Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Μη λάβεις το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω - Όρκος



Έξοδος κ:7, λγ:18-λδ:7, Ρωμαίους β:17-24



Καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πως χρησιμοποιούμε το Όνομα του Θεού.

Μια από τις πιθανές εφαρμογές αυτής της εντολής, υπάρχει στην απαγόρευση, για τους χριστιανούς τουλάχιστον, να ορκίζονται. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται πως είχαν κατανοήσει διάφορες χριστιανικές ομάδες και ομολογίες στην πορεία των αιώνων, όπως οι Κουάκεροι, Αναβαπτιστές και άλλοι.

Είναι, όμως, σωστό αυτό; Σκέφτονται αυτοί, Γιατί είπε ο Χριστός το ναι σας να είναι ναι, και το όχι, όχι, το περισσόν είναι εκ του πονηρού (Ματθ.ε). Στην Παλαιά Διαθήκη το να ορκιστεί κάποιος στο Όνομα του Θεού ήταν σωστό. Τώρα όμως; Ο Χριστός δεν το απαγορεύει; Ας μελετήσουμε την συγκεκριμένη περικοπή από  την επί του Όρους ομιλία και από εκεί θα κάνουμε κάποιο ξεκίνημα.  


Ματθαίος ε:33-37

Στην επί του Όρους ομιλία ίσως το πιο σημαντικό σημείο που αφορά την ζωή μας στο θέμα που μελετούμε είναι το ότι ο Θεός ενδιαφέρεται πρώτα απ’ όλα για την καρδιά μας, για την προδιάθεση μας. Για το τι γίνεται μέσα μας.

Γι’ αυτό ξεκίνησε ο Χριστός με τους μακαρισμούς (Ματθ.ε:1-11). Για να μας πει πως ευλογημένοι είναι αυτοί που κατάλαβαν πως χρειάζονται τον Θεό, πως πνευματικά είναι φτωχοί (ε:3) και για αυτό πενθούν (ε:4). Για την αμαρτία τους. Βλέπουν καθαρά μέσα τους πόσο βρώμικοι είναι στα κίνητρα, στη σκέψη, στις επιθυμίες, στα μάτια, πόσα υπάρχουν που πρέπει να βγουν και κλαίνε για αυτά. Αυτοί συγχωρούνται.

Σαν αποτέλεσμα αυτοί έχουν καθαρή καρδιά, και θα δουν τον Θεό (ε:8), γιατί ο Χριστός τους αλλάζει από μέσα προς τα έξω. Γίνονται άνθρωποι πράοι (ε:5), γεμάτοι από έλεος για τους άλλους (ε:7), όχι έτοιμοι να κριτικάρουν και να υψώσουν το δάχτυλο. Γίνονται άνθρωποι που φέρνουν ειρήνη (ε:9).

Και επειδή έρχεται τέτοια εσωτερική αλλαγή, αυτοί είναι φως στο σκοτάδι, αλάτι σε ένα κόσμο που σαπίζει. Με όλα αυτά λέει ο Χριστός: Ο νόμος του Θεού πιάνει την καρδιά, το μυαλό. Υπακούω στο νόμο, όχι μόνο στο γράμμα του, αλλά στο πνεύμα του. Όχι μόνο δεν σκοτώνω κάποιον, αλλά δεν τον μισώ (ε:22). Όχι μόνο δεν προδίδω το γάμο μου, αλλά ούτε θέλω να τον προδώσω (ε:31-32),

Με το ίδιο σκεπτικό και με το ίδιο πνεύμα ο Χριστός μετά το γάμο και το διαζύγιο τους μιλάει και μας μιλάει για τις υποσχέσεις και τους όρκους που δίνουμε. Το θέμα είναι πως να τηρήσουμε την ουσία του νόμου του Θεού. Θα διαβάσουμε λοιπόν από το 5ο κεφάλαιο του Ματθαίου, εδάφια 33-37:

«Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους, Μη επιορκήσης, αλλά εκπλήρωσον εις τον Κύριον τους όρκους σου. Εγώ όμως σας λέγω να μη ομόσητε μηδόλως· μήτε εις τον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του Θεού· μήτε εις την γην, διότι είναι υποπόδιον των ποδών αυτού· μήτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως· μήτε εις την κεφαλήν σου να ομόσης, διότι δεν δύνασαι μίαν τρίχα να κάμης λευκήν ή μέλαιναν. Αλλ' ας ήναι ο λόγος σας Ναι ναι, Ου, ού· το δε πλειότερον τούτων είναι εκ του πονηρού».        

Γιατί το είπε ο Χριστός αυτό; Πρώτα να κοιτάξουμε την Παλαιά Διαθήκη και μετά το πλαίσιο της Καινής.

Στο Λευϊτικό ιθ:12 διαβάζουμε  «Και δεν θέλετε ομνύει εις το όνομά μου ψευδώς («επ’ αδίκω» στους Εβδομήκοντα) και δεν θέλεις βεβηλόνει το όνομα του Θεού σου. Εγώ είμαι ο Κύριος».  Απαγορεύεται να ορκιστεί κάποιος στο όνομα του Θεού «επ’ αδίκω». Δεν απαγορεύεται ο όρκος, αλλά ο άδικος όρκος. Ο Βάμβας αποδίδει το εδάφιο, «και δεν θέλετε ομνύει εις το όνομα μου ψευδώς και δεν θέλεις βεβηλόνει το όνομα του Θεού σου». Να λοιπόν, πιο είναι το πρόβλημα. Όταν ορκίζεται κάποιος άδικα ή ψευδώς, τότε βεβηλώνει το όνομα του Θεού. Ο Θεός όμως τι έχει πει στις 10 Εντολές; Να μην παίρνουμε το Όνομα του Θεού μας επί ματαίω στο στόμα μας.

Να διαβάσουμε και στους Αριθμούς λ:2:  «Όταν άνθρωπός τις κάμη ευχήν προς τον Κύριον ή ομόση όρκον, ώστε να δέση την ψυχήν αυτού με δεσμόν, δεν θέλει παραβή τον λόγον αυτού θέλει κάμει κατά πάντα όσα εξήλθον εκ του στόματος αυτού».  Σ’ αυτή την περίπτωση αν κάποιος έχει ορκιστεί στο όνομα του Θεού πρέπει να τηρήσει αυτό που ορκίστηκε. Δεν απαγορεύεται ο όρκος δηλαδή. Παρατήρηση: Η λέξη που μεταφράζουν «ευχή» και ο Βάμβας και οι Εβδομήκοντα, είναι η λέξη «τάμα».

Ποιος, όμως, είναι ο λόγος που ο Θεός έδωσε τέτοιες διατάξεις; Έχει να κάνει με την εντολή την τρίτη από τις 10: «Δεν θα λάβεις το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω». Αν λοιπόν εγώ χρησιμοποιώ τον Θεό σαν μάρτυρα σε αυτό που λέω ή που υπόσχομαι, πρέπει να είμαι προσεκτικός τι υποσχέσεις και τι όρκους δίνω.

Γιατί ο Θεός είναι δίκαιος. Και πρέπει να είμαι προσεκτικός πως Τον αναμιγνύω στην ζωή μου. Προσέξτε: η Παλαιά Διαθήκη δεν απαγόρευε να ορκίζονται στο όνομα του Θεού. Θα έπρεπε όμως να είναι πολύ προσεκτικοί. Στην πραγματικότητα υπάρχουν εδάφια που τους λένε να ορκίζονται στο όνομα του Θεού. Πάμε να διαβάσουμε 
Δευτ.ι:20  «Κύριον τον Θεόν σου θέλεις φοβείσθαι, αυτόν θέλεις λατρεύει και εις αυτον θέλεις είσαι προσηλωμένος και εις το όνομα αυτού θέλεις ομνύει».

Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν μας κατευθύνει από μόνη της, στη σωστή κατεύθυνση, πως πρέπει πάντα να λέμε την αλήθεια, να μένουμε πιστοί σε αυτά τα οποία υποσχεθήκαμε, γιατί επικαλεστήκαμε τον Θεό ως μάρτυρα. Δεν απαγορεύει τον όρκο η Παλαιά Διαθήκη. Μας καλεί όμως να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί.

Και όχι μόνο αυτό. Ο ίδιος ο Θεός μέσω του προφήτη Ιερεμία τους λέει πως το να ορκίζονται στο Όνομά Του είναι δείγμα ότι πνευματικά στέκονται καλά, ότι έχουν ζωντανή σχέση με το Θεό. Γράφει στο Ιερεμίας ιβ:15-16,  Και αφού αποσπάσω αυτούς, θέλω επιστρέψει και ελεήσει αυτούς, και θέλω επαναφέρει έκαστον εις την κληρονομίαν αυτού και έκαστον εις την γην αυτού.Και εάν μάθωσι καλώς τας οδούς του λαού μου, να ομνύωσιν εις το όνομά μου, Ζη Κύριος, καθώς εδίδαξαν τον λαόν μου να ομνύη εις τον Βάαλ, τότε θέλουσιν οικοδομηθή εν τω μέσω του λαού μου.

Δηλαδή για τον πιστό του Θεού, το να ορκιστεί στο Όνομα του Θεού και να πει, Ορκίζομαι στο Όνομα του Θεού ότι λέω την αλήθεια, ήταν ο καλύτερος όρκος που θα μπορούσε να ορκιστεί. Το έκαναν στο όνομα του Βαάλ. Αν διδαχθεί ο λαός να το κάνει σωστά στο όνομα του Θεού, ο Θεός θα τους οικοδομήσει.

Το πλαίσιο της Καινής Διαθήκης.

Επειδή η φύση μας είναι αμαρτωλή και ψάχνουμε να βρούμε τρόπους να έχουμε «και το καρβέλι ολόκληρο και τον σκύλο χορτάτο,» οι άνθρωποι σκέφτηκαν και είπαν: Εμείς θα ορκιζόμαστε μεν, αλλά όχι στο όνομα του Θεού. Έτσι και θα ορκιζόμαστε κάπου ώστε να μην χάνουμε την αξιοπιστία μας, και θα μπορούμε να παραβαίνουμε και τον όρκο μας, αφού ο Θεός δεν θα είναι μάρτυράς μας. Θα ορκιζόμαστε λοιπόν στον ουρανό, θα ορκιζόμαστε στη γη. Θα βρούμε κάτι που να ορκιζόμαστε μεν, αλλά χωρίς συνέπειες.

Πώς τα γνωρίζουμε όλα αυτά; Από αναφορές στο Μίσνα.[1] Διαβάζουμε στο Σανχέντριν, 3.2, «Αν κάποιος πρέπει να ορκιστεί μπροστά στον διπλανό του και ο διπλανός του πει, «θα μου ορκιστείς στη ζωή του κεφαλιού σου», ο ραββίνος Μέιρ λέει, «μπορεί να πάρει πίσω τον όρκο». Αλλά οι ραββίνοι λένε, πως «δεν μπορεί»». Και αν πάμε στο κεφάλαιο για όρκους (Νεδαρίμ) εκεί βλέπει κανείς όλες τις λεπτομερείς διατάξεις που είχαν και που καταδικάζει ο Κύριός μας στο Ματθαίο κγ:16-22

«Ουαί εις εσάς, οδηγοί τυφλοί, οι λέγοντες· Όστις ομόση εν τω ναώ είναι ουδέν, όστις όμως ομόση εν τω χρυσώ τού ναού, υποχρεούται.  Μωροί και τυφλοί· διότι τις είναι μεγαλύτερος, ο χρυσός ή ο ναός ο αγιάζων τον χρυσόν;  Και· Όστις ομόση εν τώ θυσιαστηρίω, είναι ουδέν, όστις όμως ομόση εν τω δώρω τω επάνω αυτού, υποχρεούται. Μωροί και τυφλοί· διότι τι είναι μεγαλήτερον, το δώρον ή το θυσιαστήριον το αγιάζον το δώρον; Ο ομόσας λοιπόν εν τω θυσιαστηρίω ομνύει εν αυτώ και εν πάσι τοις επάνω αυτού· και ο ομόσας εν τω ναώ ομνύει εν αυτώ και εν τω κατοικούντι αυτόν. Και ο ομόσας εν τω ουρανώ, ομνύει εν τω θρόνω τού Θεού και εν τω καθημένω επάνω αυτού».

Και έρχεται ο Ιησούς και λέει πίσω στο κεφάλαιο ε που μελετάμε: ακούστε να δείτε, όπου και να ορκιστείτε δεν αποφεύγετε τον Θεό. Αν ορκιστείτε στον ουρανό, ο ουρανός είναι ο θρόνος του Θεού: Ψαλμός ρκγ. Ορκίζεσαι στην γη; Μα η γη είναι το σκαμνί που βάζει τα πόδια Του, Ησαΐας ξς:1. Στην Ιερουσαλήμ θα ορκιστείς; Είναι η πόλη του Θεού! {Ησ.ξ:14}. Και αν δεν σας αρέσει η γεωγραφία και θέλετε να ορκίζεστε σε εσάς τους ίδιους, όρκους που όμως να μπορείτε να τους παραβαίνετε, να θυμάστε πως ακόμη και τις τρίχες σας, ο Θεός τις έπλασε. Και ούτε μια τρίχα σας δεν μπορείτε να την κάνετε άσπρη ή μαύρη. Δεν μπορείτε να απαλλαγείτε από τον Θεό. Αυτό λοιπόν που καταδικάζει ο Χριστός, είναι η πρακτική της εποχής του, η χρήση του όρκου με ελαφρότητα και χωρίς συναίσθηση πως κάθε φορά που υπόσχομαι κάτι, επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεό ούτως ή άλλως.

Το «περισσόν»

Άρα λοιπόν, τα πράγματα έχουν ως εξής. Πάντα ο Θεός θέλει να είμαστε ειλικρινείς. Για αυτό και το ναι, να είναι ναι, και το όχι να είναι όχι. Όταν δίνουμε τον λόγο μας, ο λόγος αυτός να είναι συμβόλαιο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να καταλάβουμε και το «περισσόν». Το πλαίσιο της περικοπής, όπως αναφέραμε ορίζει το «περισσόν». Το «περισσόν» είναι να χρειάζεται να ορκιστώ για να με πιστέψει ο άλλος. Να χρειάζεται να επικαλεστώ τον Θεό ή κάτι άλλο για να γίνω πιστευτός. Αυτό είναι εκ του πονηρού, γιατί στο παρελθόν ή και τώρα, δεν έχω σταθεί ειλικρινής και πρέπει κάτι να βρω να πω για να γίνω πιστευτός. Δεν πρέπει τα πράγματα να είναι έτσι για τον χριστιανό. Όταν λέω σε κάποιον «ναι», να ξέρει πως το εννοώ, δηλαδή το «ναι» είναι «ναι», δεν είναι «ίσως» ούτε «αν προλάβω» ούτε «αν δεν το ξεχάσω». Το ίδιο ισχύει και με το «όχι».

Το περισσόν που είναι εκ του πονηρού, είναι ότι δεν γίνομαι πιστευτός επειδή δεν είμαι συνεπής, αληθινός στις υποσχέσεις μου, αξιόπιστος για αυτό και χρειάζομαι παραπάνω μαρτυρίες. Δεν πρέπει να χρειάζομαι άλλες επικλήσεις. Δεν χρειάζεται να ορκίζομαι πουθενά για να με πιστεύουν. Ο λόγος μου πρέπει να φτάνει. Όταν λέω πως θα κάνω κάτι, να το κάνω. Όταν κλείνω ραντεβού, να είμαι στην ώρα μου. Όταν δανείζομαι κάτι, να το επιστρέψω αργότερα. Σε κάθε τι συνέπεια. Σε κάθε τι μεγάλο ή μικρό. Το να είμαι αναξιόπιστος και να προσπαθώ να ορκίζομαι, σημαίνει πως κάτι δεν πάει καλά με μένα. Και αυτό είναι εκ του πονηρού. Δεν χρειάζεται να ορκιζόμαστε για να μας πιστεύει ο άλλος.

Θα πρέπει ο λόγος μας να στέκεται μόνος του. Ο Χριστός ο ίδιος κατέθεσε κάτω από όρκο. Ο αρχιερέας τον είχε ορκίσει. Ο Χριστός όμως δεν του απάντησε πως δεν δέχεται να ορκιστεί: Ματθαίο κς:63-64,

«Ο δε Ιησούς εσιώπα. Και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπε προς αυτόν· Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα να είπης προς ημάς αν συ ήσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Συ είπας· πλην σας λέγω, Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού».

Δεν αρνήθηκε τα λόγια του αρχιερέα. Αντίθετα έδωσε μαρτυρία πως τα λόγια του ήταν αληθινά. Ο ιερέας τον όρκισε, του είπε την «κατηγορία» και ο Χριστός την δέχτηκε. Και για να επιστρέψουμε στον απόστολο Παύλο, πολλές φορές όταν θέλει να πει κάτι και να πείσει αυτούς που τον ακούν πως λέει την αλήθεια, χρησιμοποιεί το όνομα του Θεού. Πόσο πιο κοντά στον όρκο μπορεί να έρθει κανείς από τα λόγια του αποστόλου; Αν υποθέσουμε πως ο χριστιανός δεν πρέπει να ορκίζεται ούτε στο δικαστήριο, μπορούμε τότε να πούμε πως επιτρέπεται να πει, «Μάρτυρας μου ο Θεός πως λέω την αλήθεια»; Αυτό είπε ο απόστολος Παύλος. Γιατί να μην το πούμε και εμείς; Μα αν το πούμε, τότε ορκιστήκαμε! Αυτό ζητούσε και το δικαστήριο ευθύς εξ’ αρχής.

Ρωμαίους α:9, Επειδή μάρτυς μου είναι ο Θεός, τον οποίον λατρεύω δια του πνεύματός μου εν τω ευαγγελίω του Υιού αυτού, ότι αδιαλείπτως σας ενθυμούμαι

Γαλάτες α:20 Όσα δε σας γράφω, ιδού, ενώπιον του Θεού ομολογώ ότι δεν ψεύδομαι.

Φιλιππησίους α:8, Διότι μάρτυς μου είναι ο Θεός, ότι σας επιποθώ πάντας με σπλάγχνα Ιησού Χριστού.

Α΄ Θεσσαλονικείς β:5, 10 Διότι ούτε λόγον κολακείας μετεχειρίσθημέν ποτε, καθώς εξεύρετε, ούτε πρόφασιν πλεονεξίας, μάρτυς ο Θεός, Σεις είσθε μάρτυρες και ο Θεός ότι οσίως και δικαίως και αμέμπτως εφέρθημεν προς εσάς τους πιστεύοντας,

Β΄ Κορινθίους α:23 Εγώ δε μάρτυρα τον Θεόν επικαλούμαι εις την ψυχήν μου, ότι φειδόμενος υμών δεν ήλθον έτι εις Κόρινθον.

Ρωμαίους θ:1 -2 Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου.

Αυτοί είναι και δύο επιπλέον λόγοι, που με κάνουν να σκεφτώ ότι σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί ο χριστιανός και να ορκιστεί, π.χ δικαστήριο, στρατός. [1. Το παράδειγμα του Χριστού, 2. Τα λόγια του αποστόλου Παύλου 3. Το ότι ο Θεός ορκίζεται, (Εβραίους ς:17-19), και μου ζητάει να Τον μιμούμαι (Εφεσίους ε:1). Αν δεν είναι έτσι, τότε ο λόγος του Θεού αντιφάσκει. Αν δεν μπορεί ο πιστός να ακολουθήσει το παράδειγμα του Χριστού, ο οποίος κατέθεσε υπό όρκον, τότε τι άλλο να κάνει;]

Ζούμε σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην απάτη. Γι’ αυτό και προσλαμβάνονται οι δικηγόροι για να βρουν τις τρύπες τις νομικές στα συμβόλαια, να τα παραβούν. Ούτε τα συμβόλαια ισχύουν πια. Αν πιάσεις μια εγγύηση στα χέρια σου, πρέπει να είσαι σίγουρος πως θα διαβάσεις τα μικρά γράμματα κάτω-κάτω που χρειάζεται και μεγενθυτικός φακός για να είσαι σίγουρος σε πόσες δεκάδες υποπεριπτώσεις δεν καλύπτεσαι.

Κανένας δεν κρατάει τον λόγο του. Ζούμε σε ένα κόσμο που το ψέμα έχει γίνει επιστήμη και ο ένας προσπαθεί να κοροϊδέψει τον άλλον και να υποστηρίζεται από τον νόμο. Ο Θεός μας όμως πάντα λέει αλήθεια. Ποτέ δεν λέει κάτι που δεν το εννοεί. Ποτέ δεν αθετεί τις υποσχέσεις Του. Είναι αψευδής: Τίτος 1:2-3. Είναι πιστός. Και μας καλεί να Του μοιάσουμε σε κάθε είδους συμπεριφορά: Α΄ Πέτρου α: 15-16.
Όσον αφορά την περικοπή από τον Ιάκωβο ε:12, νομίζω πως καλύπτεται εννοιολογικά από τον Ματθαίο ε:33-37 και για αυτό δεν αναφέρομαι εκεί.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Χριστού είναι πως αν χρειάζεται να ορκιζόμαστε σε οτιδήποτε για να μας πιστεύουν, τότε «το περισσόν» του ναι και του όχι είναι εκ του πονηρού. Ο Θεός θέλει να είμαστε άνθρωποι του λόγου μας, χωρίς να χρειάζεται να ορκιζόμαστε. Και ναι, επιτρέπεται να ορκιζόμαστε, όταν αυτό γίνεται με όλη την σοβαρότητα που απαιτεί η δεδομένη περίσταση.
----------------------------------------------------------------------------
[1] Το Μίσνα είναι το απόσταγμα της Ραββινικής διδασκαλίας. Ξεκίνησε η συλλογή των ραββινικών διδασκαλιών κάπου τον 2ο π.Χ. αιώνα και ολοκληρώθηκε με το κλείσιμο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το αντικείμενο της προσπάθειας αυτής ήταν η διαφύλαξη, καλλιέργεια και εφαρμογή της ζωής του «Νόμου» που ονομάζεται στα Εβραϊκά «Τόρα» και περιλαμβάνει όλη την Πεντάτευχο. Ιδιαίτερα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. και μετά το Μίσνα πήρε στον Ιουδαϊσμό την θέση που έχει η Καινή Διαθήκη για τους Χριστιανούς. Αντανακλά λοιπόν, τα ήθη, διδασκαλίες και κανόνες που ο Χριστός έζησε στην Παλαιστίνη. Καθρεφτίζει τις Ιουδαϊκές παραδόσεις τις οποίες τόσο συχνά ο Κύριός μας καυτηρίασε.