Μια φτωχή τυφλή κοπέλα, αγαπούσε πολύ την Αγία Γραφή και γι’ αυτό τη διάβαζε
καθημερινά με μεγάλη ευλάβεια, με την ειδική ανάγλυφη γραφή των τυφλών. Από τη
συνεχή όμως χρήση των δακτύλων της, τα άκρα τους σκλήρυναν τόσο που δεν
μπορούσε να νοιώσει την ανάγλυφη γραφή.
Μάταια προσπάθησε, κόβοντας με το ξυράφι τους ρόζους των χεριών της, να
μπορέσει να συνεχίσει να διαβάζει τη Γραφή της. Έτσι, μια μέρα, σε μια στιγμή
απελπισίας, σφιχταγκάλιασε τη Βίβλο της, λέγοντας μ’ αναφιλητά: Αντίο καλή μου
Γραφή, τόσο καιρό ήσουν η καλλίτερη συντροφιά μου. Εσύ με παρηγορούσες στην
αδυναμία μου, εσύ φώτιζες τα μάτια της ψυχής μου. Δεν μπορώ όμως πια να χαρώ τη
συντροφιά σου.
Αυτά είπε κι άρχισε να τη φυλά με λυγμούς. Εκεί όμως που τη φιλούσε, τα
χείλη της ασυναίσθητα χάιδεψαν και ένοιωσαν το εδάφιο «παρά τω Θεώ όμως τα πάντα είναι δυνατά» (Ματθ.ιθ:26).
Ένας αλαλαγμός χαράς ακούστηκε από την τυφλή κοπέλα, όταν κατάλαβε τη μεγάλη
της ανακάλυψη. Αυτό που δεν μπορούσε να κάνει με τα ροζιασμένα της δάχτυλα, θα
το έκανε τώρα με τα χείλη της!