Στις Παρ.κς:4 μας λέει να μην απαντάμε σε έναν ανόητο, αλλά
το αμέσως επόμενο εδάφιο λέει να απαντάμε σ’ έναν ανόητο. Επιφανειακά
παραξενεύομαι, γιατί αυτά τα δύο εδάφια φαίνεται να αντιφάσκουν. Μπορώ λοιπόν, ή
δεν μπορώ να απαντάω στον ανόητο; Αυτό εγείρει ένα μεγαλύτερο θέμα, σχετικά με
τον τρόπο που πρέπει να εφαρμόζουμε αυτά που διαβάζουμε στο βιβλίο των Παροιμιών.
Μία από τα δύο μεγάλες κατηγορίες των παροιμιών είναι γνωστή
σαν συνηθισμένες παροιμίες (η άλλη είναι περιγραφικές). Μια συνηθισμένη
παροιμία επιδιώκει κάτι περισσότερο από το να μας πει απλά πως έχουν τα
πράγματα. Επιδιώκει να χαρακτηρίσει μια στάση ή μια ενέργεια για να επηρεάσει
τη συμπεριφορά. Θα περιγράψουμε τρεις τύπους συνηθισμένων παροιμιών που θα μας
βοηθήσουν στην εφαρμογή τους.
1. Συνηθισμένη
παροιμία που επιτρέπει εξαιρέσεις σε μια γενικότητα. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο
κατηγορίες γενικεύσεων. Πρώτη, παροιμίες που επιτρέπουν περιορισμούς σε
διάφορες περιστάσεις. Η περίπτωση που είδαμε στις Παρ.κς:4-5 είναι σίγουρα ένα
παράδειγμα αυτού. Υπάρχουν περιβάλλοντα που θα πρέπει να αποφύγουμε να απαντήσουμε
σε έναν ανόητο, για να μην εξομοιωθούμε μ’ αυτόν, υπάρχουν όμως περιπτώσεις που
πρέπει να απαντήσουμε στον ανόητο, για να μην φαίνεται σοφός στα μάτια του. Εδώ
χρειάζεται η θεία διάκριση που θα καθορίσει ποια παροιμία να ακολουθήσουμε κάθε
φορά. Ακόμα, ο σοφός προγραμματισμός και η σωστή συμβουλή επαινούνται στις Παρ.ιε:22.
Ωστόσο, αυτό αντισταθμίζεται στις Παρ.ιθ:21, «Είναι πολλοί λογισμοί εν τη καρδία του ανθρώπου· η βουλή όμως του
Κυρίου, εκείνη θέλει μένει». «Η
ανοησία είναι συνδεδεμένη μετά της καρδίας του παιδίου» στις Παρ.κβ:15
μπορεί να είναι ένα εμπόδιο για την Παρ.κβ:6.
Δεύτερη κατηγορία, οι παροιμίες που είναι γενικεύσεις,
επειδή έχουν να κάνουν με την οικονομία του Νόμου. Για παράδειγμα, στις Παρ.ι:22
λέει, «Η ευλογία του Κυρίου πλουτίζει,
και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν». Οι ευλογίες του πλούτου είχαν
υποσχεθεί στους υπάκουους Ισραηλίτες στο Δευτ.κη:8-14. Αυτού του είδους η
υπόσχεση έχει χρονικούς περιορισμούς, δεδομένου ότι δεν είναι για τους πιστούς
της Καινής Διαθήκης. Κατά καιρούς, μια γενίκευση μπορεί ακόμη και να
περιορίζεται και στην οικονομία του Νόμου. Ένα παράδειγμα αυτού είναι στις Παρ.ι:30,
«Ο δίκαιος εις
τον αιώνα δεν θέλει σαλευθή· οι
δε ασεβείς δεν θέλουσι κατοικήσει την γην». Όταν αυτό το κείμενο λέει ότι «ο δίκαιος δεν θέλει σαλευθή», αναφέρεται
στους δίκαιους Ισραηλίτες που δεν θα σαλευτούν από τη γη του Ισραήλ. Ωστόσο,
υπήρχαν εξαιρέσεις σ’ αυτό, δηλαδή, ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ και ο Δανιήλ. Ενώ
αναγνωρίζουμε αυτό το είδος της εξαίρεσης, η παρατήρησή μου είναι ότι η έμφαση στη
«γη», σ’ αυτή την παροιμία, δείχνει
ότι γράφτηκε κάτω από την οικονομία του Νόμου και η άμεση εφαρμογή της αφορά σε
όσους ζούσαν κάτω από το νόμο, αν και η εφαρμογή της επιτρέπει εξαιρέσεις.
2. Συνηθισμένη
παροιμία που δεν έχει εξαιρέσεις, που είναι απόλυτα ηθική. Αυτό είναι συχνά
αλήθεια στις Παροιμίες που αναφέρονται σε μια ενέργεια ή σε ένα χαρακτηριστικό
του Θεού. Στις Παρ.ια:1 λέει, «Δολία
πλάστιγξ βδέλυγμα εις τον Κύριον· δίκαιον δε ζύγιον ευαρέστησις αυτού». Ένα
άλλο παράδειγμα είναι στις Παρ.ιδ:31, «Ο
καταθλίβων τον πένητα ονειδίζει τον Ποιητήν αυτού· ο δε τιμών αυτόν ελεεί τον
πτωχόν». Το εκπαιδευτικό υλικό στις Παρ.ε ενάντια στη μοιχεία, διατηρώντας
μια σωστή συζυγική σχέση είναι μια απόλυτη ηθική. «Μη μοιχεύσης» (Έξοδ.κ:14).
3. Συνηθισμένη
παροιμία που μπορεί να είναι και απόλυτα ηθική και να περιέχει γενίκευση. Οι
Παρ.γ:1-2 είναι μια προτροπή τιμής του πατέρα, με μια υπόσχεση μακροζωίας και
ειρήνης. Η εντολή τιμής προς τους γονείς είναι απόλυτα ηθική, αλλά η υπόσχεση
για μακροζωία είναι μόνο μια γενίκευση, γιατί ο Ιησούς Χριστός που ήταν η
ενσάρκωση της τιμής στους γήινους γονείς Του, σταυρώθηκε στα τριάντα του.
Ο Θεός να μας δώσει ευθυκρισία για να μπορούμε να την εφαρμόσουμε
στη σοφία των Παροιμιών.