Δαν.ι:2-3 Εν ταις ημέραις εκείναις εγώ ο Δανιήλ ήμην
πενθών τρεις ολοκλήρους εβδομάδας. Άρτον επιθυμητόν δεν έφαγον και κρέας και
οίνος δεν εισήλθεν εις το στόμα μου ουδέ ήλειψα εμαυτόν παντελώς, μέχρι
συμπληρώσεως τριών ολοκλήρων εβδομάδων.
Ο Δανιήλ προσευχόταν και πενθούσε για τρεις ολόκληρες
εβδομάδες. Δεν μας αναφέρει για ποιο λόγο προσευχόταν. Όμως πιστεύουμε ότι θα
προσευχόταν για τα σχέδια του Θεού με το λαό Του τον Ισραήλ όπως συνήθως.
Οπωσδήποτε δεν θα προσευχόταν για να καταλάβει ένα ανώτερο αξίωμα στην Περσική
αυλή. Προσευχόταν για τον λαό του Θεού, πιθανόν επειδή υπήρχαν πολλά εμπόδια ως
προς την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού. Διαβάσαμε ήδη στο βιβλίο του Έσδρα,
κεφάλαιο δ, σχετικά με τα εμπόδια που υπήρξαν.
Είδαμε ότι σε όλη τη διάρκεια
της βασιλείας του Κύρου, οι Σαμαρείτες, που ήταν ο λαός της γης, έστελναν
συμβούλους στον βασιλιά της Περσίας για να τον επηρεάσουν και να διατάξει την
παύση των εργασιών της ανοικοδόμησης του ναού. Και μας λέει ο λόγος του Θεού
ότι εμποδίστηκαν στο έργο τους όχι μόνο καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του
Κύρου, αλλά και του βασιλιά που ήρθε μετά τον Κύρο. Και ο Δανιήλ θα προσευχόταν
γι’ αυτά τα εμπόδια. Προσευχόταν για την κατάσταση του λαού του Θεού, γιατί
αυτό ήταν που ενδιέφερε άμεσα την καρδιά του.
Άρτον επιθυμητόν
δεν έφαγον
Αυτό σημαίνει ότι καμμιά τροφή δεν του προξενούσε
ευχαρίστηση. Βρισκόταν σε μια κατάσταση πένθους για τον λαό του. Δεν είχε
καμμιά διάθεση να φάει και να πιεί. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν ο Κύριος να
κάνει έλεος στον λαό του και να εκπληρώσει την υπόσχεση του προς αυτούς.
ουδέ ήλειψα εμαυτόν
παντελώς
Το ότι άλειφε κάποιος τον εαυτόν του, ήταν σύμβολο ευλογίας,
και όταν δεν αλειφόταν, αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν σε θλίψη και σε κατάσταση
πένθους, και δεν τον ενδιέφερε τίποτα από εκείνα τα πράγματα που πριν τον
ευχαριστούσαν. Απαρνιόταν τελείως τον εαυτό του.
Δαν.ι:4 Και την εικοστήν τετάρτην ημέραν του πρώτου
μηνός, ενώ ήμην παρά την όχθην του μεγάλου ποταμού, όστις είναι ο Τίγρις,
Ο Δανιήλ βρίσκεται στην όχθη του ποταμού Τίγρη. Ο Τίγρης
έρρεε μέσα από την επαρχία της Βαβυλώνας και ήταν στα δυτικά σύνορα της
επαρχίας του Ελάμ όπου βρισκόταν η πρωτεύουσα της Περσίας.
Δαν.ι:5 εσήκωσα τους οφθαλμούς μου και είδον και
ιδού, εις άνθρωπος ενδεδυμένος λινά και αι οσφύες αυτού ήσαν περιεζωσμέναι με
χρυσίον καθαρόν του Ουφάζ,
Αυτή η μορφή στεκόταν ή αιωρούνταν πάνω στο νερό. Στο
Δαν.ιβ:6 μας λέει ότι «ήτο επάνωθεν των
υδάτων του ποταμού». Πρόκειται για την ίδια μορφή. Έτσι μπορούμε να πούμε
ότι ήταν επάνω ή υπεράνω των υδάτων του ποταμού. Αυτή η μορφή δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά μια φανέρωση του Θεού, που αντιπροσώπευε τον Θεό. Μπορεί να ήταν ο
άγγελος του Γιάχβε, όμως πιστεύουμε ότι ήταν φανέρωση του Θεού και όχι απλά
φανέρωση ενός αγγέλου.
Υπάρχει ένα παράλληλο κείμενο στον Δαν.η:16 όπου ο Δανιήλ
άκουσε «φωνή ανθρώπου εν μέσω του Ουλαΐ»
στα Σούσα. Όταν μεταφέρθηκε μέσα στην όραση με τον κριό και τον τράγο. Και εδώ
άκουσε τη φωνή ανθρώπου εν μέσω του ποταμού Ουλαΐ, και αυτή η φωνή είπε: «Γαβριήλ,κάμε τον άνθρωπον τούτον να εννοήσει
την όρασιν». Εδώ είναι φανερό ότι ο Θεός μιλάει με φωνή ανθρώπου και
προστάζει τον Γαβριήλ να κάνει τον Δανιήλ να εννοήσει την όραση. Από αυτό
μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και εδώ στο κεφάλαιο ι:5 φανερώθηκε ο Θεός και
μίλησε στον Δανιήλ δια μέσου αγγέλου.
Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αυτή η φανέρωση του Θεού
με μορφή ανθρώπου αιωρούνταν ή στεκόταν πάνω στον ποταμό Τίγρη, γιατί ο Τίγρης
ήταν η μεγαλύτερη φυσική πηγή ζωής για το Περσικό κράτος και τη Βαβυλώνα. Αν το
πάρουμε συμβολικά, τότε ο Θεός είναι που βασιλεύει πάνω στην Περσική
αυτοκρατορία η οποία κατέκτησε τη Βαβυλώνα. Ο ποταμός αντιπροσωπεύει την
αυτοκρατορία, ακριβώς όπως ο ποταμός Νείλος αντιπροσωπεύει την Αίγυπτο. Και με
αυτή τη θέση της φανέρωσης Του πάνω στον ποταμό Τίγρη, ο Θεός θέλει να δείξει
ότι εξουσιάζει πάνω σε όλα τα βασίλεια του κόσμου, καθώς και πάνω στην
αυτοκρατορία η οποία βρισκόταν εκείνο τον καιρό στην εξουσία. Αν και καμία
εξουσία δεν μένει αιώνια, αλλά συνεχώς εναλλάσσονται και η μία αυτοκρατορία
κατακτά και διαδέχεται την άλλη, όμως ο Θεός εξουσιάζει πάνω σε όλες τις
αυτοκρατορίες που πέρασαν από το πρόσωπο της γης.
Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι πρόκειται να δούμε τον
πόλεμο μεταξύ του Σατανά και του λαού του Θεού. Ο Θεός θέλει να το γνωρίζουμε
αυτό και μας το δείχνει εδώ συμβολικά από την αρχή ότι εξουσιάζει, και
κυβερνάει πάνω σε όλα τα βασίλεια του κόσμου. Αν και φαίνεται ότι ο λαός του
Θεού υποφέρει, όμως ο Θεός δεσπόζει πάνω σε όλο το πρόσωπο της γης και δεν θα
βραδύνει να εκπληρώσει τα σχέδια Του για τους αγίους Του.
Τώρα αυτή η μορφή μπορεί να είναι ο άγγελος της παρουσίας
του Κυρίου, ο άγγελος της φανέρωσης του Γιάχβε, αγγελιοφόρος του Γιάχβε. Αυτός
ο άγγελος του Κυρίου δεν είναι άγγελος με την έννοια των άλλων αγγέλων. Δεν
είναι μια κατώτερη ύπαρξη δια μέσου της οποίας ο Θεός φανέρωσε τον Εαυτό Του ή
που ο Θεός έστειλε, αλλά μια φανέρωση που χρησιμοποιεί ο Θεός όσο αφορά στη
σχέση του με τον άνθρωπο στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι ο ίδιος ο Θεός.
Ο Δανιήλ αποκαλεί αυτόν που βλέπει στην όραση «Κύριο» στα
εδάφια 16,17&19. Η εβραϊκή λέξη για τη λέξη «Κύριος» είναι « Αδών» και όχι
«Αδωνάι», όχι Κύριος των Κυρίων, αλλά Κύριος. Η λέξη «Αδών» χρησιμοποιείται για
τον Θεό. Στο εδάφιο 17, ο Δανιήλ αποκαλεί τον εαυτό του δούλο. Λέει: «Και πως δύναται ο δούλος τούτου του κυρίου
μου να λαλήση μετά του κυρίου μου τούτου;» Αναφέρεται και μιλάει στον Θεό.
Τώρα σχετικά με τον άγγελο του Γιάχβε, θα αναφέρουμε μερικά
εδάφια όπου αναφέρεται πάλι ο άγγελος του Γιάχβε.
Στη Γέν.ιη διαβάζουμε για τους τρείς άντρες που επισκέφθηκαν
τον Αβραάμ. Στο εδ.1 μας λέει ότι «Και
εφάνη εις αυτόν ο Κύριος εις τας δρυς Μαμβρή». Στο εδ.33 λέει ότι «ανεχώρησεν ο Κύριος, αφού έπαυσε να λαλή
προς τον Αβραάμ».
Στο ιθ:1 διαχωρίζει τους δύο αγγέλους που πήγαν και
κατέστρεψαν τα Σόδομα από τον άλλο άγγελο, ο οποίος εμφανίσθηκε με μορφή
ανθρώπου και τον οποίο ο Αβραάμ αποκαλεί Κύριο. Αυτός ήταν ο άγγελος του
Γιάχβε. Ο Θεός φανέρωσε τον Εαυτό Του με μορφή και εμφάνιση ανθρώπου μέσω
αγγέλου.
Πάλι στη Γέν.λβ:24 και 30 μας λέει για τον Ιακώβ ότι «επάλαιε μετ' αυτού άνθρωπος έως τα χαράγματα
της αυγής», όμως στο εδ.30 λέει ο Ιακώβ ότι «είδον τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εφυλάχθη η ζωή μου».
Δεν είδε τον Θεό τον ίδιο, αλλά τη φανέρωση του Θεού μέσω
του αγγέλου.
Και στους Κριτές, κεφ.ιγ, μας αναφέρει για τον άγγελο του
Κυρίου. Στο εδάφιο 3 μας λέει ότι «εφάνη
άγγελος Κυρίου εις την γυναίκα» του Μανωέ του πατέρα του Σαμψών, και της
είπε ότι πρόκειται να γεννήσει υ ιόν. Ο Μανωέ δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο
άγγελος του Γιάχβε. Νόμισε ότι ήταν κάποιος άλλος άγγελος και τον προσκύνησε.
Και στο 21 εδάφιο μας λέει ότι «Τότε
εγνώρισεν ο Μανωέ ότι ήτο άγγελος Κυρίου». Στο εδ.22 όμως ο Μανωέ είπε «Βεβαίως θέλομεν αποθάνει, διότι είδομεν τον
Θεόν».
Φαίνεται πάλι καθαρά, ότι ήταν ο Γιάχβε που φανερώθηκε στον
Μανωέ και τη γυναίκα του μέσω αγγέλου.