Το λεξικό του Ιωάν. Δρ. Σταματάκου, καθηγητή της αρχαίας
Ελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών – Ακαδημαϊκού, γράφει για τη λέξη
«Γένεσις»: Αρχή, πηγή, γέννησις, γένος, ράτσα, καταγωγή
Η Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των
H.G. Liddell & R.
Scott (εκδ. Πελεκάνος 2007) γράφει:
γένεσις, -εως, ἡ (γίγνομαι), I. αρχή, καταγωγή, προέλευση,
παραγωγική αιτία, σε Ομήρ. Ιλ.· ξεκίνημα· στον δυϊκ., τοῖν γενεσίοιν, σε Πλάτ.
II. τρόπος γέννησης, σε Ηρόδ.· καταγωγή, γενιά, στον ίδ.· γένεσιν, από
καταγωγή, σε Σοφ. III. παραγωγή, δημιουργία, αντίθ. προς το φθορά, σε Πλάτ.
κ.λπ. IV.δημιούργημα, δημιουργημένα πράγματα, στον ίδ. V. γενιά, φυλή,
οικογένεια, στον ίδ. VI.γενιά, ηλικία, εποχή, στον ίδ.







































