Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ


“Δεν είμαι απόστολος; δεν είμαι ελεύθερος; Δεν είδον τον Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών; Δεν είσθε σεις το έργον μου εν Κυρίω; Αν δεν ήμαι εις άλλους απόστολος, αλλ’ εις εσάς τουλάχιστον είμαι διότι η σφραγίς της αποστολής μου σεις είσθε εν Κυρίω. Η απολογία μου εις τους ανακρίνοντας με είναι αύτη...” (Α’ Κορ.θ:1-3).
           
Ο Παύλος παρουσίασε τις αποδείξεις της αποστολής του. Οι ίδιοι οι Κορίνθιοι γνώριζαν ότι ο Παύλος ήταν απόστολος, αφού ήταν το έργο του εν Κυρίω και η σφραγίς της αποστολής του. Το δεύτερο εδάφιο μιλάει “για άλλους” που δεν δέχονται την αποστολή του, και το τρίτο εδάφιο μνημονεύει εκείνους που τον “ανακρίνουν”. Απ’ αυτό μπορούμε να καταλάβουμε ότι μερικοί πιστοί προσπαθούσαν να δυσφημίσουν την αποστολή του Παύλου.

Υπερασπίστηκε την αποστολικότητά του και χρησιμοποίησε επιχειρήματα που υποστηρίζουν το δικαίωμα του εργάτη να παίρνει οικονομική βοήθεια από την εκκλησία. Η επίθεση λοιπόν στην αποστολική του ιδιότητα είχε να κάνει με την υπεράσπισή του για τη συντήρηση των εργατών. Αυτή η παρατήρηση είναι πολύ σημαντική για να καταλάβουμε τη σωστή σημασία του κεφαλαίου.
Το τρίτο εδάφιο είναι το εδάφιο κλειδί του κεφαλαίου. Ολόκληρο το κεφάλαιο είναι μια άμυνα εναντίον εκείνων που τον κατηγορούν. Ο Παύλος, έχοντας κατηγορηθεί, ξεκινάει την υπεράσπισή του σαν δικηγόρος.
“Μη δεν έχωμεν εξουσίαν να φάγωμεν και να πίωμεν;” (εδ.4). Ο Παύλος δήλωσε ότι είχε το δικαίωμα να συντηρείται από τις εκκλησίες για τις βασικές του ανάγκες. Όχι μόνο δεν είναι μια αντίκρουση στο δικαίωμα του εργάτη που κάνει το έργο του Κυρίου να παίρνει χρήματα, αλλά το Α’ Κορ.θ:1-18 είναι μια ικανοποιητική απόδειξη αυτού του δικαιώματος.
“Μη δεν έχωμεν εξουσίαν να συμπεριφέρωμεν αδελφήν γυναίκα ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς;” (εδ.5). Ο απόστολος διακήρυξε ότι είχε το δικαίωμα να παντρευτεί και η εκκλησία να καλύπτει τα έξοδα που προκύπτουν από τη συντήρηση μιας οικογένειας.
“Ή μόνος εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχομεν εξουσία να μη εργαζώμεθα;” (εδ.6). Ο Παύλος υποστήριζε ότι είχε το δικαίωμα να μην εργάζεται και να συντηρείται από την εκκλησία. Αυτή η φράση φαίνεται να δείχνει ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας ανήκαν σε μια μειονότητα εργατών που εργάζονταν με τα χέρια τους αντί να συντηρούνται από την εκκλησία. Με άλλα λόγια, η πλειοψηφία των εργατών συντηρούνταν από την εκκλησία.
Τα εδάφια 4-6 μιλάνε για τρία αποστολικά δικαιώματα: Το να συντηρείται οικονομικά από την εκκλησία, το να μπορεί να παντρεύεται και να έχει οικογένεια, και το να μπορεί να αφιερώνει όλο το χρόνο του στο έργο του Θεού χωρίς να κάνει άλλη δουλειά. Σ’ αυτά τα τρία εδάφια, ο Παύλος έκανε τρεις ερωτήσεις στους Κορίνθιους, που ήξεραν ήδη τις απαντήσεις. Ο Παύλος ήξερε ότι αναγνώριζαν το σχέδιο του Θεού για την συντήρηση της διακονίας. Απευθυνόταν στην κοινή τους λογική και στη γνώση τους μέσα από το Λόγο του Θεού.
Είχε ξοδέψει ένα χρόνο και έξι μήνες οδηγώντας τους μέσα στο λόγο του Θεού (Πραξ.ιη:11). Η μόνη διαθέσιμη Γραφή στον Παύλο ήταν η Παλιά Διαθήκη, και είναι λογικό να πιστεύει κανείς ότι στη διάρκεια ενάμισι χρόνου τους δίδαξε χρησιμοποιώντας το Νόμο και τους Προφήτες, το καθήκον κάθε πιστού να συντηρεί τη διακονία. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα μπορούσε να ρωτήσει την ερώτηση “δεν έχωμεν εξουσίαν να φάγωμεν και πίωμεν;” Ο Παύλος μπορούσε να συζητάει μαζί τους μόνο πράγματα που τους είχε διδάξει. Είναι σίγουρο ότι τους δίδαξε το καθήκον τους να υποστηρίζουν τη διακονία.