ο Ιακώβ και πάλι δεν εμπιστεύεται το Θεό, αλλά προσπαθεί να τα καταφέρει μόνος του χωρίζοντας το λαό σε δύο μέρη (εδ.7). Όμως την ίδια στιγμή, κράζει προς το Θεό, δίνοντάς μας ένα υπόδειγμα τέλειας προσευχής (εδ.9-12). Μόλις τελειώνει την προσευχή του, επανέρχεται στους συμβιβασμούς και τα τεχνάσματά του. Το να προσεύχεται κανείς και συγχρόνως να καταστρώνει σχέδια, είναι δύο πράγματα που δεν συμβιβάζονται. Όταν κάνω σχέδια, μάλλον στηρίζομαι σ’ αυτά. Όταν προσεύχομαι, οφείλω να στηρίζομαι στο Θεό. Όταν το βλέμμα μου είναι απορροφημένο στις δικές μου ενέργειες, δεν είμαι έτοιμος να δω την επέμβαση του Θεού στην ανάγκη μου. Η προσευχή τότε γίνεται μια τυπική πράξη, ή μια αίτηση στο Θεό ν’ αγιάσει τα δικά μου σχέδια, κι όχι πραγματική έκφραση της ανάγκης μου. Αν κι ο Ιακώβ ζητά απ’ το Θεό να τον ελευθερώσει απ’ τον Ησαύ, γίνεται φανερό ότι δεν εμπιστεύεται την επέμβασή Του, γιατί δοκιμάζει «να κατευνάσει τον Ησαύ με το δώρο».
Ιερ.ιζ:9 Πολύ συχνά είναι δύσκολο ν’ ανακαλύψουμε ποιο είναι το πραγματικό θεμέλιο της εμπιστοσύνης μας. Φανταζόμαστε, ή θέλουμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι στηριζόμαστε στον Κύριο, ενώ στην πραγματικότητα στηριζόμαστε σε κάποιο συμβιβασμό δικής μας επινόησης.
Αρκετές φορές είμαστε ευχαριστημένοι απ’ τους εαυτούς μας όταν τους συμβιβασμούς μας τους συνοδεύουν οι προσευχές μας ή όταν χρησιμοποιούμε όλα τα επιτρεπόμενα μέσα και προσευχόμαστε στο Θεό να τα ευλογήσει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι προσευχές μας δεν αξίζουν όπως και τα σχέδιά μας, αφού στηριζόμαστε περισσότερο σ’ αυτά παρά στο Θεό. Ο Θεός μπορεί ν’ απαντήσει τις προσευχές μας δίχως τα δικά μας σχέδια.
Σ’ αυτό το μοντέλο προσευχής του Ιακώβ βρίσκουμε λατρεία (εδ.9), εξομολόγηση (εδ.10), ικεσία (εδ.11), και πίστη (εδ.12).
Ωστόσο, είναι άλλο να προσεύχεσαι και άλλο να παίρνεις νίκη στην προσευχή. Ο Ιακώβ δεν έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να αποκηρύξουμε το εγώ μας, για να μπορέσει ο Θεός να εργαστεί δυναμικά στη ζωή μας. Για να τελειώσουμε με τα δικά μας σχέδια, πρέπει να τελειώσουμε με τους εαυτούς μας. Πρέπει να μάθουμε ν’ αναγνωρίζουμε ότι «πάσα σάρξ είναι χόρτος και πάσα η δόξα αυτής ως άνθος του αγρού» (Ησ.μ:6). Ο Ιακώβ οδηγήθηκε σ’ αυτή τη γνώση. Αφού τα τακτοποίησε όλα όπως αυτός νόμιζε, η Γραφή μας λέει ότι: «Ο δε Ιακώβ έμεινε μόνος» (εδ.24). Σ’ αυτή την κατάσταση, εξαρτώμενος απ’ το Θεό, προσεύχεται καλύτερα. Μόνος του με το Θεό! Κανείς μπορεί να προσποιείται ότι είναι αφιερωμένο άτομο μπροστά σε άλλους, αλλά πρόσωπο με πρόσωπο με το Θεό, είναι κάτι διαφορετικό! Πρέπει να βρεθούμε μόνοι με το Θεό, για να φτάσουμε σε μια ακριβή γνώση του εαυτού μας και των οδών μας. Για να γνωρίσουμε την πραγματική αξία της ανθρώπινης φύσης και των ενεργειών της, πρέπει να τη ζυγίσουμε στη ζυγαριά του αγιαστηρίου.
Λίγο ενδιαφέρει αυτό που εμείς σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας ή εκείνο που οι άλλοι σκέφτονται για μας. Είναι όμως σημαντικό να μάθουμε τι σκέφτεται ο Θεός για μας. Και για να το μάθουμε, πρέπει να αφεθούμε μόνοι, μακριά απ’ τον κόσμο, μακριά απ’ το εγώ, μακριά απ’ όλες τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, μόνοι με το Θεό.
«Ο δε Ιακώβ έμεινε μόνος και επάλαιε μετ’ αυτού άνθρωπος...» Εδ.24 Αυτό που πρέπει να προσέξουμε, είναι ότι δεν πάλευε ο Ιακώβ μ’ ένα άνθρωπο, αλλά ένας άνθρωπος με τον Ιακώβ, αν και στον Ωσηέ ιβ:3,4 διαβάζουμε ότι ήταν ο Θεός μέσω του αγγέλου Του που πάλευε με τον Ιακώβ. Συχνά χρησιμοποιούν αυτή τη σκηνή - λάθος - σαν παράδειγμα της δύναμης με την οποία προσευχόταν ο Ιακώβ. Το να παλεύω με κάποιον και να παλεύει κάποιος μ’ εμένα είναι δύο τελείως διαφορετικές έννοιες. Όταν εγώ παλεύω με κάποιον σημαίνει ότι θέλω να του πάρω κάτι, ενώ όταν κάποιος παλεύει μ’ εμένα, σημαίνει ότι αυτός θέλει να μου πάρει κάτι.
Ο Θεός παλεύει με τον Ιακώβ, για να τον κάνει να καταλάβει ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα αδύνατο και άθλιο πλάσμα. Επειδή δε έβλεπε ότι ο Ιακώβ αντιστεκόταν με ισχυρογνωμοσύνη, «ήγγισεν την άρθρωσιν του μηρού αυτού, και μετετοπίσθη η άρθρωσις του μηρού του Ιακώβ». Η μετατόπιση της άρθρωσης του Ιακώβ είναι σύμβολο της θυσίας της προσωπικής ζωής. Έτσι, ένα αγγείο αδειάζει κι είναι έτοιμο να γεμίσει με το Θεό. Όταν η δική μας δύναμη φεύγει, δεν υπάρχει άλλη πηγή δύναμης εκτός απ’ τον Κύριο. Είναι πάντοτε απαραίτητο να παρθεί η απόφαση του θανάτου, να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα του σταυρού του Χριστού, πριν μπορέσουμε να περπατήσουμε με το Θεό με σταθερότητα και ευτυχία.
Παρακολουθήσαμε τον Ιακώβ μέχρι εδώ, είδαμε τους ελιγμούς και τις ενέργειες του εξαιρετικού χαρακτήρα του, τον είδαμε να καταστρώνει σχέδια και να κάνει διάφορους συμβιβασμούς τα 20 χρόνια που έμεινε με τον Λάβαν, αλλά μόνο όταν «έμεινε μόνος», κατάλαβε τη φυσική του αδυναμία και ανικανότητα. Τώρα αρχίζει να παλεύει αυτός με τον άγγελο λέγοντας «Δεν θέλω σε αφήσει να απέλθης, εάν δεν με ευλογήσης». Από τότε μια νέα εποχή αρχίζει στη ζωή του Ιακώβ. Μέχρι εδώ, επέμενε στις δικές του προσπάθειες. Δεν είναι εύκολο πράγμα να φτάσει κανείς στο σημείο ν’ αναγνωρίσει τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης και να μπορέσει να πει:
«Δεν θέλω σε αφήσει να απέλθεις». Ο Ιακώβ πάλευε πολύ ώρα πριν υποκύψει, επειδή η εμπιστοσύνη του στη σάρκα ήταν πολύ μεγάλη. Αλλά ο Θεός μπορεί να κατεβάζει μέχρι το χώμα και τον πιο ισχυρογνώμονα χαρακτήρα. Πρέπει να είναι κανείς «αδύνατος» πριν μπορέσει να είναι «δυνατός». «Η δύναμις του Χριστού» μπορεί ν’ αναπαύεται «εν εμοί», ανάλογα με τη γνώση που έχω για τις αδυναμίες μου (Β’ Κορ.ιβ:9).
Ποτέ η ανθρώπινη φύση δε μπορεί να χρησιμεύσει σαν υποστήριγμα στη δύναμη της χάρης του Χριστού. Αν γινόταν αυτό, τότε η σάρκα θα είχε κάτι να καυχιέται ενώπιον του Θεού.
Επειδή λοιπόν η φανέρωση της δόξας του Θεού και του ονόματος ή του χαρακτήρα του Θεού είναι ενωμένη με την παραμέριση της ανθρώπινης φύσης, είναι φανερό ότι η ψυχή δεν μπορεί ν’ απολαύσει αυτή τη φανέρωση πριν η φύση παραμεριστεί πραγματικά.
Ο άγγελος ρωτάει: «Τί είναι το όνομά σου;» Όταν αυτός απαντάει «Ιακώβ», στην πραγματικότητα με μία λέξη ομολόγησε το χαρακτήρα του: υποσκελιστής και δόλιος. Μετά απ’ αυτή την ομολογία, το όνομά του αλλάζεται σε «Ισραήλ» που σημαίνει πρίγκιπας με το Θεό. Η άρνηση του εαυτού, ήταν πάντοτε ένας σημαντικός παράγοντας νικηφόρας προσευχής. Ματθ.ιε:24-28 Μαρκ.θ:28-29  Λουκ.ια:1-13  ιη:1-8 Πράξ.ιβ:5 Β’ Κορ.ιβ:9 Ιωαν.γ:30. Είναι προτιμότερο να είναι κανείς χωλαίνων Ιακώβ που μετονομάστηκε Ισραήλ, παρά ισχυρός Ιακώβ που παραμένει Ιακώβ!
Όμως, όταν ο Ιακώβ ρωτάει να μάθει το όνομα του Θεού, αυτό δεν του αποκαλύπτεται. Ο Θεός αρνείται να του πει το όνομά Του, αν και έκανε τον Ιακώβ να του πει την αλήθεια σχετικά με τον εαυτό του και σαν συνέπεια να τον ευλογήσει. Αυτό μας διδάσκει ότι το να ευλογηθεί κανείς απ’ το Θεό, είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα απ’ το να λάβει δια του Πνεύματος την αποκάλυψη του ονόματος του Θεού, του χαρακτήρα του Θεού.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, θα παρατηρήσουμε ότι το βιβλίο του Ιώβ είναι, υπό μία έννοια, μια ερμηνεία αυτής της σκηνής της ιστορίας του Ιακώβ. Στα 31 πρώτα κεφάλαια, ο Ιώβ παλεύει με τους φίλους του και κρατά τη θέση του εναντίον όλων των επιχειρημάτων τους. Στο κεφάλαιο λβ ο Θεός χρησιμοποιεί τον Ελιού κι αρχίζει να παλεύει μαζί του και στο κεφάλαιο λη τον προσβάλλει κατευθείαν με όλη τη φανέρωση της μεγαλειότητας και της δόξας Του, κάνοντάς τον να προφέρει τα γνωστά λόγια: «Ηκουον περί σου με την ακοήν του ωτίου, αλλά τώρα ο οφθαλμός μου σε βλέπει...» (Ιώβ μβ:5-6).
Μόνο όταν δει κανείς τι είναι ο Θεός μπορεί να οδηγηθεί σε πραγματική μετάνοια και αποστροφή του εαυτού του. Το ίδιο θα συμβεί στο λαό Ισραήλ, όταν «θα επιβλέψουν προς εκείνον τον οποίον εξεκέντησαν, θα πενθήσουν». Τότε ο Θεός θα τους ευλογήσει και θα τους αποκαταστήσει πλήρως (Ωσ.ιγ:9)!