Ο Ιησούς Χριστός, όπως μας
αφηγούνται τα Ευαγγέλια, μιλάει με τρόπο ήρεμο και είναι γεμάτος επιείκεια και
αγάπη για τους ανθρώπους, ακόμη και για τους αμαρτωλούς που τους καλεί σε
μετάνοια.
Σε μια μόνο περίπτωση μιλάει με
τρόπο αυστηρό και το περιεχόμενο των λόγων του είναι καυστικό και ανελέητο:
όταν συναντάει την υποκρισία, και μάλιστα όταν τη συναντάει στο πρόσωπο των
Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών της εποχής του.
Σ’ αυτούς απευθύνει τα μαστιγωτά «ουαί»,
με τα οποία ξεσκεπάζει την υποκριτική συμπεριφορά τους. Ένα από αυτά τα «ουαί»
είναι και αυτό που διασώζει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (κγ:23).
Η υποκρισία των Φαρισαίων
συνίσταται στο ότι παραβλέπουν τις σπουδαιότερες διατάξεις του νόμου που είναι
η κρίση, το έλεος και η πίστη, ενώ δεν παραλείπουν να καταβάλουν στο Ναό τη
«δεκάτη», το ένα δέκατο δηλαδή όχι μόνο από το λάδι, το κρασί και το σιτάρι,
καθώς και από κάθε σπέρμα και καρπό, όπως προβλέπει ο Νόμος, αλλά επεκτείνουν
τη δεκάτη και στα ευτελέστερα ακόμη προϊόντα – πράγμα που δεν κοστίζει πολύ.
Τέτοια ευτελή προϊόντα ήταν το ηδύοσμο, το άνηθο και το κύμινο, που
χρησιμοποιούταν συνήθως για τον αρωματισμό των φαγητών, ή για φάρμακα.
Ο Ιησούς κατηγορεί τους Γραμματείς
και Φαρισαίους, όχι γιατί τηρούν με υπερβάλλοντα ζήλο τις διατάξεις για τη
δεκάτη, αλλά γιατί δίνουν προτεραιότητα ή και αποκλειστικότητα σ’ αυτές που
είναι δευτερεύουσες, ενώ παραμελούν τα «βαρύτερα του Νόμου», την κρίση, το
έλεος, την πίστη.
«Κρίση» είναι η απόδοση
δικαιοσύνης στον αδύνατο. Η «κρίση» δεν είναι παρά συνέπεια του «ελέους» που
χαρακτηρίζει κατ’ αρχήν τον ελεήμονα Θεό και κατόπιν τους ανθρώπους που
καλούνται να γίνουν ελεήμονες και οικτίρμονες, όπως ο Ουράνιος Πατέρας.
Ο Ιησούς δεν παραβλέπει τις
δευτερεύουσες διατάξεις του Νόμου, αλλά καταγγέλλει τη θρησκευτική διαστροφή,
κατά την οποία τα ασήμαντα παίρνουν πρωτεύουσα θέση και παραθεωρούνται οι
βασικές διατάξεις της αγάπης, «τα βαρύτερα του Νόμου».
Η αντιστροφή αυτή συνιστά την
υποκρισία, γιατί με την εύκολη τήρηση των δευτερευουσών διατάξεων δημιουργείται
το προσωπείο της εξωτερικής ευσέβειας «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» και
έτσι παρουσιάζεται δυσαρμονία μεταξύ της ψεύτικης εξωτερικής θρησκευτικής επιφάνειας
και του πραγματικού εσωτερικού βάθους του ανθρώπου.
Στη Φαρισαϊκή αυτή νοοτροπία ο
Ιησούς αντιτάσσει τη ριζική απαίτηση του Θεού να του αφοσιωθεί ολόκληρος ο
άνθρωπος. Έτσι η προς το Θεό ειλικρινής σχέση του ανθρώπου απηχεί στις
διαπροσωπικές σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, ώστε να υπάρχει αξιοπιστία
και ειλικρίνεια, με αποτέλεσμα το «ναι» του ανθρώπου να σημαίνει όντως «ναι»
και το «όχι» να σημαίνει «όχι».
Οι γραμματείς και Φαρισαίοι
χαρακτηρίζονται από τον Ιησού «υποκριταί». Και είναι ο χαρακτηρισμός αυτός τόσο
επιτυχής που συνδέθηκε ουσιαστικά με τον χαρακτηριζόμενο, ώστε στη διάρκεια των
αιώνων να αποβεί, τόσο στην ελληνική όσο και σε άλλες γλώσσες, συνώνυμο του
«Φαρισαίος». Είναι δυνατό να μην γνωρίζει κανείς την ιστορία ή τις αντιλήψεις
του κόμματος των Φαρισαίων, δεν είναι όμως δυνατό να μην γνωρίζει ότι Φαρισαίος
έφτασε να σημαίνει στη γλώσσα του υποκριτής, και το επίθετο φαρισαϊκός να
σημαίνει υποκριτικός.
Ποια όμως είναι η αρχική προέλευση
του όρου «υποκριτής» και των συναφών του εννοιών; Οι τόσο κοινοί στο
νεοελληνικό μας λεξιλόγιο όροι «υποκριτής» και «υπόκριση» προέρχονται από το
αρχαίο ελληνικό θέατρο, όπου δηλώνουν η πρώτη τον ηθοποιό και η δεύτερη την επί
σκηνής τέχνη του.
Από τη σκηνή του θεάτρου στη σκηνή
της καθημερινής ζωής μεταφέρθηκαν οι όροι αυτοί αργότερα με το ξεσκέπασμα του
ανθρώπου που έκανε ο Ιησούς Χριστός και κατόπιν οι συγγραφείς της Καινής
Διαθήκης, επισημαίνοντας το ρόλο που παίζουν συνήθως οι άνθρωποι μέσα στο
θέατρο της καθημερινής ζωής, όταν ξεγελούν τους διπλανούς τους και -γιατί όχι -
πολύ συχνά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στον κάθε άνθρωπο διαδραματίζεται
συχνά ένας αδυσώπητος αγώνας ανάμεσα στην ειλικρινή προσωπικότητα και στην
ψεύτικη και υποκριτική στάση. Κι ο αγώνας αυτός είναι διαρκής, χωρίς τελειωμό.
Πολλές φορές η ανθρώπινη
προσωπικότητα χάνει την ελευθερία της και τη δημιουργικότητα για να σκεπασθεί
από την υποκρισία. Άλλοτε επαναστατεί ο άνθρωπος στον καταναγκαστικό
αυτοματισμό της συμβατικότητας για να κερδίσει την ελεύθερη προσωπικότητα. Η
εκρηκτική στιγμή της διαμόρφωσης και ολοκλήρωσης του ανθρώπου σημειώνεται με
μια επανάσταση κατά της συμβατικότητας.
Ο άνθρωπος με την ηθοποιία και τον
υποκριτικό ρόλο που θεληματικά ή άθελά του πολλές φορές αναλαμβάνει μέσα στην
κοινωνική ζωή, ενώ νομίζει ότι εξυπηρετεί καλύτερα τις κοινωνικές του σχέσεις,
στην πραγματικότητα βρίσκεται απομονωμένος μέσα στα τείχη που ο ίδιος έκτισε.
Το κλείσιμο όμως μέσα στα τείχη του ατομισμού αποτελεί την πιο άγονη και
αντικοινωνική στάση του ανθρώπου. Είναι άρνηση της δημιουργικότητας και της
προόδου. Είναι η επιτυχία των δαιμονικών δυνάμεων που κρύβονται μέσα στον
άνθρωπο.
Η αιτία της παραχάραξης της
προσωπικότητας και καταφυγής στο οχύρωμα της υποκρισίας μπορεί να εντοπισθεί
στο ότι συχνά ο άνθρωπος δεν είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, δεν είναι
ευχαριστημένος με την προσωπικότητά του, και ως εκ τούτου προσπαθεί να τη
ντύσει με ψεύτικα στολίδια, με ανύπαρκτες αρετές και με φανταστικές ικανότητες.
Η αποδοχή της όποιας
προσωπικότητας διαθέτει κανείς, έστω και περιορισμένων δυνατοτήτων, είναι η
αρχή της καλής κοινωνικής προσαρμογής και κυρίως της δημιουργικής προσφοράς.
Η υποκρισία φθείρει τον άνθρωπο,
οδηγώντας τον τελικά στην απομόνωση και στην άρνηση της κοινωνικής προσφοράς. Ο
άνθρωπος σήμερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, κινδυνεύει από τον ίδιο τον εαυτό
του, από τον παραχαραγμένο και αλλοτριωμένο εαυτό του, και από τα έργα των
χειρών του, που, αντί να αποτελούν συνέχεια του δημιουργικού έργου του Θεού,
συμβάλλουν στη δαιμονική καταστροφή. Ο κίνδυνος από την υποκριτική δύναμη που
ελλοχεύει μέσα του είναι μεγαλύτερος από ό,τι μπορεί να νομίζει κανείς με πρώτη
ματιά.