Κύριε κάποιος ήρθε στην πόρτα μου. Ήτανε
νύχτα. Και ήτανε πεινασμένος. Είναι ακόμα. Δεν έχω τίποτα να του δώσω. Το
κελάρι μου είναι άδειο. Τι να του δώσω; Τι έχω εγώ; Αφού κι εγώ στα δικά σου
χέρια κοιτάζω. Από σένα περιμένω.
Και δεν είναι ένας, όπως στην αρχή νόμισα.
Είναι πολλοί. Όλοι κάτι θέλουν. Και εγώ δεν έχω. Είμαι φτωχός και άθλιος. Ναι
Κύριε, δεν το λέω έτσι, το πιστεύω, το βλέπω.
Έτσι είναι. Αυτός είμαι, πως να
αλλάξω;