Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Κρητικό – Αγγλικό λεξικό

αγλακώ or γλακώ: to run
αελιά: female cow
αίγα (η) : the female goat
αθιβολή: memory, remembrance, e.g. και στην αθιβολή τζη μόνο, ενεργοποιείται ο υποθάλαμός μου!


αθός (o): ash
αθώ, -είς, -εί: to blossom
ακλουθώ , or κλουθώ : to follow
αλάργο : far, e.g. οι έξω νευρώνες της σπ. στήλης νευρώνουν τσ'αλαργινούς μύες
αμπλά: the sister
ανέκαρα : strength, endurance
ανεμαζώνω: to collect, ανεμαζώνομαι to flinch
ανεκούρκουδα : supine
ανεκουλουρίδα: a turnaround by π radians
ανεντρανίζω : to revive, to recover, to regain strength
αντέτι : habit, custom
απίδι : pear, n. απιδιά
απόις : after
απώι : morning chill
αποκάμω : to finish
αποσπέρας : the night before
άρκαλος : Cretan badger Melesmeles-arcalus
αρμηνέυω : to give advice, see also σιργουλεύω
ασκελιά : step / the distance covered in one step
ασπαλάθια or σπαλάθια : spiny and thorny bush
αστοιβίδα: a small spiny bush
ατζί : thigh
αφορδακός : a frog (usually of the genus Rana Cretensis)
αφορούμαι : to imagine, to wonder e.g. αφορούμαι ανε λύνεται το binding problem.
αφρουκούμαι or φρουκούμαι : to hear, to listen to someone's advice, cf. δε σου 'φρουκάστηκα και ήβαλα τα windows vista...