«Και βλέπομεν ότι διά απιστίαν δεν
ηδυνήθησαν να εισέλθωσι». (Εβρ.γ:19)
Απ’ όλες τις αμαρτίες που
αναφέρονται μέσα στο λόγο του Θεού, υπάρχει μία που στέκεται πιο ψηλά απ’ όλες
τις άλλες. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτή η αμαρτία θα μπορούσε να πει
κανείς ότι φανερώνεται με θρασύτητα στις ζωές αυτών που η κοινωνία θεωρεί σαν
τους πιο διαπρεπείς και αγαπητούς ανθρώπους. Ανθρώπους που στέκονται σ’ ένα
ύψος σαν παραδείγματα ηθικής άξια για να τα μιμηθεί κανείς.
Ο λόγος που η απιστία είναι τόσο μεγάλη
αμαρτία είναι γιατί κάνει το Θεό να φαίνεται ψεύτης. Αν εγώ σου πω κάτι που δεν
το πιστεύεις, αυτό σημαίνει ότι για σένα είμαι ένας ψεύτης. Ο Θεός το έχει
σχεδιάσει έτσι, ώστε αυτός που πιστεύει σ’ Αυτόν να είναι δίκαιος ενώπιόν Του.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να δικαιωθεί (Ρωμ.γ:22),
ακόμα κι αν η ηθική του είναι τέλεια και τα έργα του υπεράνω πάσης υποψίας. Γι’ αυτό διαβάζουμε στον Ιωαν.γ:18 «Όστις
πιστεύει εις αυτόν δέν κρίνεται, όστις όμως δέν πιστεύει είναι ήδη κεκριμένος,
διότι δέν επίστευσεν εις τό όνομα τού μονογενούς Υιού τού Θεού». Η απιστία
είναι που καταδίκασε τον κόσμο απ’ την αρχή, όταν η Εύα δεν πίστεψε στο λόγο
του Θεού, αλλά στο ψέμα του διαβόλου.







































