Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

«Διά των πληγών αυτού ημείς ιάθημεν...»



«Αυτός τω όντι τας ασθενείας ημών εβάστασε, και τας θλίψεις ημών επεφορτίσθη ημείς δε ενομίσαμεν αυτόν τετραυματισμένον, πεπληγωμένον υπό του Θεού, και τεταλαιπωρημένον. Αλλ’ αυτός ετραυματίσθη διά τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη διά τας ανομίας ημών η τιμωρία ήτις έφερε την ειρήνην ημών, ήτο επ’ αυτόν και διά των πληγών αυτού ημείς ιάθημεν» (Ης.νγ:4-5).

Αξίζει να δώσουμε προσοχή στο παραπάνω εδάφιο, που κατά τη γνώμη μας είναι ένα από τα πλέον παρεξηγημένα -και κακοποιημένα- εδάφια της Αγίας Γραφής. Θα προσπαθήσουμε, με τη χάρη του Θεού, να ορθοτομήσουμε το νόημά του.


Το εδάφιο αυτό το επικαλούνται κάποιοι κύκλοι, στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι ο χριστιανός όχι μόνο δεν πρέπει να αρρωσταίνει αλλά, μάλλον, ότι δικαιούται να είναι υγιής.

Πριν από κάθε άλλο, δηλώνεται απερίφραστα η πεποίθησή μας ότι πράγματι, μέσω της θυσίας του Κυρίου Ιησού, ο Θεός όχι μόνο τακτοποίησε μια για πάντα την ηθική εκκρεμότητα του αμαρτωλού ανθρώπου, αλλά επίσης εξασφάλισε όλες τις προϋποθέσεις ώστε ν’ ανατραπούν και να εξαλειφθούν από τη ζωή όλες οι κακές συνέπειες της αμαρτίας, ανάμεσα στις οποίες είναι και οι αρρώστιες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το λυτρωτικό έργο του Χριστού, που σφραγίστηκε με την θριαμβευτική κραυγή «Τετέλεσται!», δεν άφησε απ’ έξω κανένα υπόλοιπο ή κατάλοιπο από τη δράση του Σατανά και το κακό που έφερε στην ανθρωπότητα η παράβαση της εντολής του Θεού κι η προσβολή της θείας δικαιοσύνης.

Ο απόστολος Ιωάννης εξηγεί την καρδιά του έργου του Κυρίου Ιησού, ότι δηλαδή «διά τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, διά να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου» (Α' Ιωάν.γ:8), και κανείς δεν διαφωνεί πως το κύριο έργο του Διαβόλου ήταν να παρασύρει τον άνθρωπο στην αμαρτία. Ενώ ο Θεός φύτεψε τον ευλογημένο Παράδεισο για να τον απολαμβάνει ο άνθρωπος ζώντας εκεί σε τέλειο περιβάλλον και σε άμεση επικοινωνία με τον Πλάστη του, ο Σατανάς κατάφερε να παρασύρει τους Πρωτόπλαστους σε παρακοή, με αποτέλεσμα να έρθουν επάνω τους -και μέσω αυτών σε όλους τους απόγονούς τους- οι δίκαιες ποινές που διαβάζουμε στα εδάφια 16-19 του γ κεφαλαίου της Γένεσης οι οποίες, με τη σειρά που τις διαβάζουμε, ήταν:

(α) Αύξηση των πόνων της γέννας για τις γυναίκες και εξάρτηση από τους άντρες τους.

(β) Κατάρα πάνω στη γη και δυσκολία στην εξασφάλιση της τροφής, καθώς η γη πλέον φύτρωσε «ακάνθας και τριβόλους».

(γ) Ο άνθρωπος από καρποσυλλέκτης αναγκάστηκε να γίνει γεωργός και να τρώει «τον χόρτον του αγρού», τον οποίο έπρεπε να εξασφαλίζει με προσωπική και κοπιαστική εργασία «εν τω ιδρώτι του προσώπου [του]».

(δ) Τελευταίο και χειρότερο απ’ όλα, ο άνθρωπος έγινε υποκείμενος στο θάνατο, για να επιστρέψει τελικά στη γη από την οποία πλάστηκε.

Από όλες αυτές τις ποινές, σημαντικότερη ήταν τούτη η τελευταία. Μέσα σ' αυτή ο Θεός υπονοούσε και όλες τις άλλες, όταν αρχικά προειδοποίησε τον Αδάμ ότι «καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνη» (Γεν. β:17).

Στο διάλογο που είχε η Εύα με τον Όφη, γύρω από αυτό ακριβώς το ζήτημα περιστράφηκε η συζήτησή τους. ΕΥΑ: «Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, διά να μη αποθάνητε». ΟΦΙΣ: «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει» (Γεν. γ:3-4).

Αναλύοντας το θέμα της αμαρτίας, ο απόστολος Παύλος γράφει ότι «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος» (Ρωμ.ς:23) και πως «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντες ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμ.ε:12).

Εκείνο που κύρια επιδίωκε ο Διάβολος να επιφέρει στο ανθρώπινο γένος, ήταν ακριβώς ο θάνατος, επειδή «εκείνος ήτο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος», κατά το λόγο του Κυρίου Ιησού (Ιωάν.η:44).

Συνεπώς, το έργο του Χριστού απέβλεπε να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του θανάτου, όπως ξεκάθαρα δηλώνει η Επιστολή προς Εβραίους, εξηγώντας ότι «και ο [Χριστός] παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών [σαρκός και αίματος], διά να καταργήσει διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον» (Εβρ.β:14).

Είναι ωστόσο γεγονός ότι ο θάνατος δεν είναι μια στιγμιαία υπόθεση αλλά ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΝΗΤΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ. Στο χώρο αυτό ακριβώς εντάσσεται η πραγματικότητα της ασθένειας και της αρρώστιας, καθώς με τη δράση τους επιφέρουν τη σωματική εξασθένηση και τελικά τον τερματισμό της ζωής. Με άλλα λόγια ο θάνατος διενεργείται συνεχώς μέσω της φθοράς στα θνητά μας σώματα, έως ότου υπερνικήσει την βιολογική μας ζωή και επιφέρει το τέλος της.

Κατά τη διδασκαλία του Παύλου, «η μεγάλη προσδοκία της κτίσεως προσμένει την φανέρωσιν των υιών του Θεού. Επειδή η κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα, ουχί εκουσίως, αλλά διά τον υποτάξαντα αυτήν, επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις θέλει ελευθερωθή από της δουλείας της φθοράς, και μεταβή εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Επειδή εξεύρομεν ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συναγωνιά έως του νυν. Και ουχί μόνον αυτή, αλλά και αυτοί οίτινες έχομεν την απαρχήν του Πνεύματος, και ημείς αυτοί στενάζομεν εν εαυτοίς, περιμένοντες την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ.η:19-23).

Ο θεόπνευστος απόστολος ομολογεί στα παραπάνω εδάφια ότι και το σώμα των πιστών υπόκειται εξίσου στη δουλεία της φθοράς, προσμένοντας την απολύτρωση του, ΟΜΩΣ όχι σήμερα και τώρα, αλλά κατά «την φανέρωσιν των υιών του Θεού».

Η θέση αυτή των Αγίων Γραφών παραβλέπεται συστηματικά από εκείνους που με τη διδασκαλία τους «διεκδικούν» τη θεραπεία και την τέλεια υγεία. «Ο Θεός θέλει να είσαι υγιής. Επαναστάτησε μέσα στην καρδιά σου, και δέξου το», διακηρύττει ένας από αυτούς.

Κάθε αρρώστια αντιμετωπίζεται ως επίθεση του Σατανά και πρόβλημα που πρέπει να νικηθεί και να εκδιωχθεί από τη ζωή του πιστού. Σαν αποτέλεσμα κάθε άρρωστος πιστός θεωρείται από αυτούς αν όχι άπιστος, τουλάχιστον «ολιγόπιστος».

Είτε αρέσει αυτό είτε όχι, οι καθημερινές και πανανθρώπινες πραγματικότητες της αρρώστιας, της φθοράς και του θανάτου, επαληθεύουν τραγικά ότι οι άνθρωποι -άπιστοι αλλά και πιστοί- είμαστε υποκείμενοι στη φθορά, τα γηρατειά και το θάνατο. Πώς λοιπόν είναι δυνατό να συνταιριάξουμε αυτό το γεγονός με τη διαβεβαίωση του Ιωάννη, ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο «διά να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου» όταν ακόμη και οι μεγαλύτεροι των αγίων, ακόμη και οι ίδιοι οι απόστολοι, δεν ξέφυγαν από την κοινή πορεία προς τον τάφο;

Η λαθεμένη αυτή διδασκαλία κακώς και αυθαίρετα διαχωρίζει ορισμένα από τα έργα του διαβόλου -όπως είναι η αρρώστια και η φτώχια- υποστηρίζοντας ότι αυτά μπορούν να υπερνικηθούν και να εξαφανιστούν σήμερα από τη ζωή μέσω προσευχής και πίστης αλλά, όσον αφορά τη φθορά και το θάνατο, την τακτοποίησή τους τη μεταθέτει για το μέλλον και μάλιστα στη Βασιλεία του Θεού. Όμως δεν υπάρχει βάση γι’ αυτή τη διάκριση.

Η Επιστολή προς Εβραίους κάνοντας λόγο για την «τόσον μεγάλην σωτηρίαν» του Χριστού, εξηγεί πώς αυτή «αρχίσασα να λαλήται διά του Κυρίου, εβεβαιώθη εις ημάς υπό των ακουσάντων και ο Θεός συνεπεμαρτύρει με σημεία και τέρατα, και με διάφορα θαύματα, και με διανομάς του Αγίου Πνεύματος, κατά την θέλησιν αυτού» και υπογραμμίζει ότι ο Χριστός «δύναται και να σώζη εντελώς [κειμ. εις το παντελές] τους προσερχομένους εις τον Θεόν δι’ αυτού, ζων πάντοτε διά να μεσιτεύση υπέρ αυτών» (Εβρ.β:3-4, ζ:25).

Διαβάζοντας βιαστικά τα παραπάνω εδάφια μπορεί να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι η μεγάλη σωτηρία του Χριστού πρέπει να συνοδεύεται καθημερινά από σημεία και τέρατα που θα μαρτυρούν την αξία και δύναμή της. Σε πιο προσεκτική ανάγνωσή, όμως, διακρίνουμε ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί χρόνο παρελθόντα - γράφει "συνεπεμαρτύρει" και όχι συνεπιμαρτυρεί, όπως θα έπρεπε να γράψει αν όσα περιγράφει εξακολουθούσαν να συμβαίνουν και στις μέρες τις δικές του (δηλαδή στην ύστερη αποστολική εποχή).

Εξάλλου, δεν είναι δυνατό να παραδεχόμαστε ότι ο Χριστός μπορεί να σώζει «εντελώς», δηλαδή από όλες τις συνέπειες της αμαρτίας, ενώ εξαιρούμε από αυτή τη σωτηρία τη φθορά και το θάνατο. Αυτή η πρακτική δεν τιμά το λόγο του Θεού ούτε ανταποκρίνεται στην λογική με την οποία μας έχει προικίσει ο Θεός, επειδή είναι εντελώς ανακόλουθο να δεχόμαστε ότι ο Θεός μπορεί να θεραπεύσει έναν άρρωστο 30 ετών αλλά δεν μπορεί ή δεν θέλει να το κάνει για έναν υπερήλικα 90 ετών. Είναι προφανές πως όσο θεραπεύουμε τις αρρώστιες, επιμηκύνουμε το όριο της ζωής, όμως και όλοι εκείνοι που ομολογούν ότι δέχτηκαν θεία θεραπεία στο σώμα τους, εξακολουθούν να γερνούν και τελικά πεθαίνουν!..

Εφόσον η φθορά δεν είναι άλλο παρά συνέπεια της αμαρτίας, γιατί είμαστε υποκείμενοι σ’ αυτήν; Γιατί δεν αναστέλλεται με αλλεπάλληλες θεραπείες που θα εξασφάλιζαν αδιάκοπη υγεία και ζωή;

Θα απαντήσει βέβαια κάποιος ότι αυτά θα πραγματοποιηθούν στον μέλλοντα αιώνα (Εβρ.ς:5). Αυτό είναι απόλυτα ορθό αφού, ακόμη και όσοι νεκροί αναστήθηκαν από τους απόστολους, πέθαναν και πάλι αργότερα, όπως συνέβηκε και με τους ίδιους.

Προκύπτει συνεπώς το δίλημμα: Ή το έργο του Χριστού ΕΙΝΑΙ πλήρες, οπότε οι πιστοί δεν πρέπει να πεθαίνουν, ή -αφού τελικά πεθαίνουν- το έργο του Χριστού ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ πλήρες. Όμως η Γραφή μιλάει παντού για ΕΡΓΟ ΤΕΛΕΙΟ, οπότε η διδασκαλία που απαιτεί εδώ και τώρα τη θεία θεραπεία ελέγχεται ως εσφαλμένη.

Οφείλουμε, εντούτοις, ν' απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα, αναφορικά με τα αποτελέσματα της θυσίας του Χριστού. Πώς, δηλαδή, συμβιβάζονται οι δηλώσεις των Αγίων Γραφών για τέλεια απολύτρωση και θεραπεία «πάντων των εθνών» (Ρωμ.α:5) με την παρούσα κατάσταση, όπου βλέπουμε τα δεινά να πλήττουν εξίσου πιστούς και άπιστους;

Το "ζήτημα" λύνεται αν εγκαταλείψουμε την επιμονή να εφαρμόσουμε σήμερα υποσχέσεις του Θεού που αφορούν άλλες καταστάσεις, και οι οποίες θα εκπληρωθούν όχι τώρα αλλά στο χρόνο που Εκείνος έχει προγραμματίσει και υποσχεθεί.

Είναι ενδιαφέρον να προσέξουμε ότι, αναλύοντας ο απόστολος Παύλος το θέμα της ανάστασης των νεκρών, αρχίζει το κείμενο με τούτα τα λόγια: «Σας φανερόνω, αδελφοί, το ευαγγέλιον το οποίον εκήρυξα προς εσάς, το οποίον και παρελάβετε, εις το οποίον και ίστασθε διά του οποίου και σώζεσθε τίνι τρόπω σας εκήρυξα αυτό, αν φυλάττητε αυτό εκτός εάν επιστεύσατε ματαίως» (Α' Κορ.ιε:1-2).

Πόσο σημαντική αυτή η δήλωση, και πόσο λίγο την έχουμε προσέξει! Μέσα στα ρήματα «εκήρυξα... παρελάβετε... ίστασθε... σώζεσθε...» κρύβεται ακριβώς ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Παύλου, που δεν ήταν βέβαια διαφορετικό από τους άλλους απόστολους (Α' Κορ.ιε:11, Γαλ.β:2,7,9). Ποιο, λοιπόν, ήταν αυτό το Ευαγγέλιο;

Είναι άραγε τυχαίο ότι στα 58 εδάφια που ακολουθούν και απαρτίζουν τούτο το μεγάλο κεφάλαιο, ο Παύλος ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το θαύμα της ανάστασης, χωρίς ούτε μία φορά ν' αναφερθεί στο θέμα της θεραπείας;

Αν είναι αλήθεια ότι το Ευαγγέλιο αναφέρεται στην καλή αγγελία που χρειάζονται οι άνθρωποι -και στο συγκεκριμένο κείμενο οι πιστοί- ο Παύλος εξηγεί πως εκείνο που πρέπει να μη λησμονούμε είναι ότι «ο Χριστός απέθανε διά τας αμαρτίας ημών» (εδ. 3) και ως συνέπεια αυτής της θυσίας νικήθηκε «το κέντρον του θανάτου» που είναι η αμαρτία και ο νόμος που είναι η δύναμη της αμαρτίας (εδ. 56). Απέναντι στο θάνατο και την αμαρτία ο Θεός «δίδει εις ημάς την νίκην διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (εδ. 58). Αλλά αυτό το δώρο, που το απολαμβάνουμε από σήμερα μέσω της πίστης, δεν πρόκειται όμως να το γευτούμε πραγματικά πριν φορέσουμε «την εικόνα του επουρανίου» (εδ. 49), δηλαδή πριν από τη δική μας ανάσταση - ή τη μεταμόρφωση των πιστών που θα ζουν την ώρα της αρπαγής.

Συζητώντας στο σπουδαίο αυτό κεφάλαιο όλες τις πτυχές και όλες τις απορίες, ο Παύλος προσφέρει απαντήσεις κατευθείαν από το Άγιο Πνεύμα και συνεχώς περιγράφει και τονίζει την απαραίτητη αλλαγή από τη φθορά στην αφθαρσία και από το θάνατο στην αθανασία. Έτσι, αντίθετα από όσα λένε κάποιοι, το κήρυγμα του Παύλου και των άλλων αποστόλων δεν ήταν η απουσία των ασθενειών και η θεία θεραπεία, αλλά ο Χριστός και η Ανάσταση (Πράξ.δ:2, ιζ:18). Κι είναι αυτό που έχει τη μέγιστη σημασία, αφού, όσα χρόνια και αν ζήσει κάποιος στη γη, και όσο πολλή υγεία κι αν απολαύσει, με τίποτα δεν μπορεί να διαψεύσει την μαρτυρία του Μωυσή, ότι της ζωής μας «το καλύτερον μέρος είναι κόπος και πόνος, διότι ταχέως παρέρχεται και ημείς πετώμεν» (Ψαλμ.90:10). Ακόμη και τα 130 χρόνια της ζωής του πατριάρχη Ιακώβ δεν ήταν αρκετά για να τον χορτάσουν: «Ολίγαι και κακαί υπήρξαν αι ημέραι των ετών της ζωής μου», είπε στον Φαραώ όταν εκείνος ρώτησε την ηλικία του (Γεν.μδ:8-9). Συνάντησε ο αναγνώστης κανέναν που να μπορούσε να πει πως η ζωή του δεν σημαδεύτηκε από μέρες δύσκολες και σκοτεινές, και πως τα ίχνη της φθοράς δεν τον άγγιξαν και δεν τον βάρυναν;

Το σημαντικότερο δεν είναι το να ζήσουμε «Χρόνια Πολλά», όπως συνήθως εύχονται οι περισσότεροι άνθρωποι, ή «Λίγα χρόνια και καλά», όπως λένε κάποιοι άλλοι. Ο άνθρωπος δεν την χορταίνει τη ζωή όση κι αν είναι, επειδή για την αιωνιότητα πλάστηκε και μόνο τότε θα βρεθεί στο αληθινό του περιβάλλον, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό του Πλάστη.

Αντίθετα από την όποια παράταση ζωής κατορθώσει να εξασφαλίσει ο άνθρωπος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -είτε με θεία θεραπεία, είτε με υγιεινή διατροφή, είτε με γιατρούς και φάρμακα- ο Χριστός δεν ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο για να διατηρήσει ή να βελτιώσει παλιές καταστάσεις αλλά «κατήργησε μεν τον θάνατον, έφερε δε εις φως την ζωήν και την αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου» (Β' Τιμ.α:10). Ήρθε ώστε οι δικοί Του να έχουν «ζωήν, και να έχωσιν αυτήν εν αφθονία» (Ιωάν.ι:10).

Αυτή την «αφθονία» μόνο η ανάσταση μπορεί να μας την προσφέρει και είναι τούτο το δώρο που εξασφάλισε με τη θυσία Του και υποσχέθηκε σε όλους τους πιστούς Του αδιάκριτα ο Χριστός.

Αυτό Ναι! Μπορούμε και πρέπει να το διεκδικήσουμε. Το αγόρασε για μας και μας ανήκει! Όσον δε αφορά την παρούσα κατάσταση, σαφής και ξεκάθαρος ο λόγος του Χριστού λέει: «Διά της υπομονής αποκτήσατε τας ψυχάς σας» (Λουκ.κα:19). Οτιδήποτε διαφορετικό είναι ΑΛΛΟ «ευαγγέλιο», από το οποίο καλά θα κάνουν ν’ απομακρυνθούν άμεσα όσοι πιστοί έχουν παραπλανηθεί.