Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Σεαυτόν παρεχόμενον τύπον

«Τους νεωτέρους ωσαύτως παρακάλει σωφρονείν περί πάντα σεαυτόν παρεχόμενος τύπον καλών έργων εν τη διδασκαλία αδιαφθορίαν, σεμνότητα, λόγον υγιή, ακατάγνωστον, ίνα ο εξ εναντίας εντραπή μηδέν έχων περί ημών λέγειν φαύλον» (Τίτο β:6-8)

Στα ήδη αρκετά χρόνια που ζούμε κάτω από το φως του Ευαγγελίου μέσα στη χριστιανική αδελφότητα -και λέγοντας "χριστιανική" εννοούμε όχι εκείνη που έχει το όνομα αλλά εκείνη που θέλει και φροντίζει να έχει και τη χάρη- συχνά συναντήσαμε ανθρώπους πρόθυμους να μας διδάξουν και να μας δείξουν το σωστό δρόμο και τρόπο της χριστιανικής ζωής και πίστης. Μάλιστα, για να είμαστε όσο το δυνατόν δίκαιοι, πρέπει να ομολογηθεί ότι πολλά καλά και σωστά πράγματα μάθαμε από διάφορους, για τα οποία είμαστε υπόχρεοι πρώτα στο Θεό και ύστερα σ' αυτούς που σαν εργαλεία Του πολύτιμα βρέθηκαν στην πορεία μας και χρησιμοποιήθηκαν απ' Αυτόν. Ασφαλώς το ίδιο θα έχει συμβεί και με τους περισσότερους από εσάς που έχετε την υπομονή και καλοσύνη να διαβάζετε αυτό το κείμενο.
Στο κείμενο που παρατέθηκε στην αρχή, ο απόστολος Παύλος καλούσε τον Τίτο να είναι ένα καλό παράδειγμα για τους νεώτερους, τους οποίους έπρεπε να ενθαρρύνει και να οδηγεί στο σωστό δρόμο που πρέπει ν' ακολουθούν οι πιστοί. Πώς όμως έπρεπε να γίνει αυτό; Μήπως δίνοντάς τους έναν κατάλογο καθηκόντων και εντολών που θα τηρούν απαρέγκλιτα, και με βάση τον οποίο κάποια στιγμή θα τους έκρινε και θα βαθμολογούσε; Όχι!

Εκείνο που ο Τίτος καλέστηκε να παρουσιάσει στους νεότερους αδελφούς του δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, αλλά αντίθετα ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ. Και βέβαια έπρεπε να νουθετεί τους νεότερους, όμως αυτό δεν έπρεπε να γίνεται μόνο με λόγια, αλλά και με το προσωπικό του παράδειγμα: «Δεικνύων κατά πάντα σεαυτόν τύπον των καλών έργων».

Στο αρχαίο κείμενο η φράση αυτή αποδίδεται κάπως διαφορετικά: «Σεαυτόν παρεχόμενος τύπον καλών έργων», όπου αξίζει να προσέξουμε τη διαφορά των μετοχών δεικνύων και παρεχόμενος, που δεν είναι καθόλου ασήμαντη, διότι είναι άλλο το "δεικνύω" της μετάφρασης του Βάμβα και άλλο το "παρέχω" του κειμένου.

Παρέχω = προσφέρω κάτι σε κάποιον. 'Αλλα εδάφια που το ρήμα χρησιμοποιείται στο κείμενο της Καινής Διαθήκης: «Τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην» (Λουκ.ς:29). «Οι δε βάρβαροι παρείχον ου την τυχούσαν φιλανθρωπίαν ημίν» (Πράξ.κβ:2). «Τω Θεώ τω ζώντι τω παρέχοντι ημίν πλουσίως πάντα εις απόλαυσιν» (Α΄Τιμ.ς:17). «Του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω» (Γαλ.ς:17) «Μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις αίτινες ζητήσεις παρέχουσιν μάλλον» (Α΄Τιμ.1//4). «Οι κύριοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε» (Κολ.δ:1).

Το "παρέχω" στο εδάφιο που εξετάζουμε περιέχει μια ενεργητική σημασία η οποία απαιτεί από τον "παρέχοντα" έντονο ενδιαφέρον, ώστε να επιτευχθεί το ζητούμενο και εν προκειμένω να υψωθούν οι νεότεροι πιστοί σε ανώτερα επίπεδα πνευματικής ζωής και χαρακτήρα.

Δεν πρόκειται δηλαδή για μια απλή επίδειξη του τύπου -Εγώ είμαι εδώ και όποιος θέλει ας με δει..., αλλά μια ενεργή διαδικασία και προσπάθεια, κατά την οποία ο "διδάσκων" καταβάλλει κάθε ενδιαφέρον και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, ώστε να βεβαιωθεί ότι ο "μαθητής" έχει λάβει την αναγκαία "πληροφορία", βλέποντας μπροστά του ένα καλό παράδειγμα.

Εκείνο που συνήθως και ατυχώς συμβαίνει με τους δασκάλους αυτού του κόσμου, είναι το -ΑΚΟΥ ΤΙ ΣΟΥ ΛΕΩ ΚΑΙ ΜΑΘΕ ΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ. Μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις υποβόσκει και το υπονοούμενο, ...ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΖΩΗ. Είναι όπως ο γιατρός που λέει στον ασθενή του -Χάσε βάρος, αλλά την ίδια ώρα ο ίδιος είναι υπέρβαρος, ή -Κόψε το κάπνισμα, ενώ τα δάχτυλα των δικών του χεριών είναι κατακίτρινα από τον καπνό.

Δυστυχώς, αυτό γίνεται και από θρησκευτικούς δασκάλους και ηγέτες. Και είναι μεν δυνατό να μεταφέρεται έτσι γνώση, ακόμη και από ανθρώπους ανακόλουθους με τη διδασκαλία τους.

Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση είναι η σκέψη του απόστολου, και το μήνυμα που προτείνεται είναι: -ΚΟΙΤΑ ΤΙ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΚΑΝΩ, ΜΑΘΕ ΤΟ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ, αυτό δηλαδή που έκανε σε όλη του τη ζωή ο απόστολος Παύλος. 

Στην επιστολή προς Θεσσαλονικείς καλεί τους αναγνώστες να θυμηθούν «οποίοι υπήρξαμεν μεταξύ σας» (Α΄Θεσ.α:5), για να συνεχίσει στο επόμενο εδάφιο: «και σεις εγείνετε μιμηταί ημών και του Κυρίου, δεχθέντες τον λόγον» (εδ.6). Τα αποτελέσματα της διακονίας του επάνω τους δεν ήρθαν εξ αιτίας των ωραίων λόγων και της ρητορικής του δεινότητας, ή οποιουδήποτε άλλου εξωτερικού στοιχείου, αλλά με βάση το έργο του Αγίου Πνεύματος το οποίο στηρίχθηκε στην μαρτυρία μιας συνεπούς ζωής και διαγωγής, που στο Πράξ.κ:31 αποδίδεται με τη φράση:  «αγρυπνείτε, ενθυμούμενοι ότι τρία έτη νύκτα και ημέραν δεν έπαυσα νουθετών μετά δακρύων ένα έκαστον».

Αυτό το ίδιο πρότυπο διδασκαλίας ζητά να εφαρμοστεί και από τον Τίτο. Όχι πολλά και φτηνά λόγια, εντυπωσιακά φτιασιδώματα, ψυχολογική επιρροή σε ασθενείς συνειδήσεις... Πάνω από αυτά όλα, το ζητούμενο ήταν -και είναι- ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.

Δεν χρειάζονται οι άνθρωποι να τους λες πολλά. Εκείνο που χρειάζονται είναι ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΕΙΞΕΙΣ ΕΝΑ - ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. Και μάλιστα όχι απλά τον εαυτό σου, αλλά τον εαυτό σου σε δράση, καθώς θα σε βλέπουν να εκτελείς καλά έργα (τύπον των καλών έργων), να διατηρείς αδιάφθορη τη διδασκαλία σου (εν τη διδασκαλία αδιαφθορίαν), να κινείσαι και να ενεργείς με σεμνότητα, ενώ ο λόγος σου δεν θα αφήνει ούτε την παραμικρή αφορμή για να μπορέσει κάποιος να σε κατακρίνει σε κάτι (λόγον υγιή και ακατάκριτον)...

Δυστυχώς και στο θρησκευτικό χώρο, το ζητούμενο από τους δασκάλους/κήρυκες, είναι να μεταδώσουν στους εκκλησιαζόμενους απόψεις δικές τους -ή κάποιου άλλου παλαιότερου δασκάλου, τις οποίες βεβαίως ενστερνίζονται- και οι οποίες κυρίως εστιάζουν στο δογματικό και συστηματικό αντικείμενο, δηλαδή ό,τι ακριβώς κάνει μια ομάδα να διαφέρει από άλλους χριστιανούς, παρά για θέματα και ζητήματα που άπτονται του προσωπικού μας χαρακτήρα, της διαφοροποίησης μεταξύ παλαιού και νέου ανθρώπου, της αποστασιοποίησής μας από το φρόνημα του κόσμου και της εκζήτησης των άνω.

Σαν αποτέλεσμα, συχνά συναντούμε ανθρώπους θρησκευόμενους που μοναδικό τους μέλημα είναι να δείξουν στους άλλους ότι έχουν "ΛΑΘΟΣ ΠΙΣΤΗ" ή είναι "ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ", χωρίς να ενδιαφέρονται για την ουσία της χριστιανικής ζωής.

Χρειάζεται άραγε πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ότι και τα δύο αυτά, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ του εαυτού μας και της διαγωγής μας; Τι μπορεί να δει ο άλλος για τον εαυτό μας και τον χαρακτήρα μας, αν π.χ. ακολουθούμε το α ή β τελετουργικό τυπικό ή ταυτιζόμαστε με το α ή β εσχατολογικό σενάριο; Υπάρχει σ' αυτά κανένα "καλό έργο"; Υπάρχει κάτι που μπορεί να ζηλέψει και να μιμηθεί;

Αν όμως  έβλεπε στη ζωή μας πώς σπεύδουμε να βοηθήσουμε πρακτικά τους συνανθρώπους μας, αν έβλεπε πόση πολλή αγάπη έχουμε αναμεταξύ μας, αν έβλεπε με πόση ανοχή και κατανόηση αποδεχόμαστε τον συνάνθρωπο -ακόμη και εκείνον που έχει διαφορετικές από εμάς γνώμες-, και πώς προσπαθούμε να σταθούμε δίπλα στην ανάγκη του, χωρίς να ενδιαφερόμαστε συμφεροντολογικά να τον κάνουμε προσήλυτο στις ιδέες μας -όπως κακώς έκαναν οι Φαρισαίοι και για τούτο κατακρίθηκαν από τον Κύριο (Ματθ.κγ:15)-, τότε μάλιστα, θα υπήρχαν όχι ένα αλλά πολλά καλά παραδείγματα στα οποία θα άξιζε και θα ήθελε να προσπαθήσει να μας μιμηθεί.

Πολλές φορές απορούμε όταν οι άνθρωποι του κόσμου ενδιαφέρονται περισσότερο να φανούν χρήσιμοι στον πλησίον τους, ενδιαφέρονται για δικαιοσύνη, φροντίζουν για το περιβάλλον και τόσα άλλα αξιόλογα ζητήματα, ενώ την ίδια ώρα οι «χριστιανοί» περί άλλα τυρβάζουν. Είναι δυστυχώς αλήθεια που πρέπει να αντιληφθούμε και να ομολογήσουμε, ότι οι θρησκευτικοί δάσκαλοι διδάσκουν κυρίως πράγματα της πνευματικής-μεταφυσικής-φιλοσοφικής σφαίρας, και θεωρούν υποχρέωση να προβάλλουν μάλλον τις δογματικές τους "αρχές" ή "αλήθειες" (εντός εισαγωγικών).

Επαναφέροντας την προσοχή μας στο κείμενο, ας στραφούμε τώρα προς τους εντός -καθένας στον οικείο του χώρο-, επειδή είναι γεγονός ότι στην περικοπή που χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή των σκέψεών μας, ο λόγος δεν γίνεται για την επαφή μας προς τους εκτός της αδελφικής οικογένειας αλλά στη σχέση και λειτουργία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του "πνευματικού δασκάλου" και του "πνευματικού μαθητή".

Εξυπακούεται ότι ένας χριστιανός δάσκαλος δεν μπορεί να νουθετεί κοσμικούς-αμαρτωλούς ανθρώπους που βρίσκονται εκτός εκκλησίας, επειδή δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα. Ούτε και είναι δυνατό να μιλά προς τους αμαρτωλούς για αδιαφθορία, σεμνότητα, υγιή και ακατάκριτο λόγο κ.λπ., δηλαδή θέματα που ο πνευματικά νεκρός ούτε μπορεί να καταλάβει ούτε μπορεί να εκτιμήσει, αφού «ο φυσικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού διότι είναι μωρία εις αυτόν, και δεν δύναται να γνωρίση αυτά, διότι πνευματικώς ανακρίνονται» (Α΄Κορ.β:14).

Αλλά όχι σπάνια, παρατηρείται από κάποιους ανοήτως να θέλουν να επιβάλλουν σε συγγενικά πρόσωπα ή παιδιά και νέους (κατασκηνώσεις κ.λπ.), σε άτομα που ακόμα δεν έχουν αναγνωρίσει την κυριότητα του Χριστού στη ζωή τους, πώς να ντύνονται, πώς να συμπεριφέρονται κ.ο.κ., μάλιστα όταν οι ίδιοι συμβαίνει να είναι ανακόλουθοι με όσα λένε.

Μια συνεπής παραδειγματική ζωή εκ μέρους του δασκάλου θα ήταν ό,τι καλύτερο για την αποτελεσματικότητα του μαθήματός του, γι' αυτό και στα προσόντα του πρεσβυτέρου-επισκόπου περιλαμβάνεται ο όρος «να ήναι προσκεκολλημένος εις τον πιστόν λόγον της διδασκαλίας, διά να ήναι δυνατός και να προτρέπη διά της υγιαινούσης διδασκαλίας και να εξελέγχη τους αντιλέγοντας» (Τίτ.α:7-9).

Ένας τέτοιος πνευματικός προϊστάμενος μπορεί να διαθέτει «λόγον υγιή και ακατάκριτον, διά να εντραπή ο εναντίος, μη έχων να λέγη διά σας μηδέν κακόν» (Τίτ.β:8).

Ο ίδιος ο Παύλος είχε να δείξει πρώτος το δικό του παράδειγμα και στον Τιμόθεο μπορούσε με πεποίθηση να γράφει: «Εσύ παρακολούθησες τη διδασκαλία μου, τη διαγωγή, την πρόθεση, την πίστη, τη μακροθυμία, την αγάπη, την υπομονή, τους διωγμούς, τα παθήματα, που μου συνέβησαν» (Β΄Τιμ.γ:10-11).

Γι' αυτό είχε την παρρησία στη συνέχεια να ζητήσει από το μαθητή του να κάνει το ίδιο, να ΔΕΙΞΕΙ, δηλαδή, όλα αυτά και στη δική του τη ζωή. Έτσι του έγραψε: «Μηδείς ας μη καταφρονή την νεότητά σου, αλλά γίνου τύπος των πιστών εις λόγον, εις συναναστροφήν, εις αγάπην, εις πνεύμα, εις πίστιν, εις καθαρότητα» (Α΄Τιμ.δ:12).

Το ίδιο έκανε και ο Πέτρος όταν ζητούσε από τους συμπρεσβυτέρους του να ζουν όχι κατακυριεύοντας «την κληρονομίαν του Θεού, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου» (Α΄Πέτρ.ε:3) και τους θύμιζε ότι ο Χριστός, όταν Τον χλεύαζαν δεν απαντούσε με χλευασμούς κι όταν έπασχε δεν απειλούσε αλλά εμπιστευόταν στον δίκαιο Κριτή, στάση που πρέπει να κρατούν και εκείνοι.

Τα εκκλησιάσματα κουράστηκαν από λόγια. Ο λαός του Κυρίου περιμένει και ο Θεός επίσης προσδοκά, οι άνθρωποι που κάλεσε να χρησιμοποιήσει στον οίκο Του, καθένας σαν «σκεύος τιμίας χρήσεως, ηγιασμένον και εύχρηστον εις τον δεσπότην, ητοιμασμένον εις παν έργον αγαθόν», να ανταποκριθούν επιτέλους στην εκλογή τους. Ο Κύριος μέσω του Ιεζεκιήλ ερωτά: «Οι ποιμένες δεν βόσκουσι τα ποίμνια;» αλλά ο Ίδιος διαπιστώνει ότι εκείνοι «βόσκουσιν εαυτούς» και αγανακτισμένος προειδοποιεί: «Ουαί εις τους ποιμένας» (Ιεζ.λδ:2).

Σαν ο Καλός Ποιμένας ο Ιησούς Χριστός ήταν το πρώτο και ανώτατο υπόδειγμα. Όπως γράφει ο Λουκάς στο Θεόφιλο, ξεκινώντας το βιβλίο του «Πράξεις Αποστόλων», στο Ευαγγέλιό του έκανε λόγο «περί πάντων όσα ήρχισεν ο Ιησούς να κάμνη και να διδάσκη» (Πράξ.α:1). Πρώτα ο Ιησούς μας έπραξε και ύστερα δίδαξε. Πρώτα έζησε άγια ζωή και ικανοποίησε τον Πατέρα κατά πάντα, ώστε Εκείνος από τον Ουρανό να μαρτυρήσει: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην» (Ματθ.γ:17) και ύστερα προχώρησε στο μεσσιανικό έργο της διδασκαλίας και της θυσίας.

Δεν ήταν μόνο λόγια ο Χριστός. Δεν ήταν όπως οι Φαρισαίοι της εποχής Του, οι οποίοι «λέγουσι και δεν πράττουσι» (Ματθ.κγ:3). Γι' αυτό και ο απόστολος Πέτρος σωστά έγραψε: «εις τούτο προσεκλήθητε, επειδή και ο Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, αφίνων παράδειγμα [υπολιμπάνων υπογραμμόν] εις υμάς διά να ακολουθήσητε τα ίχνη αυτού» (Α΄Πέτρ.β:21).

Το ίδιο είπε και ο Κύριος: «Διότι παράδειγμα έδωκα εις εσάς, διά να κάμνητε και σεις, καθώς εγώ έκαμον εις εσάς» (Ιωάν.ιγ:15), στοιχείο που ο Ιωάννης θυμόταν καλά όταν ύστερα από δεκαετίες έγραψε: «Όστις λέγει ότι μένει εν αυτώ χρεωστεί, καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτω να περιπατή» (Α΄Ιωάν.β:6).