Ιερ.κθ:1-7 Και ούτοι είναι οι λόγοι
της επιστολής, την οποίαν Ιερεμίας ο προφήτης έστειλεν από Ιερουσαλήμ προς τους
υπολοίπους των πρεσβυτέρων της αιχμαλωσίας και προς τους ιερείς και προς τους
προφήτας και προς πάντα τον λαόν, τον οποίον ο Ναβουχοδονόσορ έφερεν αιχμάλωτον
από Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα, αφού Ιεχονίας ο βασιλεύς και η βασίλισσα και
οι ευνούχοι, οι άρχοντες του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ και οι ξυλουργοί και οι
χαλκείς εξήλθον από Ιερουσαλήμ, διά χειρός Ελασά υιού του Σαφάν και του
Γεμαρίου υιού του Χελκίου, τους οποίους Σεδεκίας ο βασιλεύς του Ιούδα
απέστειλεν εις την Βαβυλώνα προς Ναβουχοδονόσορ τον βασιλέα της Βαβυλώνος·
λέγων, Ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, προς πάντας
εκείνους, οίτινες εφέρθησαν αιχμάλωτοι, τους οποίους εγώ έκαμον να φερθώσιν
αιχμάλωτοι από Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα· οικοδομήσατε οίκους και
κατοικήσατε· και φυτεύσατε κήπους και φάγετε τον καρπόν αυτών· λάβετε γυναίκας
και γεννήσατε υιούς και θυγατέρας· και λάβετε γυναίκας διά τους υιούς σας και
δότε τας θυγατέρας σας εις άνδρας και ας γεννήσωσιν υιούς και θυγατέρας και
πληθύνθητε εκεί και μη σμικρυνθήτε· και ζητήσατε την ειρήνην της πόλεως, όπου
εγώ σας έκαμον να φερθήτε αιχμάλωτοι, και προσεύχεσθε υπέρ αυτής προς τον
Κύριον· διότι εν τη ειρήνη αυτής θέλετε έχει ειρήνην.