αγλακώ or γλακώ: to run
αελιά: female cow
αίγα (η) : the female goat
αθιβολή: memory, remembrance, e.g. και στην αθιβολή τζη μόνο, ενεργοποιείται ο υποθάλαμός μου!
αθός (o): ash
αθώ, -είς, -εί: to blossom
ακλουθώ , or κλουθώ : to follow
αλάργο : far, e.g. οι έξω νευρώνες της σπ. στήλης νευρώνουν τσ'αλαργινούς μύες
αμπλά: the sister
ανέκαρα : strength, endurance
ανεμαζώνω: to collect, ανεμαζώνομαι to flinch
ανεκούρκουδα : supine
ανεκουλουρίδα: a turnaround by π radians
ανεντρανίζω : to revive, to recover, to regain strength
αντέτι : habit, custom
απίδι : pear, n. απιδιά
απόις : after
απώι : morning chill
αποκάμω : to finish
αποσπέρας : the night before
άρκαλος : Cretan badger Melesmeles-arcalus
αρμηνέυω : to give advice, see also σιργουλεύω
ασκελιά : step / the distance covered in one step
ασπαλάθια or σπαλάθια : spiny and thorny bush
αστοιβίδα: a small spiny bush
ατζί : thigh
αφορδακός : a frog (usually of the genus Rana Cretensis)
αφορούμαι : to imagine, to wonder e.g. αφορούμαι ανε λύνεται το binding problem.
αφρουκούμαι or φρουκούμαι : to hear, to listen to someone's advice, cf. δε σου 'φρουκάστηκα και ήβαλα τα windows vista...
αελιά: female cow
αίγα (η) : the female goat
αθιβολή: memory, remembrance, e.g. και στην αθιβολή τζη μόνο, ενεργοποιείται ο υποθάλαμός μου!
αθός (o): ash
αθώ, -είς, -εί: to blossom
ακλουθώ , or κλουθώ : to follow
αλάργο : far, e.g. οι έξω νευρώνες της σπ. στήλης νευρώνουν τσ'αλαργινούς μύες
αμπλά: the sister
ανέκαρα : strength, endurance
ανεμαζώνω: to collect, ανεμαζώνομαι to flinch
ανεκούρκουδα : supine
ανεκουλουρίδα: a turnaround by π radians
ανεντρανίζω : to revive, to recover, to regain strength
αντέτι : habit, custom
απίδι : pear, n. απιδιά
απόις : after
απώι : morning chill
αποκάμω : to finish
αποσπέρας : the night before
άρκαλος : Cretan badger Melesmeles-arcalus
αρμηνέυω : to give advice, see also σιργουλεύω
ασκελιά : step / the distance covered in one step
ασπαλάθια or σπαλάθια : spiny and thorny bush
αστοιβίδα: a small spiny bush
ατζί : thigh
αφορδακός : a frog (usually of the genus Rana Cretensis)
αφορούμαι : to imagine, to wonder e.g. αφορούμαι ανε λύνεται το binding problem.
αφρουκούμαι or φρουκούμαι : to hear, to listen to someone's advice, cf. δε σου 'φρουκάστηκα και ήβαλα τα windows vista...