Το έχουμε όλοι ακούσει αυτό, οι περισσότεροι από εμάς το έχουν
σκεφτεί και ακόμη έχουν προσευχηθεί γι’ αυτό. «Θεέ μου, αν κάνεις αυτό που θέλω
τώρα, τότε θα κάνω κάτι που προφανώς έπρεπε να έχω κάνει, αλλά δεν το έχω κάνει».
Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση ή κάτι μας λείπει που το θέλουμε, αλλά
αισθανόμαστε ανίκανοι να εκπληρώσουμε την επιθυμία μας. Έτσι, στρεφόμαστε σε
κάποιον που πιστεύουμε ότι είναι ικανός να το κάνει και ελπίζουμε ότι ο Θεός θα
κάνει χάρη.
Αλλά καταλαβαίνουμε πώς λειτουργεί η ζωή. Οι άνθρωποι δεν κάνουν
χάρες έτσι… Θέλουν κάτι σε αντάλλαγμα. Έτσι, αρχίζουμε να διαπραγματευόμαστε με
τους άλλους όταν θέλουμε να μας κάνουν μια χάρη. Το κάναμε όταν ακόμα ήμασταν
παιδιά (π.χ. ανταλλάζαμε μια βόλτα με ποδήλατο, με το σάντουιτς που μας είχε
δώσει η μητέρα μας). Ο άλλος έχει κάτι που θέλουμε — είτε ένα πράγμα (καλό) ή κάποια
εξυπηρέτηση — έτσι του προσφέρουμε κάτι που θεωρούμε ότι θέλει. Το πιο κοινό υλικό
ανταλλαγής στην κοινωνία μας, είναι τα χρήματα - μου δίνεις αυτό που θέλω και
σου δίνω χρήματα σε αντάλλαγμα. Περιστασιακά προσφέρουμε άλλα προϊόντα ή
υπηρεσίες (π.χ. στέγαση και τροφή σε αντάλλαγμα τη φροντίδα παιδιών· χρήση
οχημάτων σε αντάλλαγμα για επαγγελματική εργασία, κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, η
προσφορά είναι επιτυχής μόνο αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν κάτι που ο άλλος
στερείται ή έχει ανάγκη.
Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα όταν προσπαθούμε να διαπραγματευτούμε
με τον Θεό. Δεν του λείπει τίποτα, ή δεν χρειάζεται τίποτα! Η αλήθεια ότι ο
Θεός δεν χρειάζεται τίποτα είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αλήθειας, της αυτάρκεια
ή της ικανότητας αντίληψης του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αυθύπαρκτος,
έτσι δεν εξαρτάται από οποιονδήποτε ή οτιδήποτε άλλο. Εμείς, οι άνθρωποι,
αντλούμε την ύπαρξή μας από τον Θεό και ζούμε συνεχώς σε εξάρτηση απ’ Αυτόν (Κολ.α:17),
αλλά ο Θεός υπάρχει από μόνος Του και δεν χρειάζεται τίποτα (Έξοδ.γ:14, Πράξ.ιζ:24-25).
Οι περισσότεροι ειδωλολατρικοί θεοί ανταποκρίνονται στο
σύστημα πάρε δώσε. Προσφέρεις θυσίες σ’ έναν θεό, και αυτός θα απαντήσει για να
σε βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορεί. Έτσι, λατρεύεις τον Θεό του ταξιδιού, και
αυτός σου δίνει σε αντάλλαγμα ασφαλή ταξίδια. Φέρνεις μια θυσία στον θεό της
γονιμότητας, και θα σε κάνει καρποφόρο. Επικαλείσαι τον θεό του πολέμου και ο
στρατός σου θα νικήσει.
Ο Θεός των Χριστιανών, δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτούς τους
ειδωλολατρικούς θεούς, που σημαίνει ότι δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε στον
Θεό που θα Τον κάνει να ανταποκριθεί, δίνοντας μας μια χάρη.
«Θεέ μου, κάνε να πάρω μια αύξηση στο μισθό μου και θα σου
δώσω το 15%.» Ο Θεός δεν κάθεται στον ουρανό σκεπτόμενος πώς θα μπορέσει να
χρηματοδοτήσει το έργο Του, ελπίζοντας ότι κάποιος θα δώσει μια βοήθεια. Όλος ο
κόσμος είναι δικός Του! (Ψαλμ.ν:9-12).
«Θεέ μου, αν με θεραπεύσεις από αυτή την ασθένεια, θα πηγαίνω
στην εκκλησία κάθε Κυριακή». Ο Θεός δεν αγωνιά όλη τη βδομάδα, περιμένοντας να
έρθει η Κυριακή, ελπίζοντας ότι περισσότερα άτομα θα έρθουν στην εκκλησία. Ο
Θεός ευχαριστιέται στην αληθινή λατρεία, αλλά δεν είναι κάτι που το έχει ανάγκη.
«Θεέ μου, αν με βγάλεις απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση, θα
σταματήσω να κάνω κάτι κακό ή θα αρχίσω να κάνω κάτι σωστό». Ο Θεός δεν ανησυχεί
αν οι άνθρωποι κάνουν ή όχι ό, τι είναι σωστό ή λάθος. Μας έχει διατάξει να
κάνουμε το σωστό και δίκαια θα μας τιμωρήσει αν κάνουμε το λάθος. Έτσι, ο Θεός
ευαρεστείται με την υπακοή μας, αλλά δεν την χρειάζεται.
Γιατί έχει σημασία αν μπορούμε ή όχι να διαπραγματευτούμε με
τον Θεό; Επειδή αν δεν είναι δυνατό να διαπραγματευτούμε μαζί Του, αυτό
σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδεχτούμε τους όρους Του. Δεν μπορούμε να Τον
δελεάσουμε με τις προσφορές μας. Μπορούμε μόνο να αποδεχτούμε τις προσφορές
του. Δεν εντυπωσιάζεται από τις υποσχέσεις για υπηρεσία ή υπακοή και δεν θα
ανταποκριθεί σ’ αυτές. Αλλά, επειδή ο Ίδιος το θέλει, αποφάσισε να μας προσφέρει
μια σχέση και κοινωνία μαζί Του, σαν δώρο, στη βάση της πίστης στον Ιησού
Χριστό. Εμείς πρέπει να υποταχτούμε πλήρως σ’ Αυτόν, προσφέροντας τη ζωή μας στον
Ιησού, αναγνωρίζοντάς Τον σαν Κύριο. Αυτός, υπόσχεται να μας δώσει την αιώνια
ζωή — μια αιώνια σχέση μαζί Του.
Ο Θεός καθορίζει τι θα κάνει Αυτός και τι θα κάνουμε εμείς.
Εμείς είτε δεχόμαστε, είτε απορρίπτουμε αυτούς τους όρους. Δεν είναι δυνατό να
προσπαθήσουμε να αλλάξουμε αυτούς τους όρους με κάτι που εμείς θα θέλαμε — δεν μπορούμε
να διαπραγματευτούμε με τον Θεό.