Κι αν είσαι τόσο χαμηλά που τίποτα δεν μένει παρά μια θλίψη στην καρδιά να σε αποκοιμίζει, τα μάτια σου ερμητικά να κλείνει, σαν τις Μωρές Παρθένες να γεύεσαι το καληνύχτα του θανάτου και το όμορφο φιλί του Ιούδα τα βλέφαρα σου να ασφαλίζει γλυκά, καθησυχαστικά, αθόρυβα, ανύποπτα.
Είναι η κούραση μεγάλη, στενή και τεθλιμμένη η Πύλη. Γιατί να κοπιάσω πιο πολύ; Γιατί να ξεχωρίσω; Θα είμαι σαν τους άλλους, τους πολλούς. Ας κοιμηθώ λιγάκι, όχι πολύ, να, τόσο δα, δεν θα με πάρει ο Ύπνος.