Λίγα προβλήματα έχουν συζητηθεί τόσο από ειδικούς και μη, για λίγα θέματα χύθηκε τόσο μελάνι όσο για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η επικοινωνία και η κατανόηση ανάμεσα στους ανθρώπους, ιδίως τους πολύ κοντινούς, είναι ένα ζητούμενο ποθητό όσο και, συνήθως άπιαστο μέσα στις οικογένειες, στα ζευγάρια ακόμα και μέσα στις εκκλησίες.
Βέβαια όλοι οι πιστοί του Χριστού θα συμφωνήσουμε καταρχήν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην καρδιά του άλλου περνάει μέσα από τη γεμάτη αγάπη καρδιά του Ιησού Χριστού.
Όποιος ζει μέσα στο φως αυτής της αγάπης, μαθαίνει και να πλησιάζει ουσιαστικά το διπλανό του. Κι αν αυτό δεν συμβαίνει πάντα, αν οι σχέσεις μας είναι τυπικές, συμβατικές, ακόμα και ψυχρές, είναι γιατί εμείς αρνούμαστε να «μάθουμε από Κείνον» πως να αγαπούμε και να πλησιάζουμε, αρνούμαστε να ανοιχτούμε, να αγγίξουμε την καρδιά του άλλου.
Αρνούμαστε να διακινδυνεύσουμε την απόρριψη ή την απογοήτευση από την «έκθεση» των αισθημάτων μας. Μέσα στην επίπλαστη ασφάλεια και τη χαυνωτική ζεστασιά του μικρόκοσμου που μας περιβάλλει, μέσα στα τείχη του εαυτού μας τελικά, αρνούμαστε ν' ανοίξουμε την πόρτα.
Αν το κάνουμε, ναι, ίσως μπει κάποιο κρύο ρεύμα και μας ξαφνιάσει, ο πολύτιμος, τακτικός μας κόσμος θ' αναστατωθεί, αδιάκριτες ματιές (τι φρίκη!) θα παραβιάσουν το άσυλό μας, θα υποχρεωθούμε ν' ακούσουμε και κάτι άλλο έξω από τις δικές μας απόψεις, τις πάντα και απόλυτα ορθές.
Όλα αυτά μας τρομάζουν και μας απωθούν. Κι έτσι μένουμε θεληματικά μόνοι προτιμώντας συχνά ν' ακούμε μόνο τον αντίλαλο της φωνής μας, που έτσι και αλλιώς δεν διαφωνεί ποτέ, ούτε υπάρχει φόβος να μας πληγώσει.
Συχνά καταλαβαίνουμε πως κάτι δεν πάει καλά στην οικογένεια ή στην εκκλησία. Δυσφορούμε για την έλλειψη κοινωνίας και επικοινωνίας. Αν κάπου τη βλέπουμε να λειτουργεί, λαχταρούμε και ποθούμε να ζήσουμε κάτι ανάλογο. Κι όμως, το Πρότυπο είναι εκεί, μπροστά μας. Μια αγάπη που δεν δίστασε να δώσει τα πάντα σ' αυτούς που την απέρριπταν και τη λοιδορούσαν - και τότε και τώρα. Σ' αυτούς που δεν την άξιζαν, όπως σίγουρα δεν την άξιζα εγώ.
«Εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' ότι Αυτός ηγάπησε ημάς και απέστειλε τον Υιόν Αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» Και το κάλεσμα - πρόκληση στους βολεμένους, αποξενωμένους και ας το ομολογήσουμε ανεπίτρεπτα διαιρεμένους πιστούς μένει πάντα ίδιο: «αγαπητοί επειδή ούτως ηγάπησε ημάς ο Θεός, και ημείς χρεωστούμε να αγαπώμεν αλλήλους»(Α' Ιωάν.δ:10,11).
Αυτή είναι η μια πλευρά, η εν Χριστώ δυνατότητα να διαβούμε τα σύνορα του εαυτού μας, να ρισκάρουμε στο άγνωστο έδαφος, ν' απλώσουμε το χέρι και να αφήσουμε να μπει μέσα μας η ζεστασιά της ανθρώπινης ουσιαστικής επαφής.
Όμως σ' αυτές τις σύντομες γραμμές εγώ θα ήθελα να τονίσω και κάτι άλλο: καθώς τα χρόνια περνούν, τόσο περισσότερο στερεώνεται μέσα μου η πεποίθηση πως στην πραγματικότητα είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να καταλάβει τον άλλο, όσο κοντά του κι αν είναι, όσο κι αν τον αγαπά, όσο κι αν το θέλει.
Ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν όλες οι παγερές αναστολές που ανέφερα πιο πάνω, ακόμα κι όταν έχουμε αφήσει το Χριστό να καταλάβει και να μεταμορφώσει την ύπαρξή μας, ακόμα και τότε, στην ανθρώπινη επικοινωνία υπάρχει πάντα ένα «αλλά», πάντα κάτι λείπει.
Σκέφτομαι συχνά πως για να μπορέσω να καταλάβω απόλυτα και σε βάθος έναν άλλον άνθρωπο, θα πρέπει να συμβούν δύο πράγματα: το πρώτο - να είμαι σε θέση να παρακολουθώ τις συνθήκες της ζωής του από τη στιγμή που γεννήθηκε, να γνωρίζω σαν αυτόπτης μάρτυρας κάθε μικρό ή μεγάλο γεγονός που σφράγισε και καθόρισε την προσωπικότητά του. Να είμαι πάντα παρών.
Όλοι θα συμφωνήσουμε πως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο Υπάρχουν φυσικά περιπτώσεις που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε μεγάλο μέρος της ζωής κοντινών μας προσώπων, υπάρχουν περιπτώσεις που η αληθινή αγάπη γεφυρώνει τα κενά - και πάλι όμως το «αλλά» μένει.
Υπάρχει και το δεύτερο. Η συνεχής φυσική παρουσία δεν είναι αρκετή. Για να καταλάβω απόλυτα τον άλλον, θα έπρεπε να μπορώ να μπω «μέσα» του, να γνωρίσω και να ταυτισθώ με την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του, τις ιδιαίτερες αντιδράσεις του απέναντι σε όσα συμβαίνουν, τον αποκλειστικά δικό του τρόπο να προσλαμβάνει τον κόσμο και τα γεγονότα γύρω του. Κι εδώ, νομίζω δεν υπάρχει κανείς που θα διαφωνήσει, αν πω πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Και πάλι η αληθινή αγάπη μπορεί να μου δώσει την ικανότητα να καταλάβω κάπως, να συν-παθήσω σε κάποιο βαθμό. Ως εκεί όμως. Τέλεια, απόλυτα, δεν μπορεί κανείς να μας καταλάβει και να μας νιώσει, όσο κι αν μας αγαπά, όσο κι αν το θέλει.
Κανείς, εκτός από Κείνον. Όλη η Γραφή, τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη, πάλλεται από την παρήγορη, θριαμβική διαβεβαίωση: «Σε γνωρίζω». Κι αυτή η γνώση, «υπερ-θαυμαστή και υψηλή» ( για να δανειστώ τα λόγια του Δαυίδ), είναι πιστεύω, αυτό που λαχταράει η ψυχή μας, η καρδιά κάθε ανθρώπου.
Ο υπέρτατος Παντοδύναμος Θεός, ο Θεός Σωτήρας είναι Αυτός που μας «γνωρίζει» από την ασύλληπτα σύντομη, μυστηριακή στιγμή που καθόρισε τον ερχομό μας στην ύπαρξη, από τότε που «το αδιαμόρφωτον του σώματός μας είδον οι οφθαλμοί Του». Όλες οι στιγμές που αυτό το πολύπλοκο ον, η ύπαρξή μας, διαμορφωνόταν αθέατη στο ανθρώπινο μάτι είναι καταγεγραμμένες στο δικό του «βιβλίο» (Ψαλμ.ρλθ). «Γνωρίζει» τον απόλυτα προσωπικό γενετικό μας κώδικα, κάθε κληρονομική προδιάθεση που συνέβαλε στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας μας, «γνωρίζει» όμως και κάθε στίχο, το κρυφό νόημα κάθε λέξης στο ξεχωριστό ποίημα που αποτελεί την αποκλειστικά δική μας ταυτότητα. Εκείνος είναι άλλωστε ο ποιητής.
Κι έτσι Αυτός. Η επίμονη Παρουσία που αγκαλιάζει την ύπαρξή μας απ' την πρώτη της στιγμή και συνοδεύει το δρόμο μας, μπορεί και να βλέπει, και να γνωρίζει, και να καταλαβαίνει: «Συ γνωρίζεις το κάθισμά μου και τη έγερσίν μου νοείς τους λογισμούς μου από μακρόθεν... γνωρίζεις πάσας τας οδούς μου... και πριν έρθη ο λόγος εις την γλώσσαν μου, ιδού Κύριε, γνωρίζεις το παν» (ψαλμ.ρλθ:1-4).
Είναι ο Θεός που μας πρόσφερε σωτηρία και μας «κάλεσε με το όνομά μας»(Ησα.μγ:1) μια παράσταση που δηλώνει τη βαθιά, την απόλυτη γνώση που έχει ο Θεός για τη μικρή αυτή γωνίτσα τη μοναδική σ' όλο το σύμπαν που είναι η ψυχή μας.
Αυτή η βεβαιότητα, η συναίσθηση πως Εκείνος «γνωρίζει την οδόν μας» γαληνεύει την καρδιά, ικανοποιεί την ανάγκη της ύπαρξής μας να συναντήσει κατανόηση. Κάθε στροφή του δρόμου, κάθε χαμόγελο, κάθε πληγή, κάθε σκοτεινή νύχτα της ζωής μας, όλα, Εκείνος τα έχει δει και τα ξέρει. Ήταν εκεί, δίπλα μας και το κυριότερο καταλαβαίνει τι σήμαιναν όλα αυτά για μας. Μπορεί και «διαβάζει» τις πιο βαθιές «εγγραφές» μέσα στην καρδιά μας. Αυτή είναι η βεβαιότητα που διαπερνά τον Δαυίδ, τον Ησαΐα, τον Ιερεμία, αυτή κάνει το Θωμά να αναγνωρίζει: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου», τον Πέτρο να ψελλίζει: «Κύριε Συ γνωρίζεις τα πάντα, Συ γνωρίζεις ότι Σε αγαπώ».
Είναι όμως και η βεβαιότητα που συγκλονίζει τον Ιωάννη στην Πάτμο, όταν ακούει ξανά και ξανά τα λόγια: «Γνωρίζω τα έργα σου». Ζεστασιά ναι. Απόλαυση, ναι - εφόσον ο Κύριος του σύμπαντος είναι Εκείνος που «γνωρίζει το όνομά μου». Όμως το ίδιο έντονη και η αίσθηση της ευθύνης μπροστά σε Εκείνον που «βλέπει» πίσω από την «πρόσοψη» τα αληθινά κίνητρα, το βάθος της καρδιάς. Μπροστά σε Εκείνον που ζυγίζει με ακρίβεια και Δικαιοσύνη τη ζωή μας («Σεις είσθε οι δικαιώνοντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων. Ο Θεός όμως γνωρίζει τας καρδίας σας», Λουκ.ις:15).
Κάποτε, όταν αυτή η σκιά που αποκαλούμε πραγματικότητα διαλυθεί, θα βρεθούμε μπροστά Του. Και τότε, ανεξάρτητα από εκκλησιαστικές και δογματικές ταυτότητες, ανεξάρτητα από όσα γίνονται «στο όνομά Του», Εκείνος που βλέπει και εξετάζει τις καρδιές θα έχει τον τελευταίο λόγο. Γιατί «γνωρίζει τα έργα» του καθενός από μας. Ανατριχιάζει κανείς μπροστά στα παγερά λόγια, πιστεύω τα πιο τρομερά μέσα στην Αγία Γραφή: «Δεν σας γνωρίζω. Ποτέ δεν σας εγνώρισα. Φεύγετε απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ.ζ:23).
Κι όμως δεν είναι αυτή η επιθυμία ούτε το σχέδιό Του. Αντίθετα. Η «τόση Αγάπη, η ξοδεμένη στο Σταυρό» λαχταρά να μας καθαρίσει, να μας λυτρώσει, να μας κάνει νέα κτίσματα, που θα αντανακλούν τη Ζωή του Χριστού. Και στο τέλος Εκείνος που μας γνώριζε σ' όλη την επίγεια πορεία μας. Εκείνος που πάντα μπορούσε να βλέπει μέσα στο μυστικό κήπο της ψυχής μας, υπόσχεται να μας δώσει «ψήφον λευκήν» και πάνω της ένα όνομα που μόνο εμείς και ο Θεός θα γνωρίζουμε (Αποκ.β:17) - μια παράσταση που συμβολίζει την αιώνια και ιδιαίτερη σχέση που η κάθε πιστή ψυχή θα απολαμβάνει με το Δημιουργό και Λυτρωτή της. Τότε θα εκπληρωθεί αυτό που ο απόστολος Παύλος εκφράζει με μοναδική απλότητα και ομορφιά: «Τότε θέλω γνωρίσει καθώς και εγνωρίσθην» (Α΄ Κορ.ιγ:12).