Κι αν είσαι τόσο χαμηλά που τίποτα δεν μένει παρά μια θλίψη στην καρδιά να σε αποκοιμίζει, τα μάτια σου ερμητικά να κλείνει, σαν τις Μωρές Παρθένες να γεύεσαι το καληνύχτα του θανάτου και το όμορφο φιλί του Ιούδα τα βλέφαρα σου να ασφαλίζει γλυκά, καθησυχαστικά, αθόρυβα, ανύποπτα.
Είναι η κούραση μεγάλη, στενή και τεθλιμμένη η Πύλη. Γιατί να κοπιάσω πιο πολύ; Γιατί να ξεχωρίσω; Θα είμαι σαν τους άλλους, τους πολλούς. Ας κοιμηθώ λιγάκι, όχι πολύ, να, τόσο δα, δεν θα με πάρει ο Ύπνος.
Όλοι έχουν γείρει, γιατί όχι εγώ; Γιατί να ξεχωρίσω; Δεν αγαπάνε τον Ιησού αυτοί; Μην είσαι ακραίος. Σιγά, σιγά όλα θα φτιάξουν, θα το δεις. Έλα, ξάπλωσε τώρα να ξαποστάσεις. Γιατί πολέμησες σκληρά μέχρι εδώ, κι ο αγώνας σου ιδρώτα απαίτησε πολύ και μόχθο. Δεν είναι ώρα για ξεκούραση; Για Ύπνο;
Μα τι φοβάσαι; Τόσα πέρασες και στέκεσαι ακόμα, εις' όρθιος, δυνατός κι ακμαίος, μεσ' απ' τη μάχη νικητής. Τότε δε δείλιασες και θα δειλιάσεις τώρα; Που ΄ναι ο κίνδυνος σε λίγης ώρας Ύπνο; Όλοι κοιμούνται, όλοι αναπαύονται. Μη γίνεσαι ακραίος, ενοχλητικός, Μην ξεχωρίζεις. Μονάχα κούραση πολύ θα έχεις να θερίσεις. Μήπως οι άλλοι δεν αγαπάνε τον Ιησού; Εσύ ΄σαι πιο πιστός απ' όλους; Τα γόνατα σου πόνεσαν, μην τα λυγίζεις άλλο, μη τα ζορίζεις.
Ξεκουράσου. Αδύναμος μου φαίνεσαι, κομμένος. Τι γίνεται, δεν τρως; Δεν διασκεδάζεις; Συνέχεια μάχες, μάχες, μάχες. Νίκησες! Ηρέμησε κάτσε και φάε, μη μένεις Νηστικός. Κι αφού χορτάσεις βγες και λίγο να ξεσκάσεις, δεν είναι κάτι άσκημο, δεν είναι αμαρτία την ξενοιασιά και τη χαρά να βρεις σε μια παρέα. 'Αντε μια βόλτα. Πιστοί ΄ναι σαν εσένα. Βγείτε, χαρείτε. Τόσα ΄χετε να κάνετε για να ξεκουραστείτε. Μα πάνω απ΄ όλα Κοιμηθείτε. Είναι γλυκός ο Ύπνος, γητευτής.
Αχ, τ ΄όμορφο φιλί του Ιούδα πάνω στα μάτια σου. Τα δάχτυλα του Ύπνου δίχτυ προκλητικό, σαγήνης όργανο, που σε τυλίγει πιο πολύ και πιο πολύ, σε πνίγει, σ΄ απορροφά ο κόσμος. Ο βούρκος της στασιμότητας μ΄ ασήκωτο μανδύα απογοήτευσης σκεπάζει την καρδιά και σε τραβάει πιο βαθιά στον Ύπνο, τον Ύπνο του Θανάτου! Είναι Παγίδα. ΞΥΠΝΑ.