Η προπαγανδιστική αφίσσα του NSDA(Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος) γράφει : “60000 RM (Μάρκα του Ράιχ) είναι το ισόβιο κόστος αυτού του ανάπηρου ατόμου για την κοινωνία. Αυτά είναι και δικά Σου λεφτά..”
Το πρόγραμμα ευθανασίας Aktion T-4 πήρε το όνομά του από την οδό Tiergartenstraße αριθ. 4 του Βερολίνου όπου ήταν η έδρα της υπεύθυνης για την εφαρμογή του υπηρεσίας.
Ήταν το επίσημο όνομα του προγράμματος ευγονικής της Ναζιστικής Γερμανίας, το οποίο εκτελούσε δυναμικά μαζικές στειρώσεις και ευθανασία σε “ανεπιθύμητα” στοιχεία του πληθυσμού στη Γερμανία και στις κατεχόμενες από τους Ναζιστές περιοχές. Υπολογίζεται ότι συνολικά 200.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος.
Εφαρμογή και σκοπός
Το πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή από τον Αδόλφο Χίτλερ, λειτούργησε υπό τον έλεγχο του επικεφαλής της Καγκελαρίας Φίλιπ Μπούλερ (Philip Bouhler) και του Δόκτορα Καρλ Μπραντ (Karl Brandt), με επικεφαλής τους Βέρνερ Χάιντε (Werner Heyde) και Πάουλ Νίτσε (Paul Nitsche). Σε αυτό συμμετείχαν εξέχουσες προσωπικότητες του ιατρικού κόσμου της Ναζιστικής Γερμανίας.
Σκοπός του προγράμματος ήταν να διατηρήσει την λεγόμενη “γενετική καθαρότητα” του γερμανικού πληθυσμού και να εξοντώσει ορισμένα στοιχεία του πληθυσμού των κατεχόμενων περιοχών μέσω συστηματικής θανάτωσης εκείνων που θεωρούνταν παραμορφωμένοι, πηρομελείς, ανάπηροι ή άτομα που έπασχαν από διανοητικές ασθένειες. Ανάπηρα παιδιά απομακρύνονταν από τις οικογένειές τους και τοποθετούνταν σε ειδικά νοσοκομεία. Το πρόγραμμα στη συνέχεια επεκτάθηκε, ώστε να περιλάβει και ενηλίκους, αν και οι περισσότεροι ανάπηροι ενήλικες είχαν ήδη υποστεί υποχρεωτική στείρωση ως αποτέλεσμα του γερμανικού “Νόμου για την Πρόληψη Απογόνων των Κληρονομικώς Ασθενών”.
Οι ναζιστές χαρακτήριζαν τους φόνους αυτών που θεωρούσαν “χαραμοφάηδες” ως “φόνους από οίκτο”, αν και, λόγω των διαστάσεων που πήραν, της έλλειψης συγκατάθεσης από τα ίδια τα θύματα ή τους συγγενείς τους και του πραγματικού κινήτρου, που ήταν η ευγονική, κάποιοι από τους συγχρόνους τους και αργότερα παρατηρητές ομολόγησαν ότι οι θάνατοι ήταν απλά μια μορφή μαζικής δολοφονίας με πρόσχημα την ιατρική.
Ιστορικό του προγράμματος
Οι πρώτες εκκαθαρίσεις έλαβαν χώρα στην ψυχιατρική Κλινική της Οβίνσκα (Owinska) της κατεχόμενης Πολωνίας στις 22 Σεπτεμβρίου 1939 και ακολούθησαν σύντομα παρόμοιες πράξεις στο υπόλοιπο της χώρας.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1941, είχαν δολοφονηθεί 70.000 ψυχές, ενώ παράλληλα ο ένας στους τρεις ασθενείς των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της Γερμανίας είχε θανατωθεί, είτε μέσω άμεσων μεθόδων είτε μέσω ασιτίας, με αποτέλεσμα 93.000 επιπλέον θανάτους.
Τα πτώματα αποτεφρώνονταν και στους συγγενείς έστελναν τις στάχτες τους χωρίς καν μια διακριτική ετικέτα. Τα αίτια θανάτου των υπό “θεραπεία” αναπήρων ανήμπορων και ψυχικά ασθενών, που αναγράφονταν στα πιστοποιητικά θανάτου που αποδίδονταν στις οικογένειές τους, ήταν σχεδόν όμοια μεταξύ τους και άρχισαν να εγείρονται σοβαρές υποψίες.
Στις 3 Αυγούστου 1941 ο καθολικός επίσκοπος Κλέμενς Γκάλεν στο κήρυγμά του στο Μίνστερ επιτέθηκε φραστικά στο πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντάς το ως “καθαρή δολοφονία”. Η δημοσιότητα που έλαβε αυτό το κήρυγμα ανάμεσα στον καθολικό πληθυσμό της χώρας θορύβησε την ναζιστική ηγεσία, οδηγώντας την στην επίσημη αναστολή του Προγράμματος.
Η δημόσια αντίδραση απλώς επιβράδυνε το πρόγραμμα και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη μυστικότητα, ενω τα θύματα δεν δηλητηριάζονταν πλέον με αέρια, αλλά θανατώνονταν ή με υπερβολικές δόσεις φαρμάκων ή με τη χορήγηση ενέσεων με δηλητήριο.
Η εφαρμογή του Προγράμματος δεν γινόταν πλέον μόνο σε πέντε κλινικές αλλά σε περισσότερες, διεσπαρμένες σε όλη τη Γερμανία και την Αυστρία. Υπολογίζεται ότι συνολικά και μέχρι τη λήξη του Προγράμματος θανατώθηκαν περίπου 200.000 άτομα.
Μέλη του προσωπικού που είχαν εκπαιδευτεί κάτω από αυτό το πρόγραμμα συνέχισαν τις δραστηριότητές τους στα Ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Οι περισσότερες από τις προσωπικότητες που ξεχώρισαν κατά τη διεξαγωγή του προγράμματος, όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε, είχαν ενεργή ανάμειξη και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των θαλάμων αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και συμμετείχαν στην σύσταση των στρατοπέδων στο Μπέλζεκ, στην Τρεμπλίνκα και στο Ζομπίμπορ της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Εκτός από το διαβόητο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, αυτά αποτέλεσαν τα κύρια κέντρα εξόντωσης με τη χρήση αερίων για εκατομμύρια ανθρώπους.
Το Πρόγραμμα σταμάτησε να εκτελείται μόνον όταν έληξε ο Πόλεμος. Ορισμένοι από τους ιατρούς και τους νοσηλευτές που έλαβαν μέρος στο Πρόγραμμα προσήχθησαν σε δίκες. Όμως, δεν προσήχθησαν όλοι ενώπιον της δικαιοσύνης. Αρκετό καιρό μετά τη σύσταση των Γερμανικών κρατιδίων, το 1949, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι που είχαν συμμετάσχει στην ευθανασία διέφευγαν τη δίωξη και παρέμεναν μέσα στο Γερμανικό σύστημα υγείας, ασκώντας κανονικά το ιατρικό ή νοσηλευτικό επάγγελμα.