Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

ΘΕΟΤΗΤΑ - 11. Θεωρία της τριάδας: Ορισμός και ιστορική πορεία (2)

Άλλοι αρχαίοι τριαδικοί.

Ο Τερτυλλιανός καθιέρωσε την ορολογία της Τριάδας κι έγινε ο πρώτος και μεγαλύτερος υποστηρικτής της στη Δύση, αλλά ο Ωριγένης (πέθανε το 254) έγινε ο μεγάλος υποστηρικτής στην Ανατολή.

Ο Ωριγένης προσπάθησε να συγχωνεύσει την Ελληνική φιλοσοφία και το χριστιανισμό σ’ ένα σύστημα υψηλότερης γνώσης, που οι ιστορικοί συχνά περιγράφουν σαν Χριστιανικό Γνωστικισμό.

Αποδέχτηκε την Ελληνική θεωρία για το Λόγο (ότι ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο από τον Πατέρα) και πρόσθεσε ένα μοναδικό γνώρισμα που δεν είχε προταθεί ποτέ μέχρι τότε, τη διδασκαλία του αιώνιου Υιού. Δίδαξε ότι ο Υιός ή Λόγος ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο σ’ όλη την αιωνιότητα.

Επιπλέον, είπε ότι ο Υιός ήταν προαιώνια γεννημένος. Διατήρησε τη θέση ότι ο Υιός είναι κατώτερος του Πατέρα όσο αφορά στην υπόσταση ή τη γένεση, αλλά μετακινήθηκε πιο κοντά στην παλαιότερη διδασκαλία της ισότητας των προσώπων.


Ο Ωριγένης είχε πολλά αιρετικά πιστεύω, εξαιτίας της αποδοχής του δόγματος της Ελληνικής φιλοσοφίας, στην έμφαση που έδωσε στη μυστική γνώση παρά στην πίστη και στην ακραία αλληγορική ερμηνεία των Γραφών.

Για παράδειγμα, πίστευε στην προΰπαρξη των ψυχών των ανθρώπων, αρνούμενος την αναγκαιότητα του λυτρωτικού έργου του Χριστού και όπως είναι φυσικό πίστευε στην τελική σωτηρία των ασεβών, συμπεριλαμβανομένου και του Σατανά. Γι’ αυτές, όπως και για άλλες αιρετικές διδασκαλίες αφορίστηκε από την εκκλησία. Οι σύνοδοι της εκκλησίας επίσημα αναθεμάτισαν πολλές απ’ τις διδασκαλίες του το 543 και το 553.

Άλλοι εξέχοντες τριαδικοί στη νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία, ήταν ο Ιππόλυτος και ο Νοβατιανός. Ο Ιππόλυτος ήταν ο τριαδικός που εναντιώθηκε στο Σαβέλλιο. Αντιτάχθηκε στον Κάλλιστο, επίσκοπο Ρώμης, και ηγήθηκε μιας σχισματικής ομάδας εναντίον του. Παρόλα αυτά, η Καθολική εκκλησία αργότερα τον αναγόρευσε άγιο.

Ο Νοβατιανός ήταν ένας απ’ τους πρώτους που έδωσαν έμφαση στο Άγιο Πνεύμα σαν τρίτο πρόσωπο. Δίδαξε κι αυτός την κατωτερότητα του Υιού ως προς τον Πατέρα, λέγοντας ότι ο Υιός ήταν ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά είχε μια αρχή και ότι προήλθε από τον Πατέρα. Ο Κορνήλιος, επίσκοπος Ρώμης, αφόρισε το Νοβατιανό επειδή πίστευε ότι κάποιες σοβαρές αμαρτίες δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν εφόσον είχαν διαπραχτεί από πιστό.

Η σύνοδος της Νίκαιας

Στο τέλος του 3ου αιώνα, η Τριαδική διδασκαλία είχε αντικαταστήσει το Μονταλισμό (Μονοθεϊσμό) ανάμεσα στους περισσότερους Χριστιανούς, αν και οι αρχικές απόψεις για την Τριάδα δεν είχαν πάρει ακόμα τη μορφή που έχουν σήμερα.
 
Στις αρχές του 4ου αιώνα ξέσπασε μια μεγάλη αντιπαράθεση σχετικά με τη θεότητα ανάμεσα στη θέση του Αθανάσιου και του Άρειου. Ο Άρειος ήθελε να διατηρήσει το μονοθεϊσμό, αλλά την ίδια στιγμή διακήρυττε την ανεξάρτητη προσωπικότητα του Λόγου.

Όπως οι τριαδικοί, εξίσωνε το Λόγο με τον Υιό και το Χριστό. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι δημιούργημα, θείος μεν, αλλά όχι η ίδια ουσία με τον Πατέρα και οπωσδήποτε δεν είναι ίσος με τον Πατέρα. Με άλλα λόγια, γι’ αυτόν ο Χριστός ήταν ένας ημίθεος. Στην ουσία, ο Άρειος δίδασκε ένα καινούριο τύπο πολυθεϊσμού. Σίγουρα, ο Άρειος δεν ήταν μονοθεϊστής και οι σημερινοί μονοθεϊστές απορρίπτουν κάθε ιδέα Αρειανισμού.

Αντίθετα με τον Άρειο, ο Αθανάσιος υποστήριζε ότι ο Υιός είναι ισότιμος με τον Πατέρα, συν-αιώνιος κι απ’ την ίδια ουσία, που είναι η σημερινή άποψη της Τριαδικής θεωρίας. Ωστόσο, αν και ο Τερτυλλιανός είναι αυτός που εισήγαγε τις περισσότερες τριαδικές ιδέες και ορολογίες στη χριστιανική εκκλησία, ο Αθανάσιος θεωρείται ο πατέρας της σημερινής Τριαδικής θεωρίας.

Όταν η αντιπαράθεση του Άρειου με τον Αθανάσιο άρχισε να εξαπλώνεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αποφάσισε να επέμβει. Είχε μεταστραφεί πρόσφατα σε «χριστιανός» και αφού μετά έκανε το χριστιανισμό επίσημη θρησκεία, αισθάνθηκε την ανάγκη να προστατέψει την ενότητα της χριστιανοσύνης για το καλό της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την παράδοση, έγινε «χριστιανός» μετά από ένα όραμα που είδε λίγο πριν από μια σημαντική μάχη ενάντια στον αύγουστο Μαξέντιο. Είδε, τάχα, ένα σταυρό στον ουρανό με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Πήγε στη μάχη, νίκησε κι έγινε συναυτοκράτορας το 312 μ.Χ. και μοναδικός Αυτοκράτορας το 324 μ.Χ. Ύστερα από τη νίκη του πάνω στον Μαξέντιο ο Κωνσταντίνος, άρχοντας τώρα ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου, εξέδωσε το περίφημο διάταγμα του Μεδιόλανου, με το όποίο παραχώρησε πλήρη θρησκευτική ελευθερία στους Χριστιανούς πολίτες της αυτοκρατορίας. Του Κωνσταντίνου το βασικό και μόνιμο μέλημα ήταν η διαφύλαξη της ενότητας της εκτεταμένης και ετερογενούς αυτοκρατορίας. Κάθε τι, που θα μπορούσε να εξελιχτεί σε απειλή γι ' αυτή την ενότητα της αυτοκρατορίας, έπρεπε με κάθε τρόπο να εξουδετερωθεί. Ήταν πάνω σ' αυτή την αυστηρώς απαρέγκλιτη αρχή της πολιτικής σκοπιμότητας, που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος τη θρησκευτική πολιτική του. Την ενότητα της Εκκλησίας και τη διατήρηση της ειρήνης μέσα στο σώμα της τα έβλεπε ο Κωνσταντίνος σαν απαραίτητο παράγοντα για τη διαφύλαξη της ενότητας της αυτοκρατορίας.
 
Όταν η μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στον Αθανάσιο και τον Άρειο απείλησε να χωρίσει τη νεοκερδισμένη αυτοκρατορία και να καταστρέψει το σχέδιό του να χρησιμοποιήσει το Χριστιανισμό ώστε να εμπεδώσει και να διατηρήσει την πολιτική του δύναμη, συγκάλεσε την πρώτη οικουμενική σύνοδο της εκκλησίας στη Νίκαια της Βιθυνίας, στις 14 Ιουνίου του 325 μ.Χ.
 
Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν πρότυπο Χριστιανού. Το 326 σκότωσε το γιο του Κρίσπο, τον ανιψιό του, έπνιξε τη γυναίκα του Φαύστα και εξόντωσε τις οικογένειες των αντιπάλων του. Σκόπιμα ανέβαλλε να βαπτιστεί μέχρι λίγο πριν πεθάνει, με το σκεπτικό ότι έτσι θα καθαριζόταν απ’ όλες τις αμαρτίες της ζωής του. Ο Χριστιανισμός ήταν γι’ αυτόν ένα μέσο, αλλά ποτέ ο αντικειμενικός του σκοπός.

Την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου την πήρε, όπως μας πληροφορεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, όχι, όπως ήταν φυσικό και θα περίμενε κανείς, η ηγεσία της Εκκλησίας, άλλά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Όχι μόνο συγκάλεσε τη Σύνοδο ο Κωνσταντίνος, αλλά και προήδρευσε στις συνεδριάσεις της και άσκησε αποφασι-στική επίδραση στη λήψη των αποφάσεών της. Κύριο δε ελατήριο αυτών των ενεργειών του, όπως καθαρά το δείχνει η κατοπινή εξέλιξη της στάσης του, ήταν η ανησυχία του μήπως η αναταραχή μέσα στην Εκκλησία εξαιτίας αυτής της αίρεσης προκαλέσει κάποιο ρήγμα στο οικοδόμημα της ενότητας της αυτοκρατορίας. Και όλα αυτά, ενώ ούτε καν μέλος της Εκκλησίας δεν ήταν ο ίδιος, γιατί δεν είχε ακόμα βαφτιστεί.

Όχι μόνο αυτό. Την ώρα που συγκαλούσε μια Σύνοδο της Εκκλησίας, για να τακτοποιήσει ένα σοβαρό ζήτημα, που σχετιζόταν με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησί-ας, ασκούσε ακόμα ο Κωνσταντίνος σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας τα καθήκοντά του σαν Pontifex Maximus της ειδωλολατρικής θρησκείας της Ρώμης. Επιπρόσθετα εξακολουθούσε να παίρνει μέρος στη λατρεία του Μίθρα, του θεού Ήλιου, που τον θεωρούσε σαν ιδιαίτερο προστάτη του. Το ότι αυτά όλα δεν ήταν απλά μια τυπική άσκηση παραδοσιακών καθηκόντων το μαρτυρούν τα νομίσματα, που εξέδωσε ο Κωνσταντίνος. Αυτά στη μια τουλάχιστον πλευρά τους έφεραν απεικονίσεις διαφόρων θεοτήτων.

Νομίσματα του Κωνσταντίνου με αμιγείς χριστιανικές παραστάσεις, καθόσον είναι γνωστό, δεν έχουν βρεθεί. Αλλά και σε επιγραφές, που έχουν ανασκαφεί, εξακολουθούσε ο Κωνσταντίνος να αυτοκαλείται Pontifex Maximus και όσο περνούσαν τα χρόνια, η ασυνέπεια γινόταν πιο χτυπητή.

Να ήταν τουλάχιστον συνεπής στη θέση που πήρε στο δογματικό θέμα, για τη ρύθμιση του όποίου συγκάλεσε τη Σύνοδο!.. Ξεκίνησε υποστηρίζοντας την ορθόδοξη άποψη, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει την ουσία του ζητήματος, όπως δείχνει η όλη πολιτεία του, και με μοναδική επιδίωξη να επιτύχει κάποια συμβιβαστική τακτοποίηση της υπόθεσης, ενώ λόγω της φύσης του θέματος συμβιβαστικές τακτοποιήσεις αποκλείονταν.

Στηρίζοντας το Χριστιανισμό σαν την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος μετάτρεψε ριζικά την εκκλησία και επιτάχυνε την αποδοχή των ειδωλολατρικών τελετουργιών και αιρετικών διδασκαλιών.

Ο ιστορικός Walter Nigg γράφει: «Μόλις άνοιξε τους κρουνούς και οι μάζες, αμιγείς καιροσκόποι, ξεχύθηκαν μέσα στην εκκλησία, η ανωτερότητα του Χριστιανικού ήθους χάθηκε».

Όταν συγκαλέστηκε η σύνοδος της Νίκαιας, ο Κωνσταντίνος, όπως είπαμε, δεν ενδιαφερόταν για κάποια συγκεκριμένη έκβαση, παρά μόνο να έρθουν σε συμφωνία οι συμμετέχοντες.

Ο Κωνσταντίνος χειρίστηκε τις θεολογικές ερωτήσεις αποκλειστικά από πολιτική σκοπιά και ήταν σίγουρος για την ομοφωνία, γιατί θα εξόριζε κάθε επίσκοπο που δεν θα υπέγραφε τη νέα διακήρυξη πίστης. Έτσι, η ενότητα επιτεύχθηκε!

Ήταν εντελώς πρωτάκουστο, δεν είχε ξανασυμβεί, ένα οικουμενικό δόγμα να θεσπιστεί αποκλειστικά με την εξουσία του αυτοκράτορα…. ούτε ένας επίσκοπος δεν είπε λέξη ενάντια σ’ αυτό το τερατώδες γεγονός.

Αυτοί που συμμετείχαν στη σύνοδο ήταν μια μικρή ομάδα οπαδών του Αρείου και μια μικρή ομάδα οπαδών του Αθανάσιου. Η πλειονότητα, ήταν επίσκοποι που δεν είχαν καταλάβει και τόσο καλά τη διαφορά, αλλά ήθελαν ειρήνη.

Η σύνοδος τελικά υιοθέτησε ένα δόγμα που ξεκάθαρα καταδίκαζε τον Αρειανισμό, αλλά δεν είχε θετικές αναφορές για το τριαδικό δόγμα. Η λέξη κλειδί ήταν ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα.

Η πρωτότυπη έκδοση του συμβόλου της πίστεως όπως διατυπώθηκε από τη σύνοδο της Νίκαιας σχετικά με τη θεότητα, είναι ως εξής:

Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, πατέρα παντοκράτορα, πάντων ορατών και αοράτων ποιητήν.
Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός. Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ού τα πάντα εγένετο, τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη. Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, ανελθόντα εις τους ουρανούς και ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
Και στο Άγιο Πνεύμα.

Η Αγία και αποστολική εκκλησία αναθεματίζει όλους αυτούς που υποστηρίζουν ότι υπήρξε καιρός που δεν υπήρχε κι ότι δημιουργήθηκε από μη όντα, ή από κάποιο άλλο πρόσωπο, εννοώντας ότι ο Υιός του Θεού είναι μεταλλάξιμος ή ευμετάβλητος.

Δεν υπάρχει καθαρή αναφορά στην τριάδα σ’ αυτό το δόγμα, αντίθετα επιβεβαιώνει ότι ο Ιησούς είναι ομοούσιος με τον Πατέρα σε αντίθεση με τον Αρειανισμό. Δεν αναφέρει το Άγιο Πνεύμα σαν ξεχωριστό πρόσωπο της θεότητας, αλλά μάλλον εκφράζει πίστη στο Άγιο Πνεύμα. Εκφράζει ένα προσωπικό διαχωρισμό ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και δηλώνει ότι ο Υιός δεν μεταβάλλεται. Αυτή η τελευταία φράση ξεφεύγει από τη Βιβλική διδασκαλία σχετικά με τον Υιό και υποστηρίζει το μοντέρνο τριαδικό δόγμα, αφού διδάσκει ένα αιώνιο Υιό. Ακόμα, χρησιμοποιεί τη φράση «Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού» που μας μεταφέρει στην Πλατωνική θεωρία ότι ένας Θεός γεννάει ένα άλλο Θεό.

Βασικά λοιπόν, η σύνοδος της Νίκαιας έχει τρία χαρακτηριστικά στοιχεία: άρνηση του Αρειανισμού, είναι η πρώτη επίσημη διακήρυξη που δεν συμβιβάζεται με τον Μοντα-λισμό (Μονοθεϊσμό), καθώς επίσης η πρώτη επίσημη διακήρυξη που υποστηρίζει τη θεωρία της Τριάδας.

Μετά τη Νίκαια

Ωστόσο, η τριαδική νίκη στη Νίκαια δεν ήταν πλήρης. Τα επόμενα 60 χρόνια ήταν μια αμφιταλαντευόμενη μάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Άρειου και αυτούς του Αθανά-σιου. Κάποιοι που συμμετείχαν στη σύνοδο, όπως ο Μάρκελλος, επίσκοπος Άγκυρας, τάχθηκε υπέρ των Σαβελλιανιστών (Μονοθεϊστές). Ο Άρειος έστειλε ένα συμβιβαστικό γράμμα στον Κωνσταντίνο με το οποίο τον προκαλούσε να ξανανοίξει την υπόθεση. Μια σύνοδος που συνήλθε στην Τύρο το 335 στην πραγματικότητα ανέτρεψε το δόγμα της Νίκαιας υπέρ του Αρειανισμού. Ο Αθανάσιος πήγε εξορία και ο Άρειος θα είχε ξανατοποθετηθεί σαν επίσκοπος, αν δεν πέθαινε το προηγούμενο βράδυ.

Ο Αθανάσιος εξορίστηκε πέντε ή έξι φορές αυτή την περίοδο. Την εξευτελιστική για την Εκκλησία δράση του Κωνσταντίνου τη συνέχισαν μετά το θάνατό του οι δυο γιοι του, ο Κωνστάντιος και ο Κώνστας. Ο καθένας από αυτούς πρόσφερε την προστασία της Πολιτείας σ' εκείνη τη μερίδα μέσα στην Εκκλησία, που προσαρμοζόταν τελειότερα στη δική του ερμηνεία της χριστιανικής πίστης. Ο Κωνστάντιος υιοθέτησε τη μια μετά την άλλη διάφορες μορφές αρειανισμού, ενώ ο Κώνστας υποστήριξε την ορθόδοξη μερίδα. Και οι δυο τους επιχείρησαν να δώσουν το θανάσιμο χτύπημα στην ειδωλολατρία, άλλά αυτή παραδόξως αρνήθηκε να πεθάνει και στάθηκε απέναντι στην αυτοκρατορική επέμβαση με περισσότερο σθένος από την Εκκλησία.

Οι περισσότερες προστριβές είχαν πολιτικά αίτια. Για παράδειγμα, όταν ο γιος του Κωνσταντίνου Κωνστάντιος ήρθε στην εξουσία, υποστήριξε τον Αρειανισμό, εκθρονίζοντας Αθανασιακούς επισκόπους και τοποθετώντας Αρειανικούς στις θέσεις τους. Η αντιπαράθεση παρήγαγε άγριες πολιτικές εσωτερικές διαμάχες και χύθηκε πολύ αίμα.
Η τελική νίκη του Αθανασιανισμού οφείλεται στη ρητορική δεινότητα και την επιμονή του ίδιου του Αθανάσιου.

Καθοριστικός παράγοντας της νίκης ήταν η ακλόνητη αποφασιστικότητά του σ’ όλη τη μακρά διάρκεια των διωγμών και της καταπίεσης. Παρόλα αυτά, μόνο κατά τη δεύτερη οικουμενική σύνοδο που συγκαλέστηκε από το Θεοδόσιο στην Κωνσταντινούπολη το 381, η υπόθεση ξεκαθαρίστηκε. Αυτή η σύνοδος που συγκαλέστηκε μετά το θάνατο του Αθανάσιου, επικύρωσε το δόγμα της Νίκαιας. Ακόμα, τακτοποίησε άλλο ένα ζήτημα που ενέκυψε μετά τη Νίκαια, τη σχέση του Αγίου Πνεύματος με το Θεό. Το Άγιο Πνεύμα είναι ή δεν είναι ξεχωριστό πρόσωπο μέσα στην θεότητα; Πολλοί νόμιζαν ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ενέργεια, ή ένα δημιούργημα, ή ένα αγγελικό όν. Η σύνοδος πρόσθεσε άρθρα στο πρωτότυπο σύμβολο πίστης της Νίκαιας, προκειμένου να διδάξει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ξεχωριστό πρόσωπο όπως ο Πατέρας και ο Υιός.

Το 381 λοιπόν, στη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, είναι που για πρώτη φορά η σημερινή διδασκαλία της Τριάδας κέρδισε μια στερεή νίκη. Αυτή ήταν η πρώτη σύνοδος που δήλωσε απερίφραστα ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρία ξεχωριστά πρόσωπα του Θεού, ίσα μεταξύ τους, συνάναρχα, συναιώνια και ομοούσια. Αναθεωρήθηκε λοιπόν σ’ αυτή τη σύνοδο το σύμβολο πίστης της Νίκαιας. Η σημερινή μορφή αυτή του συμβόλου πίστης που προφανώς προέκυψε γύρω στο 500 μ.Χ. έχει πολύ περισσότερα τριαδικά στοιχεία από το αρχικό.

Ένας άλλος μεγάλος κίνδυνος πρόσβαλε τον Αθανασιανισμό. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε αρχίσει να καταρρέει κάτω από τις βαρβαρικές επιθέσεις και οι φυλές αυτές που άρχισαν σιγά σιγά να υπερισχύουν ήταν προσκείμενες στον Άρειο. Είναι εύκολο λοιπόν να καταλάβει κανείς ότι ο Αρειανισμός άρχισε να ξεπροβάλει νικηφόρα μέσα από τις κατακτήσεις των βαρβάρων. Ωστόσο, αυτή η απειλή τελικά σταμάτησε, όταν οι Φράγκοι δέχτηκαν τον Αθανασιανισμό το 496.

Αυτή τη χρονική περίοδο, ξεπροβάλει ένα άλλο δόγμα – το δόγμα του Αθανάσιου, που δεν ήταν όμως απ’ τον Αθανάσιο. Προφανώς είναι διατύπωση της τριαδικής διδασκαλίας του Αυγουστίνου (354-430), αφού αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο, ή μετέπειτα. Αυτό το δόγμα είναι η πιο διεξοδική τριαδική δήλωση στην ιστορία της εκκλησίας εκείνης της εποχής. Επίσημα, μόνο η Δυτική εκκλησία την αναγνώρισε.

Οι κύριες διαφορές ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση στο θέμα της θεότητας ήταν: Πρώτο, η Ανατολή έδινε έμφαση στην τριαδικότητα του Θεού. Για παράδειγμα, για τους Καππαδόκες ήταν μεγάλο μυστήριο πως μπορούσαν τα τρία πρόσωπα να είναι ένα. Στη Δύση έδιναν λίγο περισσότερη έμφαση στην ενότητα του Θεού. Δεύτερο, στη Δύση πίστευαν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (διδασκαλία του filioque), ενώ στην Ανατολή δεχόταν ότι το Πνεύμα εκπορεύεται μόνο απ’ τον Πατέρα. Αυτό τελικά έγινε μείζων δογματικό θέμα και θεωρήθηκε η αιτία του σχίσματος ανάμεσα στην Ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξη εκκλησία το 1504.

Το Πιστεύω του Αθανάσιου

Προκειμένου ο αναγνώστης να έχει μια πληρέστερη εικόνα της διδασκαλίας της Τριάδας, παραθέτουμε ένα μέρος του δόγματος του Αθανασίου:

1.  Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, παρά μόνο αν έχει την πίστη της Καθολικής εκκλησίας.
2.  Οποιαδήποτε πίστη επιτρέπει να ζει κανείς, χωρίς να είναι τέλειος και αμόλυντος, χωρίς αμφιβολία θα τιμωρηθεί αιώνια.
3.  Η Καθολική πίστη είναι η εξής: Λατρεύουμε ένα Θεό σαν τριάδα και την τριάδα σαν ενότητα.
4.  Δεν συγχέουμε τα πρόσωπα, ούτε διαιρούμε την υπόσταση.
5.  Επειδή υπάρχει ένα πρόσωπο του Πατέρα, ένα άλλο πρόσωπο του Υιού κι ένα άλλο του Αγίου Πνεύματος.
6.  Αλλά η θεότητα του Πατέρα, του Υιού και του Άγίου Πνεύματος είναι μία: η δόξα τους ίση και η μεγαλοπρέπεια συν-αιώνια.
7.  Όπως είναι ο Πατέρας, έτσι είναι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα.
8.  Ο Πατέρας είναι αδημιούργητος, ο Υιός είναι αδημιούργητος και το Πνεύμα το Άγιο είναι αδημιούργητο.
9.  Ο Πατέρας είναι άπειρος, ο Υιός είναι άπειρος, το Πνεύμα το Άγιο είναι άπειρο.
10.  Ο Πατέρας είναι αιώνιος, ο Υιός είναι αιώνιος, το Άγιο Πνεύμα είναι αιώνιο.
11.  Όμως δεν είναι τρεις αιώνιοι, αλλά ένας.
12.  Επίσης δεν είναι τρεις αδημιούργητοι, ούτε τρεις άπειροι, αλλά ένας αδημιούργητος κι ένας άπειρος.
13.  Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο, ο Πατέρας είναι παντοδύναμος, ο Υιός είναι παντοδύναμος και το Άγιο Πνεύμα είναι παντοδύναμο.
14.  Κι όμως δεν είναι τρεις παντοδύναμοι, αλλά ένας παντοδύναμος.
15.  Έτσι λοιπόν, ο Πατέρας είναι Θεός, ο Υιός είναι Θεός, το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός.
16.  Ωστόσο δεν είναι τρεις Θεοί, αλλά ένας Θεός.
17.  Ο Πατέρας είναι Κύριος, ο Υιός είναι Κύριος, το Άγιο Πνεύμα είναι Κύριος.
18.  Δεν είναι τρεις Κύριοι, αλλά ένας κύριος.
19.  Έτσι, είμαστε αναγκασμένοι απ’ την Χριστιανική αλήθεια ν’ αναγνωρίζουμε κάθε πρόσωπο χωριστά σαν Θεό και Κύριο.
20.  Απαγορεύεται απ’ την Καθολική θρησκεία να λέμε ότι υπάρχουν τρεις Θεοί ή τρεις Κύριοι.
21.  Ο Πατέρας είναι άναρχος, δεν δημιουργήθηκε, ούτε γεννήθηκε.
22.  Ο Υιός είναι αποκλειστικά απ’ τον Πατέρα, δεν κατασκευάστηκε, δεν δημιουργήθηκε, αλλά γεννήθηκε.
23.  Το Άγιο Πνεύμα είναι απ’ τον Πατέρα και τον Υιό, δεν κατασκευάστηκε ούτε δημιουργήθηκε, αλλά ενεργεί.
24.  Συνεπώς υπάρχει ένας Πατέρας, όχι τρεις Πατέρες, ένας Υιός, όχι τρεις Υιοί, ένα Άγιο Πνεύμα κι όχι τρία Άγια Πνεύματα.
25.  Σ’ αυτή την τριάδα, κανείς δεν είναι προγενέστερος ή μεταγενέστερος, κανείς δεν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος.
26.  Αλλά και τα τρία πρόσωπα είναι συναιώνια και ίσα μεταξύ τους.
27.  Έτσι, σε κάθε περίπτωση, όπως είπαμε και προηγουμένως, η τριάδα πρέπει να λατρεύεται σαν ενότητα κι η ενότητα σαν τριάδα.
28.  Τελικά αυτός που θέλει να σωθεί, πρέπει να σκέφτεται τριαδικά!

Το Πιστεύω των Αποστόλων

Πριν κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο, καλό είναι ν’ απαντήσουμε σε ερωτήσεις σχετικά με το λεγόμενο «Πιστεύω των Αποστόλων». Επινοήθηκε από τους απόστόλους; Διδάσκει την Τριάδα; Η απάντηση και στις δύο αυτές ερωτήσεις είναι όχι. Αυτό το Πιστεύω έχει την αρχή του σε μια παλιότερη ομολογία πίστης που χρησιμοποιούσε η εκκλησία των Ρωμαίων και το έλεγαν «Το Ρωμαϊκό Πιστεύω». Πολλοί σχολιαστές το τοποθετούν γύρω στο 100 – 200 μ.Χ. Λέει λοιπόν αυτό:

«Πιστεύω στο Θεό Πατέρα τον Παντοδύναμο. Και στον Ιησού Χριστό, τον μονογενή Υιό Του, τον Κύριό μας, που γεννήθηκε δια Πνεύματος Αγίου από την παρθένο Μαρία, σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου, θάφτηκε, την τρίτη μέρα αναστήθηκε από τους νεκρούς, αναλήφθηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα. Από κει θα έρθει για να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Και στο Άγιο Πνεύμα, τη συγχώρεση των αμαρτιών και την ανάσταση των σωμάτων»

Αυτό το Πιστεύω αναθεωρήθηκε προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόκληση νέων δογματικών θέσεων, μέχρι που τελικά πήρε τη σημερινή του μορφή στα τέλη του 5ου αιώνα. Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν προσθήκες που επικύρωναν τα ακόλουθα: Ο Θεός είναι ο Δημιουργός του ουρανού και της γης. Ο Ιησούς συνελήφθη δια του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιησούς υπέφερε και πέθανε. Ο Ιησούς κατέβηκε στον Άδη. Πίστη στην αγία καθολική εκκλησία. Πίστη στην κοινωνία των αγίων και πίστη στην αιώνια ζωή.

Υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία σχετικά με την πρωτότυπη και τις επόμενες παραλλαγές. Πρώτο, ούτε η μεν ούτε οι δε έχουν κάποια ιστορική σύνδεση με τους δώδεκα αποστόλους. Επομένως, οι εκδόσεις αυτές δεν είναι πιο άγιες ούτε πιο αξιόπιστες από οποιοδήποτε άλλο γραπτό των πρώτων αιώνων μετά τους αποστόλους. Δεύτερο, δεν διδάσκουν την τριαδική θεωρία. Στα περισσότερα σημεία τους ακολουθούν αρκετά πιστά τη Βιβλική γλώσσα. Περιγράφουν το Γιο του Θεού μόνο με όρους που έχουν να κάνουν με την ενσάρκωση, χωρίς να υπαινίσσονται ότι ο Υιός είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο στη θεότητα ή ότι είναι αιώνιος. Διαβεβαιώνουν πίστη στο Άγιο Πνεύμα, αλλά όχι σαν ξεχωριστό πρόσωπο της θεότητας. Άντ’ αυτού, τοποθετούν αυτή την πίστη δίπλα από άλλες δηλώσεις σχετικά με τη σωτηρία, που μας οδηγεί να πιστέψουμε ότι αναφέρονται στη δωρεά του βαπτίσματος με Πνεύμα Άγιο, καθώς και στο έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στην εκκλησία. Έτσι, δεν υπάρχει τίποτα τόσο ενοχλητικό στη γλώσσα, αν προσδιορίσουμε την ορολογία με τον τρόπο που η Βίβλος το κάνει.

Ωστόσο, οι Τριαδικοί έχουν επανερμηνεύσει το Πιστεύω των Αποστόλων, αξιώνοντας ότι στηρίζει τη διδασκαλία τους. Οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες το χρησιμοποιούν σήμερα προκειμένου να διακηρύξουν την τριαδική πίστη τους. Το έχουν συσχετίσει μ’ αυτή τη διδασκαλία σε τέτοιο βαθμό, που οι μη τριαδικοί δεν το χρησιμοποιούν από φόβο μήπως παρεξηγηθούν.

Εμείς δεν συνηγορούμε με το «Πιστεύω των Αποστόλων» για τους παρακάτω λόγους: 1. Δεν προέρχεται από τους αποστόλους όπως υπονοεί το όνομά του. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια λάθος εντύπωση στους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας αυτό τον τίτλο. 2. Δεν δίνει έμφαση σε όλα τα σημαντικά θέματα της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα σε κάποιες πλευρές που ιδιαίτερα σήμερα πρέπει να επιμένουμε λόγω της εμφάνισης τόσων ψευδοδιδασκαλιών δια μέσου των αιώνων. 3. Αντί να προσπαθούμε να διατυπώσουμε ένα Πιστεύω με τρόπο που μας δεσμεύει, προτιμούμε να χρησιμοποιούμε η Γραφή για συνοπτικές εκφράσεις της πίστης μας. 4. Χρήση αυτού του Πιστεύω σήμερα, θα μας συνδέσει με τους τριαδικούς. Αν και οι συγγραφείς του δεν είχαν αυτή τη διδασκαλία κατά νου, η μεγάλη πλειοψηφία των απλών ανθρώπων σήμερα, θα το εκλάμβανε σαν τριαδική δήλωση. Για ν’ αποφύγουμε ταύτιση με τους τριαδικούς, τους Ρωμαιοκαθολικούς ή τους Ορθόδοξους, δεν χρησιμοποιούμε αυτό το Πιστεύω.

Συμπέρασμα

Τελικά, βλέπουμε ότι η διδασκαλία της Τριάδας δεν είναι Βιβλική ούτε ιστορικά ούτε στην ορολογία. Έχει τις ρίζες της στον πολυθεϊσμό σε ειδωλολατρικές θρησκείες και φιλοσοφίες. Σαν διδασκαλία, δεν υπήρχε στην εκκλησία μέχρι τον τρίτο αιώνα. Ακόμα και τότε, οι πρώτοι τριαδικοί, δεν δεχόταν πολλές βασικές διδασκαλίες που έχει σήμερα η τριαδική θεωρία, όπως την συν – αιωνιότητα και την ισότητα του Πατέρα και του Υιού. Η Τριαδική διδασκαλία δεν κατάφερε να υπερισχύσει του ΜονοθεΪσμού, παρά μόνο γύρω στο 300 μ.Χ.

Η πρώτη επίσημη αναγνώριση αυτής της θεωρίας έγινε στη σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. αλλά και πάλι ήταν ελλιπής. Πλήρης εδραίωση της διδασκαλίας αυτής δεν επιτεύχθηκε μέχρι τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381. Με λίγα λόγια, η τριαδική θεωρία πήρε τη σημερινή της μορφή στα τέλη του τέταρτου αιώνα και τα οριστικά άρθρα της πήραν την τελική τους μορφή τον πέμπτο αιώνα.