Κύριε κάποιος ήρθε στην πόρτα μου. Ήτανε
νύχτα. Και ήτανε πεινασμένος. Είναι ακόμα. Δεν έχω τίποτα να του δώσω. Το
κελάρι μου είναι άδειο. Τι να του δώσω; Τι έχω εγώ; Αφού κι εγώ στα δικά σου
χέρια κοιτάζω. Από σένα περιμένω.
Και δεν είναι ένας, όπως στην αρχή νόμισα.
Είναι πολλοί. Όλοι κάτι θέλουν. Και εγώ δεν έχω. Είμαι φτωχός και άθλιος. Ναι
Κύριε, δεν το λέω έτσι, το πιστεύω, το βλέπω.
Έτσι είναι. Αυτός είμαι, πως να
αλλάξω;
Είναι ξεπαγιασμένοι. Και η δική μου καρδιά
δεν είναι αναμμένο τζάκι. Είναι φτωχή. Μόλις ζεσταίνει έμένα. Οι άλλοι πώς θα
ζεσταθούν; Κάτι πρέπει να γίνει γι' αυτούς. Κάτι πρέπει να γίνει από σένα. Μόνο
εσύ μπορείς. Μόνο εσύ ενδιαφέρεσαι για τις ψυχές που χάνονται.
Για χάρη του όνόματός σου, και μόνο για αυτό,
δώσ’ μου δύο ψωμιά. Δώσε μου να δώσω. Θα πάρω κι εγώ ένα μέρος, και το υπόλοιπο
θα το χαρΙσω. Θα το μοιράσω. Αυτή είναι η απασχόλησή μου. Νά μοιράζω
«σιτομέτριον».
Μα και για την παγωνιά. Κάτι πρέπει να γίνει.
Άναψε εσύ το τζάκι της καρδιάς μου να θρασομανά. Φωτιά πορτοκαλόχρωμη. Φλόγες
σα σπαθιά που υψώνονται στα πάνω Κύριε.
Φωτιά Κύριε. Εσύ είσαι η φωτιά και στην
καιγόμενη βάτο. Και στην Πεντηκοστή.
Φωτιά που καίει. Όχι ζωγραφιστή φωτιά. Όχι
διανοητική φωτιά. Είναι παγωμένη. Κρουσταλλιάζεις σαν την ακουμπάς. Φωτιά
αληθινή που είσαι συ ο ίδιος. Νά μπεις μέσα στην καρδιά μου. Να κάψεις. Να
καθαρίσεις. Να αγιάσεις. Να πυρακτώσεις.
Είναι και για μένα, είναι για τους άλλους.
Αυτούς που τους έστειλες εσύ σε μένα. Πόσο θα ’θελα να ’πεφτε πάνω τους n κάψα
από μια φλόγα που να καίει και να μην τελειώνει.
Κύριε, Σου τα λέω όλα. Και μετά να καθίσουμε
στο τραπέζι. Να φάμε ψωμί και κρασί. Και τα δυο από Σένα. Και τα δυο, δώρα δικά
σου. Κόκκινο κρασί από τα σπλάχνα σου. Μαύρο, γνήσιο ψωμί, από τη σάρκα σου.
Δεν υπάρχει πιο μεγάλη χαρά. Δεν υπάρχει πιο
μεγάλο πανηγύρι. Τότε, εγώ με τους άλλους, που δεν τους ξέρω, μα είναι αδελφοί
μου, αφού μου τους έστειλες εσύ, θα ψάλλουμε το παλιό τραγούδι.
Να γιατί τέτοια ώρα σου χτυπώ την πόρτα.
Είναι τρεις τα μεσάνυχτα. Γύρω μου, όλα τα σπίτια είναι σκοτεινά. Με το λυχνάρι
στο χέρι και τον πόνο στο στήθος, μήπως είμαι και γέρος; Παρακαλώ. Ψωμί,
κρασί, φωτιά για μένα και για τους αδελφούς μου. Δεν θέλω να φύγω, άδειος. Αν
δεν μ' ανοίξεις, θα καθίσω εδώ μέχρι να φέξει. Ας με βρει η μέρα παγωμένο. Μα
θα μου ανοίξεις. Να ακούω το μάνταλο που πέφτει. Σ' ευχαριστώ.