«… μόνον μας
παρήγγειλαν να ενθυμώμεθα τους πτωχούς, το οποίον και εσπούδασα αυτό τούτο να
κάμω…» Γαλ.β:10
Β’ Κορ.η & θ
Πράξ.ια:29 Όθεν οι μαθηταί απεφάσισαν, έκαστος αυτών
κατά την εαυτού κατάστασιν, να πέμψωσι βοήθειαν προς τους αδελφούς τους
κατοικούντας εν τη Ιουδαία·
Ρωμ.ιβ:13 εις τας χρείας των αγίων μεταδίδοντες, την
φιλοξενίαν ακολουθούντες.
Γαλ.ς:9,10 Ας μη αποκάμνωμεν δε πράττοντες το καλόν·
διότι εάν δεν αποκάμνωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ. Άρα λοιπόν ενόσω
έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους
οικείους της πίστεως.
Ματθ.κε:42 Διότι επείνασα, και δεν μοι εδώκατε να φάγω,
εδίψησα, και δεν με εποτίσατε,
Α’ Ιωάν.γ:17 Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή
τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ' αυτού, πως η
αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;
Δευτ.ιε:7-11 Εάν ήναι εν μέσω σου πτωχός εκ των αδελφών
σου εντός τινός των πυλών σου, εν τη γη σου την οποίαν Κύριος ο Θεός σου δίδει
εις σε, δεν θέλεις σκληρύνει την καρδίαν σου ουδέ θέλεις κλείσει την χείρα σου
από του πτωχού αδελφού σου· αλλ' εξάπαντος θέλεις ανοίξει την χείρα σου προς
αυτόν, και εξάπαντος θέλεις δανείσει εις αυτόν ικανά διά την χρείαν αυτού, εις
ό,τι χρειάζεται. πρόσεχε εις σεαυτόν, μήποτε επέλθη κακός στοχασμός επί την
καρδίαν σου και είπης, Πλησιάζει το έβδομον έτος, το έτος της αφέσεως· και
πονηρευθή ο οφθαλμός σου κατά του πτωχού αδελφού σου και δεν δώσης εις αυτόν,
και βοήση προς τον Κύριον κατά σου, και γείνη εις σε αμαρτία. Θέλεις δώσει
εξάπαντος εις αυτόν, και η καρδία σου δεν θέλει πονηρευθή όταν δίδης εις αυτόν·
επειδή διά τούτο θέλει σε ευλογεί Κύριος ο Θεός σου εις πάντα τα έργα σου και
εις πάσας τας επιχειρήσεις σου. Διότι δεν θέλει λείψει πτωχός εκ μέσου της γης
σου· διά τούτο εγώ προστάζω εις σε, λέγων, Θέλεις εξάπαντος ανοίγει την χείρα
σου προς τον αδελφόν σου, προς τον πτωχόν σου και προς τον ενδεή σου επί της
γης σου.
Ψαλ.ριβ:9 Εσκόρπισεν, έδωκεν εις τους πένητας· η
δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα· το κέρας αυτού θέλει υψωθή εν δόξη.
Παρ.κα:13 Όστις εμφράττει τα ώτα αυτού εις την κραυγήν
του πτωχού, θέλει φωνάξει και αυτός και δεν θέλει εισακουσθή.
Παρ.κη:27 Όστις δίδει εις τους πτωχούς, δεν θέλει
ελθεί εις ένδειαν· αλλ' όστις αποστρέφει τους οφθαλμούς αυτού, θέλει έχει
πολλάς κατάρας.
Παρ.κβ:9 Ο έχων όμμα αγαθόν θέλει ευλογηθή· διότι
δίδει εκ του άρτου αυτού εις τον πτωχόν.
Α Λ Λ Α :
Παρ.κ:13 Μη αγάπα τον ύπνον, διά να μη έλθης εις
πτωχείαν· άνοιξον τους οφθαλμούς σου και θέλεις χορτασθή άρτου.
Παρ.ιθ:15 Η οκνηρία ρίπτει εις βαθύν ύπνον· και η
άεργος ψυχή θέλει πεινά.
Παρ.ιγ:4 Η ψυχή του οκνηρού επιθυμεί και δεν έχει· η
δε ψυχή των επιμελών θέλει χορτασθή.
Παρ.ιγ:18 Πτωχεία και αισχύνη θέλουσιν είσθαι εις τον
αποβάλλοντα την διδασκαλίαν· ο δε φυλάττων τον έλεγχον θέλει τιμηθή.
Ιούδ.α:22 Και άλλους μεν ελεείτε, κάμνοντες
διάκρισιν,
Β’ Θεσ.γ:10 Διότι και ότε ήμεθα παρ' υμίν, τούτο σας
παρηγγέλλομεν, ότι εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.
Μάρκ.ιβ:41 Και καθήσας ο Ιησούς απέναντι του
γαζοφυλακίου, εθεώρει πως ο όχλος έβαλλε χαλκόν εις το γαζοφυλάκιον. Και πολλοί
πλούσιοι έβαλλον πολλά·
Ας μιμηθούμε την καρδιά του Πατέρα μας!