Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

ΟΡΘΟΤΟΜΟΥΝΤΕΣ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ 15 - Ο Αρχιερέας και τα Άγια των Αγίων


«τήν οποίαν έχομεν ως άγκυραν τής ψυχής ασφαλή τε καί βεβαίαν καί εισερχομένην εις τό εσωτερικόν τού καταπετάσματος, όπου ο  Ιησούς εισήλθεν υπέρ ημών πρόδρομος, γενόμενος αρχιερεύς εις τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ.ς:19,20)

Η θαυμαστή αλήθεια της Καινής Διαθήκης σχετικά με τον Αρχιερέα μας, καθώς συγκρίνεται με αυτή της Παλαιάς Διαθήκης, παρουσιάζεται τόσο θαυμαστά στην επιστολή προς Εβραίους που αρκεί κανείς να διαβάσει τα εδάφια για να δει την ομορφιά του τύπου και του αντιτύπου. Διαβάζουμε λοιπόν:


«Εις δέ τήν δευτέραν άπαξ τού ενιαυτού εισέρχεται μόνος ο αρχιερεύς, ουχί χωρίς αίματος, τό οποίον προσφέρει υπέρ έαυτού καί τών εξ αγνοίας αμαρτημάτων τού λαού, καί τούτο εδηλοποίει τό Πνεύμα τό  Αγιον, ότι δέν ήτο πεφανερωμένη η εις τά άγια οδός, επειδή η πρώτη σκηνή ίστατο έτι· ήτις ήτο τύπος εις τόν τότε παρόντα καιρόν, καθ' όν προσεφέροντο δώρα καί θυσίαι, αίτινες δέν ηδύναντο νά κάμωσι τέλειον κατά τήν συνείδησιν τόν λατρεύοντα, επειδή ήσαν διατεταγμένα μόνον εις βρώματα καί πόματα καί διαφόρους βαπτισμούς καί διατάξεις σαρκικάς, μέχρι καιρού διορθώσεως. Ελθών δέ ο Χριστός αρχιερεύς τών μελλόντων αγαθών διά τής μεγαλητέρας καί τελειοτέρας σκηνής, ουχί χειροποιήτου, τουτέστιν ουχί ταύτης τής κατασκευής, ουδέ δι' αίματος τράγων καί μόσχων, αλλά διά τού ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τά άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν» (Εβρ.θ:7-12)

Διάβασε επίσης:
«Διότι ο Χριστός δέν εισήλθεν εις χειροποίητα άγια, αντίτυπα τών αληθινών, αλλ' εις αυτόν τόν ουρανόν, διά νά εμφανισθή τώρα ενώπιον τού Θεού υπέρ ημών· ουδέ διά νά προσφέρη πολλάκις εαυτόν, καθώς ο αρχιερεύς εισέρχεται εις τά άγια κατ' ενιαυτόν μέ ξένον αίμα· διότι έπρεπε τότε πολλάκις νά πάθη από καταβολής κόσμου· τώρα δέ άπαξ εις τό τέλος τών αιώνων εφανερώθη, διά νά αθετήση τήν αμαρτίαν διά τής θυσίας έαυτού» (Εβρ.θ:24-26)

Βλέπουμε ότι ο Αρχιερέας της Παλαιάς Διαθήκης έμπαινε στα Άγια των Αγίων με το αίμα των ζώων, πρώτα για τις δικές του αμαρτίες, και έπειτα εμφανιζόταν στην παρουσία του Θεού με το αίμα για τις αμαρτίες του λαού. Δείτε Λευιτ.ις:11,12,15. Αυτό ήταν μόνο μια σκιά της αλήθειας. Όμως στο πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, ο Χριστός, επειδή «έγινε αμαρτία για μας», (Β΄Κορ.ε:21) έπρεπε να λυτρωθεί από τις αμαρτίες που πήρε πάνω Του, έτσι «διά τού ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τά άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν» (Εβρ.θ:12).

Διαβάζουμε στο Ματθ.κζ:50,51 ότι όταν πέθανε ο Ιησούς στο σταυρό, το καταπέτασμα που χώρισε τα Άγια από τα Άγια των αγίων (Έξοδ.κς:33) σκίστηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω. Αυτός καθ’ αυτός ο τρόπος με τον οποίο το καταπέτασμα σκίστηκε, φανερώνει ότι ήταν Θεός που το έκανε, γιατί αν το είχε κάνει άνθρωπος θα είχε σκιστεί από κάτω προς τα πάνω.

Εδώ, καταλαβαίνουμε ότι συναντιέται ο τύπος με τον αντίτυπο. Το σκίσιμο του καταπετάσματος στο ναό, ήταν ένας τύπος του σκισίματος της σάρκας του Ιησού. Μετά απ’ αυτό, ανίερα μάτια μπορούσαν να κοιτάξουν πέρα από το καταπέτασμα του ναού, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν τιμούσε πλέον αυτό το χώρο σαν Άγια των αγίων. Οι ιερείς συνέχισαν να υπηρετούν, αλλά ο Θεός δεν τους συναντούσε όπως έκανε πριν. Καμιά θυσία που έγινε σε Εβραϊκό θυσιαστήριο δεν έγινε δεκτή μετά που σκίστηκε το καταπέτασμα. Τώρα, δεν ήταν παρά ένα νεκρό έργο.  Οι άγγελοι υπηρετούν τώρα τους κληρονόμους της νέας Διαθήκης.

«Εχοντες λοιπόν, αδελφοί, παρρησίαν νά εισέλθωμεν εις τά άγια διά τού αίματος τού  Ιησού, διά νέας καί ζώσης οδού, τήν οποίαν καθιέρωσεν εις ημάς διά τού καταπετάσματος, τουτέστι τής σαρκός αυτού» (Εβρ.ι:19,20)

Ο καινούριος και ζωντανός δρόμος για τα Άγια των αγίων στον ουρανό, δεν είχε φανερωθεί όσο το παλιό καταπέτασμα βρισκόταν στη θέση του.

Διαβάστε επίσης: «Διότι εάν τό αίμα τών ταύρων καί τράγων καί η σποδός τής δαμάλεως ραντίζουσα τούς μεμολυσμένους αγιάζη πρός τήν καθαρότητα τής σαρκός, πόσω μάλλον τό αίμα τού Χριστού, όστις διά τού Πνεύματος τού αιωνίου προσέφερεν έαυτόν άμωμον εις τόν Θεόν, θέλει καθαρίσει τήν συνείδησίν σας από νεκρών έργων εις τό νά λατρεύητε τόν ζώντα Θεόν; Καί διά τούτο είναι μεσίτης διαθήκης καινής, ίνα διά τού θανάτου, όστις έγεινε πρός απολύτρωσιν τών επί τής πρώτης διαθήκης παραβάσεων, λάβωσιν οι κεκλημένοι τήν επαγγελίαν τής αιωνίου κληρονομίας. Διότι όπου είναι διαθήκη, ανάγκη νά υπάρχη θάνατος εκείνου, όστις έκαμε τήν διαθήκην· διότι η διαθήκη επί τεθνεώτων είναι βεβαία, επειδή ποτέ δέν ισχύει, ενόσω ζή ο διαθέτης» (Εβρ.θ:13-17).

Αυτό σημαίνει πολύ καθαρά, ότι η νέα διαθήκη δεν ήταν σε ισχύ μέχρι το θάνατο του Ιησού. Ο Ιησούς  ήρθε σ’ ένα κόσμο που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο εξαιτίας της αμαρτίας, σ’ ένα κόσμο που δεν μπορούσε να σωθεί μόνος του. Ο μισθός της αμαρτίας λοιπόν ήταν ο θάνατος και τον πλήρωσε ο Ιησούς με το θάνατό Του. Επίσης βλέπουμε ότι ο Ιησούς, ο Αρχιερέας μας, έπρεπε να μπει στον ουρανό προτού μπορέσει να υπηρετήσει σ’ αυτή τη θέση. Αυτό έγινε κατά την ανάληψη, και δεν πήρε μόνο τη θέση του Αρχιερέα, στην επουράνια σκηνή, αλλά έγινε και διαχειριστής του θελήματός Του.

Ενώ ο παλιός ναός ήταν ένας τύπος της νέας τάξης πραγμάτων, η Ααρονική  ιεροσύνη δεν θα μπορούσε να είναι τύπος του Αρχιερέα μας, γιατί αυτοί ήταν πολλοί και πέθαιναν «Καί εκείνοι μέν έγειναν πολλοί ιερείς, επειδή ημποδίζοντο υπό τού θανάτου νά παραμένωσιν» (Εβρ.ζ:23) αλλά διαβάζουμε στην Εβρ.ε:6 ότι ο Αρχιερέας μας είναι «ιερεύς εις τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» Στην Εβρ.ζ:3 διαβάζουμε ότι ο Μελχισεδέκ ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μή έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής, αλλ' αφωμοιωμένος μέ τόν Υιόν τού Θεού, μένει ιερεύς πάντοτε». Απ’ αυτά  τα εδάφια βλέπουμε την αντίθεση μεταξύ της Λευιτικής ιεροσύνης που ήταν μεταβλητή εξαιτίας του θανάτου, και αυτής του Μελχισεδέκ, που είναι αμετάβλητη ιεροσύνη.

«Εχοντες λοιπόν αρχιερέα μέγαν, όστις διήλθε τούς ουρανούς,  Ιησούν τόν Υιόν τού Θεού, άς κρατώμεν τήν ομολογίαν. Διότι δέν έχομεν αρχιερέα μή δυνάμενον νά συμπαθήση εις τάς ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ ' ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας. Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τόν θρόνον τής χάριτος, διά νά λάβωμεν έλεος καί νά εύρωμεν χάριν πρός βοήθειαν εν καιρώ χρείας» (Εβρ.δ:14-16).