Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Υπέρ πάντων...




Α’ Θεσ.ε:16,17 Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε

Πολύ συχνά ακούμε, πως είναι δυνατόν να προσευχόμαστε αδιαλείπτως; Χωρίς διάλειμμα; Χωρίς διακοπή; Και τι θα λέμε;

Είναι το ερώτημα αυτό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που δεν έχουν καταλάβει τίποτα για την προσευχή. Έχουν άγρια μεσάνυχτα. Νομίζουν πως η προσευχή χρειάζεται μόνο σαν πρόκειται να κάνουν εγχείρηση. Όταν ψάχνουν να βρουν δουλειά. Όταν το παιδί δίνει εξετάσεις. Όταν έχουν δικαστήριο. Ε, όχι φίλε μου. Λάθος. Χωράνε και αυτά στην προσευχή, μα δεν είναι μόνο αυτά. Άλλο είναι η προσευχή.


Την απάντηση την βρίσκουμε πάλι στο «Προσευχόμενοι υπέρ πάντων των αγίων». Για όλους. Και όχι συλλογικά. Όλους με μια φτυαριά. Μα ονομαστικά. Έναν έναν. Με το όνομά του. Την περίπτωση του προβλήματός του. Τουλάχιστον, αυτούς που γνωρίζεις. Αυτούς που είναι δίπλα σου. Που τα χνώτα τους, ανακατεύονται με τα δικά σου.

Και πάλι φαίνεσαι ν' απορείς. Και πως θα γίνει αυτό; Πώς είναι δυνατόν; Λοιπόν θα σου αναφέρω μερικά παραδείγματα. Μου έκαναν εντύπωση γι' αυτό τα θυμάμαι. Γι’ αυτό δεν τα ξέχασα. Δεν λέω να τα αντιγράψεις. Και αν το κάνεις κακό δεν είναι. Μπορείς όμως να βρεις το δικό σου σύστημα. Είναι πρακτικές εφαρμογές. Τίποτα άλλο.

Μια μέρα, πάνε πάνω από τριάντα πέντε χρόνια από τότε, συνάντησα έναν ηλικιωμένο αδελφό. Σαν με ρώτησε ποιος είμαι, και του είπα, χάρηκε και με ρώτησε για κάποιον άλλον. «Δεν είμαι περίεργος μου είπε. Προσεύχομαι γι’ αυτόν και πρέπει να ξέρω, ώστε ανάλογα να προσεύχομαι. Έχει τον αριθμό 76». Στην αρχή δεν κατάλαβα. Αργότερα κατάλαβα. Είχε ένα αρχείο με ονόματα, μέσα στον όποιο ήμουν και εγώ και το πρόσωπο, που ζητούσε πληροφορίες. Δεν μπόρεσα να το ξεχάσω από τότε.

Μια πιστή γυναίκα, πήρε, πρωί, κατά τις δέκα, μίαν άλλη στο τηλέφωνο. Κουβεντιάσανε αρκετά. Μα ξαφνικά η δεύτερη διέκοψε την πρώτη, λέγοντάς της, πως το τηλεφώνημά της, την έκοψε από την προσευχή της και θα πρέπει να συνεχίσει και να την τελειώσει. Μα πρόσθεσε και κάτι άλλο. «Ξέρεις, έμεινα στα Γιαννιτσά. Και έχω πολύ ακόμη». Η άλλη, αμέσως δεν κατάλαβε. Σκέφθηκε και ξανασκέφθηκε και ανακάλυψε, πως η άλλη προσευχότανε ακολουθώντας το γεωγραφικό χάρτη, από βορρά προς νότο. Ανέφερε όλους που γνώριζε από Αλεξανδρούπολη μέχρι Χανιά και Ηράκλειο. Και το τηλεφώνημα την έκοψε στα Γιαννιτσά, λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη. Και είχε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει προσευχόμενη. Θεσσαλία, Στερεά, Πελοπόννησο, Κρήτη.

Ένας αδελφός είχε ένα τετράδιο και μέσα κατά κατηγορίες έγραφε τα ονόματα όλων που προσευχότανε. Με τον καιρό γέρασε και αρρώστησε. Δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Μα ούτε και να διαβάσει. Σέ λίγο έφυγε για τον ουρανό. Τότε, άρπαζε το τετράδιό του, φθαρμένο πιά, και το κουνούσε πάνω από το κεφάλι του λέγοντας «Κύριε, και για όλους αυτούς, που είναι εδώ μέσα γραμμένοι». Έφυγε προσευχόμενος.

Μια γυναίκα εργαζότανε σιδερώτρα στο σπίτι της. Σιδέρωνε και προσευχότανε. Μα για να μην χάνει τα ονόματα, γέμισε, από τον ένα τοίχο στον άλλο σπόγγους, που πάνω τους είχε κρεμάσει χαρτάκια με καρφίτσες και ο' αυτά είχε γραμμένα τα ονόματα. Σιδέρωνε και τα διάβαζε. Και προχωρούσε στο σιδέρωμα. Δεν ξεχνούσε κανένα.

Οι άνθρωποι της προσευχής. Που δεν τους ξέρουν οι άλλοι, μα τους ξέρει ο Θεός. Οι άνθρωποι της πραγματικής αγάπης. Οι άνθρωποι που κρατάνε εκκλησίες μα και έθνη στα χέρια τους. Ή στα χείλη τους, που προσεύχονται.

Τί σπουδαίο, να σε καλέσει ο Κύριος κοντά Του, διακόπτοντας στη μέση την προσευχή σου... για τους άλλους. Μια προσευχή αγάπης.