Μεγάλωσα σε μια χώρα, όπου κυριαρχούσαν τα μεγάλα λόγια και τα μικρά έργα.
Όταν ήμουν παιδί, σπάνια με επαινούσαν. Στο σχολείο, συνήθως, με έλεγαν «βλάκα» και στο σπίτι, συχνά, «ανεπρόκοπο». Άκουγα από τους ενήλικους παιδαγωγούς μου, ότι “στη ζωή πρέπει να είσαι τίμιος και ειλικρινής”, μα όσο μεγάλωνα διαπίστωνα ότι γύρω μου κυριαρχούσαν η απάτη και η ανηθικότητα.
Όταν ενηλικιώθηκα, κατάλαβα ότι στη χώρα στην οποία ζω, επιτρέπεται να είσαι ανήθικος, αρκεί να τηρείς τα προσχήματα της νομιμότητας. Επίσης κατάλαβα, ότι «έξυπνοι» θεωρούνται οι πονηροί, οι κομπιναδόροι και οι ελισσόμενοι. Ενώ οι εργατικοί, οι τίμιοι και οι ειλικρινείς θεωρούνται “κορόιδα” και συχνά “ηλίθιοι”.
Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι... το «καλό» υπάρχει κυρίως ως ιδέα και σπάνια συναντάται στον κόσμο της πραγματικότητας, ενώ το κακό είναι κυρίαρχο και παντοδύναμο.
Τι έπρεπε να κάνω, λοιπόν, για να επιζήσω σε αυτή τη χώρα; Ήταν δυνατόν να ακολουθήσω το δρόμο της αρετής, που οι περισσότεροι χλεύαζαν, ή ήμουν αναγκασμένος να ακολουθήσω το κυρίαρχο πνεύμα της κατεστημένης αντίληψης, έτσι ώστε να μου παραχωρηθεί κι εμένα ένα ξεροκόμματο επιβίωσης;
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν άργησα να πάθω πνευματική και συνειδησιακή θολούρα. Μπέρδευα το «σωστό» με το «λάθος», το «καλό» με το «κακό» και τον “εγωισμό” με την “αξιοπρέπεια”. Αποξενώθηκα από τον εαυτό μου και απογυμνώθηκα από τις ανθρώπινες αξίες μου.
Δεν είχα εμπιστοσύνη σε κανέναν. Όλους, από το κράτος μέχρι τους συμπολίτες μου, τους έβλεπα, είτε σαν καραδοκούντες να με εκμεταλλευθούν είτε σαν δυνητικά αντικείμενα εκμετάλλευσης από εμένα.
Ήξερα ότι και οι άλλοι δεν μου είχαν εμπιστοσύνη κι επίσης ήξερα ότι και οι άλλοι ήξεραν ότι εγώ δεν τους είχα εμπιστοσύνη. Αλλά αυτό λίγο με ένοιαζε. Είχαμε καταφέρει σ’ αυτή τη χώρα, με κάποιον παράλογο και παρανοϊκό τρόπο να «συνεννοούμαστε», διαφωνώντας συνεχώς ο ένας με τον άλλον. Σ’ αυτό μας βοηθούσε πολύ και η κοινά αποδεκτή αρχή: «Προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις» ή επί το λαϊκότερο: «Κάνε την πάπια».
Ώσπου το αδιάκοπα παραγόμενο ψέμα, φούντωσε και θέριεψε. Δεν είχε πια πού να χωρέσει για να κρυφτεί και άρχισαν οι αφροί του να αναδύονται από παντού. Πλημμύρισε ο τόπος από πολιτικά σκάνδαλα, αρπαγές δημόσιου πλούτου, κατά συρροή απάτες υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών. Όλα ατιμώρητα! Ποιος να δικάσει ποιον!
Ένα πρωί έμαθα ότι η χώρα μου είναι υπερχρεωμένη. Ξαφνιάστηκα! «Μα, μέχρι χθες δεν μου λέγανε οι πολιτικοί, τους οποίους ψήφιζα όλα τα χρόνια, ότι όλα είναι εντάξει; Πώς αναποδογύρισαν όλα τόσο απότομα και βρεθήκαμε στο χείλος της αβύσσου;»
Τώρα είμαι πολύ αγανακτισμένος! Θυμωμένος, αμήχανος, λυπημένος, φοβισμένος… Μουντζώνω τον εαυτό μου που συνέργησα στο παιχνίδι των πολιτικών, που τους επέτρεψα να με φτάσουν στην απελπισία! Μπορούσα άραγε να τους εμποδίσω; Δεν είμαι σίγουρος. Όμως, είμαι βέβαιος ότι φταίω για την αδιαφορία στην οποία αφέθηκα όλα τα χρόνια, πιστεύοντας ότι οι κυβερνήτες μου όλο και κάτι θα βρίσκουν και θα εφευρίσκουν για να μου διασφαλίζουν ένα βολικό μέλλον.
Τώρα, κοιτάζοντας προς το μέλλον, βλέπω μόνο σκοτάδι! Ακούω τους πολιτικούς, αυτούς, τους ίδιους που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή, να λένε ότι έχουν τις «λύσεις» για τη σωτηρία της και τρελαίνομαι! Από πού αντλούνε το δικαίωμα να μιλάνε χωρίς να ντρέπονται; Γιατί δεν κρύβονται στα πιο σκοτεινά μέρη του κόσμου, να μη τους βλέπουμε και να μη τους ακούμε πια;
Είναι δυνατόν, από τη μια να επικαλούνται άγνοια των συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα και μας οδήγησαν στην καταστροφή και, από την άλλη, να εμφανίζονται ως όψιμοι γνώστες του τρόπου με τον οποίο θα μας βγάλουν απ’ αυτή την κόλαση; Αυτοί, που για χρόνια δεν καταλάβαιναν ότι οδηγούσαν το καράβι χωρίς πυξίδα μέσα στα σκοτάδια, πώς τώρα, ξαφνικά, φωτίστηκαν;
Ποιας ιδιωτικής επιχείρησης ο ιδιοκτήτης ή οι βασικοί μέτοχοι θα συνέχιζαν να εμπιστεύονται τους διευθυντές τους, οι οποίοι έφτασαν την επιχείρηση στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, και δεν θα τους έδιωχναν ανεπιστρεπτί; Ρωτώ τον εαυτό μου: Και τώρα τι; Υπάρχει πουθενά μια αχτίδα φωτός να την ακολουθήσω; Νιώθω και φταίχτης και δαρμένος και βιασμένος. Είμαι ένας εξαπατημένος ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους. Ένα μεγάλο κορόιδο, που νόμιζε πως ήταν έξυπνος. Πώς πιάστηκα έτσι στον ύπνο;
Ντρέπομαι τα παιδιά μου. Τι να τους πω; Πώς να τους εξηγήσω τα ανεξήγητα; Το μεγαλύτερο αμάρτημά μου είναι ότι πρόδωσα τις ανθρώπινες αξίες μου. Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το χρέος προς τους συνανθρώπους και την πατρίδα μου, τις θυσίες των αγωνιστών της ελληνικής ιστορίας.
Θεέ μου, συγχώρα με για τη μικροψυχία μου και βοήθησέ με, αυτή την τραγική περίοδο, να πολεμήσω με θάρρος, με γνώση και με αυταπάρνηση για τα σώσω τα παιδιά μου. Τα παιδιά της χώρας μου, που χωρίς να φταίνε, γεννήθηκαν σκλάβοι.
Δεν αντέχω άλλο την αδράνεια, δεν αντέχω άλλο να είμαι συνένοχος προδοσίας!