«Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος»
(Α΄Κορ.ιε:26)
«τον οποίον ο Κύριος θέλει ... αποδώσει εν
εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής ... εις πάντας όσοι επιποθούσι την επιφάνειαν
αυτού»
(Β’ Τιμ.δ:8).
Είναι πολύ ενδιαφέρον –αν και ελάχιστα
συζητημένο– το αποστολικό εδάφιο που μόλις προαναφέρθηκε, στο οποίο ο Παύλος
γράφοντας για την έξοδό του από αυτή τη ζωή εξηγεί:
«Διότι εγώ γίνομαι ήδη σπονδή και ο καιρός
της αναχωρήσεώς μου έφθασε. Τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθην, τον δρόμον
ετελείωσα, την πίστιν διετήρησα· του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης
στέφανος, τον οποίον ο Κύριος θέλει μοι αποδώσει εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος
κριτής, και ου μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας όσοι επιποθούσι την
επιφάνειαν αυτού» (Β’
Τιμ.δ:6-8).
Από το παραπάνω κείμενο (και άλλα παράλληλα),
είναι σαφές ότι ο θάνατος κάθε άλλο παρά μια ΦΙΛΙΚΗ διαδικασία είναι για τον
άνθρωπο, αντίθετα από όσα συνήθως λέγονται σε νεκρώσιμες τελετές! Όντως, σε όλη
την Αγία Γραφή ο θάνατος παρουσιάζεται σαν κάτι κακό και αποκρουστικό.
Για το λόγο αυτό ο Ιησούς Χριστός «εδάκρυσεν»
απέναντι στο θάνατο του Λάζαρου, και για την χήρα της Ναΐν διαβάζουμε ότι, «ιδών
αυτήν ο Κύριος, εσπλαγχνίσθη δι’ αυτήν» (Ιωάν.ια:35, Λουκ.ζ:13).
Παρόμοια και η Εκκλησία στο θάνατο του Στέφανου έκανε «θρήνον μέγαν
επ’ αυτόν» (Πράξ.η:2), ενώ για την Δορκάδα από την Ιόππη, όταν αυτή πέθανε,
«πάσαι αι χήραι, κλαίουσαι» έδειχναν στον Πέτρο τα ρούχα που τους
είχε ράψει η φιλάνθρωπη γυναίκα (Πράξ.θ:39).
Απέναντι στο ψυχρό γεγονός τού θανάτου, ο
άνθρωπος πάντα έμεινε σιωπηλός και λυπημένος. Ακόμη και όταν κάποιοι είδαν το
θάνατο σαν “ελευθερωτή” από τον πόνο κάποιας αρρώστιας ή δυστυχίας, η εξέλιξη
αυτή δεν έγινε ΠΟΤΕ δεκτή σαν “ευτυχές γεγονός” ούτε για εκείνον που πέθανε ούτε
για τους άλλους που έμειναν πίσω.
Επιτέλους, αν ο θάνατος ήταν μια “ευλογία”,
όπως περίπου συνηθίζεται να παρουσιάζεται στις νεκρώσιμες τελετές, γιατί όλοι
αυτοί οι χριστιανοί αδελφοί μας, ανάμεσά τους και οι απόστολοι, ΚΥΡΙΩΣ ΟΜΩΣ Ο
ΙΗΣΟΥΣ, θα έπρεπε να συγκινηθούν και να λυπηθούν;
Πώς
μπήκε ο θάνατος στη ζωή μας;
Δίνοντας ο Θεός στους Πρωτόπλαστους οδηγία
σχετικά με τι θα μπορούσαν να τρώνε από τα δέντρα του Παραδείσου, τους εξήγησε:
«Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου
της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην
ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γεν.β:17).
Ευθύς εξαρχής, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι ο
θάνατος είναι μια ΤΙΜΩΡΙΑ, μια ΠΟΙΝΗ για την παράβαση των εντολών του Θεού και
σε όλο το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, η ετυμηγορία «εξάπαντος θέλει θανατωθή»
επαναλαμβάνεται σαν απαίτηση και συνέπεια για κάθε σοβαρή αμαρτία (π.χ.
Έξοδ.κα:17) – κι οι σοβαρές αμαρτίες της Π.Δ. ήταν πολύ διαφορετικές από ό,τι
εμείς ταξινομούμε σήμερα σ’ αυτή την κατηγορία.
Στην ίδια λογική η Καινή Διαθήκη ξεκαθαρίζει
ότι ο θάνατος είναι «ο μισθός της αμαρτίας» (Ρωμ.ς:23) και εξηγεί πώς «δι’
ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος,
και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον»
(Ρωμ.ε:12).
Μια άλλη αλήθεια είναι ότι ο εχθρός του
ανθρώπινου γένους, ο Σατανάς, έχει ένα φριχτό χαρακτηριστικό: «Εκείνος ήτο
απ’ αρχής ανθρωποκτόνος» (Ιωάν.η:44). Αν και γνώριζε την ποινή που είχε
οριστεί, παρέσυρε την Εύα στην αμαρτία με πλανερό τρόπο, αμφισβητώντας τα λόγια
του Θεού: «Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει» (Γεν.γ:4).
Ο Διάβολος δεν είπε αλήθεια. Είπε το
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΨΕΜΑ! Και αυτό επαληθεύτηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν ο Θεός, σαν
δίκαιος δικαστής, πρόφερε τη μεγάλη απόφαση: «Εν τω ιδρώτι του προσώπου σου
θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας
ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει» (Γεν.γ:19).
Γιατί γεννήθηκε
ο Χριστός;
Πολλοί προσπαθούν να εξηγήσουν με δικό τους
τρόπο, το λόγο που γεννήθηκε ο Χριστός. Άλλοι λένε για να διδάξει, για να
γιατρέψει, για να δώσει ένα καλό παράδειγμα, για να μας συγχωρέσει από τις αμαρτίες
μας, για να κάνει μια νέα θρησκεία... και πολλά άλλα.
Αλλά τι απαντά η Αγία Γραφή σ’ αυτό το
ερώτημα; «Διά τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, διά να καταστρέψη τα έργα του
διαβόλου» (Α’ Ιωάν.γ:8).
Ποιο ήταν το κύριο έργο του Σατανά σύμφωνα με
τα παραπάνω; Προφανώς η εισαγωγή του θανάτου στη ζωή μας! Αυτό λοιπόν το έργο
του Διαβόλου ήρθε πρωτίστως να καταστρέψει ο Χριστός, και για να γίνει αυτό,
έπρεπε να εξαλειφθεί η αιτία που έφερε στη ζωή μας το θάνατο, δηλαδή η ΑΜΑΡΤΙΑ.
Αυτό το έργο ο Κύριος το ΤΕΛΕΙΩΣΕ στο Σταυρό.
Με ποιο τρόπο; Πληρώνοντας ο Ίδιος την ποινή μας, θυσιάζοντας τη ζωή Του στη
θέση της δική μας!
Σαν αποτέλεσμα, «έσωσεν ημάς και εκάλεσε
με κλήσιν αγίαν, ουχί κατά τα έργα ημών, αλλά κατά την εαυτού πρόθεσιν και
χάριν, την δοθείσαν εις ημάς εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων, φανερωθείσαν
δε τώρα διά της επιφανείας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όστις κατήργησε μεν
τον θάνατον, έφερε δε εις φως την ζωήν και την αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου»
(Β’ Τιμ.α:9-10).
Την ημέρα της Πεντηκοστής ο Πέτρος διακήρυξε
στους Ιουδαίους τη ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΔΗΣΗ, την καλή αγγελία, το Ευαγγέλιο. Και ποια ήταν
αυτή; Ήταν μήπως η έλευση του Αγίου Πνεύματος, όπως συνήθως νομίζεται από
πολλούς; Όχι ακριβώς, επειδή αυτή ήταν μόνο ΤΟ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΟ.
Προϋπόθεση για τη ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ και για την
έλευση του Αγίου Πνεύματος, ήταν Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ του Χριστού, και σ’ αυτό κυρίως το
ζήτημα αναφέρθηκε ο Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν διακήρυξε:
«Άνδρες Ισραηλίται, ακούσατε τους λόγους
τούτους· τον Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα αποδεδειγμένον προς εσάς από του Θεού
διά θαυμάτων και τεραστίων και σημείων, τα οποία ο Θεός έκαμε δι’ αυτού εν μέσω
υμών, καθώς και σεις εξεύρετε, τούτον λαβόντες παραδεδομένον κατά την ωρισμένην
βουλήν και πρόγνωσιν του Θεού, διά χειρών ανόμων σταυρώσαντες εθανατώσατε·τον
οποίον ο Θεός ανέστησε, λύσας τας ωδίνας του θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να
κρατήται υπ’ αυτού»
(Πράξ.β:22-24).
Η
συνέχεια
Ο αναστημένος Ιησούς Χριστός κάθεται τώρα «εν
δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» σαν «αρχιερεύς»,
για τους πιστούς Του (Εβρ.η:1).
Γιατί πήγε εκεί; Ας ακούσουμε πώς απαντά
Εκείνος, με τα δικά Του λόγια: «Υπάγω να σας ετοιμάσω τόπον· και αφού υπάγω
και σας ετοιμάσω τόπον, πάλιν έρχομαι και θέλω σας παραλάβει προς εμαυτόν, διά
να είσθε και σεις, όπου είμαι εγώ» (Ιωάν.ιδ:2-3).
Ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα παραλάβει κοντά
Του όλους τους πιστούς. Είπε: «Εάν εμέ υπηρετή τις, εμέ ας ακολουθή, και
όπου είμαι εγώ, εκεί θέλει είσθαι και ο υπηρέτης ο εμός· και εάν τις εμέ
υπηρετή, θέλει τιμήσει αυτόν ο Πατήρ» (Ιωάν.ιβ:26).
Το
τέλος
Κάποια μέρα θα γίνει ένα θαύμα μεγάλο, ένα
θαύμα μοναδικό. Τότε, όπως είδε ο προφήτης στην όρασή του: «Έδωκεν η θάλασσα
τους εν αυτή νεκρούς, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους εν αυτοίς νεκρούς,
και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών» (Αποκ.κ:13).
Αλλά όχι μόνο αυτό. Το σπουδαιότερο βρίσκεται
στη συνέχεια: «Και ο θάνατος και ο άδης ερρίφθησαν εις την λίμνην του πυρός·
ούτος είναι ο δεύτερος θάνατος» (Αποκ.κ:14).
Από τούτο το θάνατο που βιώνουμε τώρα οι
άνθρωποι, τον οποίο η Αγία Γραφή ονομάζει «ΠΡΩΤΟ», υπάρχει ΑΝΑΣΤΑΣΗ! Όμως από
τον άλλο θάνατο, που η Αγία Γραφή ονομάζει «ΔΕΥΤΕΡΟ», ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΠΙΑ
ΕΛΠΙΔΑ.
Σ’ αυτό το θάνατο, τον χωρίς επιστροφή, θα
ριχτεί τότε και ο θάνατος και ο Άδης, ώστε θα πάψουν οριστικά να είναι απειλή
για τον άνθρωπο.
Το έλεος του Θεού θα θριαμβεύσει τελικά, και
τότε ο ΘΡΙΑΜΒΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ των πιστών θα ακουστεί: «Πού, θάνατε, το κέντρον
σου; πού, άδη, η νίκη σου; το δε κέντρον του θανάτου είναι η αμαρτία, και η
δύναμις της αμαρτίας ο νόμος. Αλλά χάρις εις τον Θεόν, όστις δίδει εις ημάς την
νίκην διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, γίνεσθε
στερεοί, αμετακίνητοι, περισσεύοντες πάντοτε εις το έργον του Κυρίου,
γινώσκοντες ότι ο κόπος σας δεν είναι μάταιος εν Κυρίω» (Α’ Κορ.ιε:55-58).
Στο
μεταξύ...
Κάποια μέρα θα τελειώσει και το δικό μας το
ταξίδι – η «παροικία» μας σ’ αυτή τη γη. Στο τέλος των καιρών, σύμφωνα με το
ρολόι και το ημερολόγιο του Θεού, τα πράγματα, όπως τα ξέρουμε και τα ζούμε σ’
αυτή τη ζωή, ΘΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ για πάντα.
Τώρα όμως είμαστε ακόμη ΕΔΩ και το κεντρί του
θανάτου το αντιμετωπίζουμε όλοι ανεξαιρέτως, άλλοι με ξαφνική απώλεια της ζωής
και άλλοι με μακρόχρονες και οδυνηρές ασθένειες. Ποια μπορεί να είναι η
παρηγοριά μας;
Ο λόγος του Θεού προτρέπει «Να έχωμεν
ισχυράν παρηγορίαν οι καταφυγόντες εις το να κρατήσωμεν την προκειμένην ελπίδα»
(Εβρ.ς:18). Ο Κύριος εξασφάλισε για τον άνθρωπο που μετανοεί όχι ψεύτικη
παρηγοριά, αλλά «αιωνίαν παρηγορίαν και αγαθήν ελπίδα διά της χάριτος»
(Β’ Θεσ.β:16). Αυτή η παρηγοριά δεν είναι τυπικά λόγια συμπάθειας –το
περισσότερο που μπορούν να δώσουν οι άνθρωποι– αλλά η θεία υπόσχεση της
ανάστασης όλων των πιστών σε αιώνια ζωή.
Για το λόγο αυτό ο Παύλος έγραψε στους
Θεσσαλονικείς: «Εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο
Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού θέλει φέρει μετ' αυτού».
Με βάση αυτή την υπόσχεση, ο Παύλος
καταλήγει: «Λοιπόν παρηγορείτε αλλήλους με τους λόγους τούτους» (Α’
Θεσ.δ:14-18).
Ανάμεσα στα άλλα Του ονόματα, ο Θεός μας
ονομάζεται και «Πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρηγορίας»! Είναι «ο
παρηγορών ημάς εν πάση τη θλίψει ημών, διά να δυνάμεθα ημείς να παρηγορώμεν
τους εν πάση θλίψει διά της παρηγορίας, με την οποίαν παρηγορούμεθα ημείς αυτοί
υπό του Θεού» (Β’ Κορ.α:3-6).
Τούτη τη θεία παρηγοριά, λοιπόν, ευχόμαστε σε
όλους όσοι πενθούν για αγαπητά τους πρόσωπα. Προσθέτοντας την βιβλική
διαβεβαίωση: «Ο καιρός είναι εγγύς» (Αποκ.κβ:10).