Γέν.β:14 Και το όνομα του ποταμού του τρίτου,
Τίγρις· ούτος είναι ο ρέων προς ανατολάς της Ασσυρίας. Ο δε ποταμός ο τέταρτος,
ούτος είναι ο Ευφράτης.
Τίγρις: Στα Εβραϊκά είναι Κιντεκέλ. Ο Τίγρης και ο Ευφράτης είναι δύο ποτάμια που
ξεκινάνε χωριστά αλλά ενώνονται. Πριν τον κατακλυσμό μπορεί να ήταν δυο
διαφορετικά ποτάμια. Μπορεί να μην είχαν την ίδια πορεία, αλλά η περιοχή πρέπει
να είναι περίπου η ίδια. Ο κατακλυσμός άλλαξε μεγάλο μέρος του εδάφους της Μ.
Ανατολής, όμως μπορεί κανείς ακόμη να βρει τους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη σ’
ένα χάρτη του Ιράκ.
Γέν.β:15 Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον
και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ διά να εργάζηται αυτόν και να φυλάττη
αυτόν.
Και έθεσεν αυτόν εν τω
παραδείσω Στα Εβραϊκά
έχει την έννοια: “τον ανάπαυσε στον κήπο”. Βλέπουμε εδώ την καρδιά του Πατέρα
προς το παιδί Του. Ο Θεός βάζει τον άνθρωπο μέσα στον κήπο που ο Ίδιος έφτιαξε,
για να αισθάνεται άνετα, ήσυχος, αναπαυμένος.
Διά να εργάζεται αυτόν. Ο πρώτος άνθρωπος δεν ήταν άνθρωπος των σπηλαίων, αλλά ένας κηπουρός.
Οι άνθρωποι άρχισαν να ζουν στις σπηλιές, κυνηγώντας, μόνο μετά την αλλαγή του
κλίματος που ακολούθησε τον κατακλυσμό.
Υπάρχουν ορισμένοι που λένε ότι αν δεν αμάρτανε ο Αδάμ εμείς θα είμαστε
όλη την ημέρα ξαπλωμένοι στον παράδεισο. Αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο λάθος,
γιατί ανάπαυση δεν σημαίνει αναγκαστικά ξάπλα! Ο Θεός δεν άφησε τον Αδάμ αργό
μέσα στον κήπο, αλλά του έδωσε δουλειά να κάνει. Βέβαια η δουλειά αυτή δεν είχε
δεινά και δυσκολίες όπως σήμερα (κατάρα) αλλά γινόταν ήσυχα και ευχάριστα.
Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο εργατικό και δημιουργικό, του έδωσε την εικόνα
Του. Αυτός που θέλει τον άνθρωπο στην αδράνεια και στην τεμπελιά είναι ο
διάβολος.
και να φυλάττη αυτόν: Ο Αδάμ έπρεπε ακόμη να φυλάττει τις καλλιέργειες να μην φαγωθούν ίσως
από ζώα, να φυτρώνουν κατά είδος, σε ορισμένο μέρος...
Γέν.β:16,17 Προσέταξε δε Κύριος ο Θεός εις
τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε
του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ' αυτού· διότι
καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.
Γιατί έβαλε ο Θεός το ξύλο της γνώσης του καλού και του κακού μέσα στον
παράδεισο; Γιατί δεν επέτρεψε στον Αδάμ να φάει κάθε καρπό; Μήπως ήθελε να τον
κάνει δυστυχισμένο;
Το έκανε ο Θεός για να μάθει ο άνθρωπος να πιστεύει σ’ Αυτόν και όχι
στον εαυτό του. Να εμπιστεύεται την κρίση του Θεού κι όχι τη δική του. Ο Θεός
ήθελε να είναι ο Αδάμ απόλυτα ευτυχισμένος, και ξέρει ο Θεός τί είναι αυτό που
προκαλεί την ευτυχία. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι μόνο με την υπακοή στο
Δημιουργό μας. Σήμερα ο Σατανάς έχει πείσει τους ανθρώπους να σκέπτονται με τον
αντίθετο ακριβώς τρόπο. Έτσι σήμερα ο άνθρωπος θέλει να περνάει το κάθε τι από
το “κόσκινο του νου του” κι αν του φαίνεται καλό να το κάνει, αν δεν του
φαίνεται να το απορρίπτει.
Ο “μοντέρνος” τρόπος σκέψης λέει, ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν της κληρονομικότητας
και του περιβάλλοντος. Έτσι, είναι δυνατόν να βελτιώσουμε τον άνθρωπο και να
τον κάνουμε καλύτερο άτομο, αν βελτιώσουμε το περιβάλλον του. Μ’ αυτή τη λάθος
σκέψη, οι άνθρωποι κατηγορούν την κοινωνία για τις ασθένειες και το έγκλημα που
έχει επικρατήσει παντού. Όμως η ιστορία της πτώσης του ανθρώπου μας αποκαλύπτει
πόσο λάθος είναι αυτός ο συλλογισμός.
Ο Αδάμ και η Εύα τοποθετήθηκαν σ’ ένα τέλειο περιβάλλον. Καμία κακή
κληρονομικότητα δεν τους βάραινε. Αυτό αποδεικνύει ότι τα προβλήματα έχουν
πάντα την αιτία τους μέσα στον άνθρωπο.
Ένας απλός περιορισμός υπάρχει τώρα στην ελευθερία του ανθρώπου. Ο
άνθρωπος δημιουργήθηκε υπεύθυνο όν, υπεύθυνο στο να υπηρετεί, να υπακούει και
να δοξάζει τον Ποιητή του. Σαν υπεύθυνο δημιούργημα ο άνθρωπος, ήταν
υποκείμενος στη θεία κυβέρνηση. Υποταγή σ’ ένα απλό πράγμα ήταν το μόνο που του
ζητήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος έγινε ισχυρογνώμων και ανυπότακτος.
Ο Χριστός κοιμόταν μέσα στο πλοίο ενώ ήταν τρικυμία, αφ’ ενός για να δοκιμαστούν
οι απόστολοι αλλά για να δούμε κι εμείς πώς ζούσε ο Χριστός: Εμπιστευόμενος τα
πάντα στον Πατέρα. Ο Θεός δοκιμάζει την αγάπη του ανθρώπου σ’ Εκείνον δια του
μέσου της υπακοής. Αν ο Αδάμ και η Εύα αγαπούσαν το Θεό περισσότερο από τον
εαυτό τους, δεν θα έπαιρναν να φάνε τον καρπό. «Eάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε» (Ιωάν.ιδ:15)
Ήταν επιθυμία του Θεού να έχει πραγματική κοινωνία με τον άνθρωπο. Η
ειλικρινής όμως συντροφιά με κάποιον πρέπει να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης
εκλογής. Ο Θεός δεν ήθελε για φίλους κούκλες ή ρομπότ αλλά ανθρώπους
φτιαγμένους κατά την εικόνα του Θεού με τη δύναμη της εκλογής. Γι’ αυτό ήταν
αναγκαίο να βάλει μπροστά στον άνθρωπο την απόφαση εκλογής να τρώει από το
δένδρο της ζωής υπακούοντας σ’ Αυτόν ή να γνωρίζει το καλό και το κακό
τρώγοντας απ’ το ανάλογο δένδρο.
Πάντα υπάρχει μπροστά μας το δένδρο της ζωής που είναι ο Χριστός, και το
δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Και κάθε φορά καλούμαστε να κάνουμε
τις εκλογές μας. Θα πρέπει όμως να φτάσουμε στο σημείο να μην βασανιζόμαστε από
ποιο δένδρο πρέπει να πάρουμε αλλά να έχουμε σταθερή απόφαση ότι για μας υπάρχει
μόνο το δένδρο της ζωής.
Τόσο καιρό ο Αδάμ ζούσε μέσα στο μεγαλείο και την ομορφιά του Θεού δίχως
να του έχει λείψει τίποτα, που σημαίνει ότι δεν θα ήταν πρόβλημα γι’ αυτόν αν
δεν έτρωγε! Ο Αδάμ δεν είχε ανάγκη αυτό το δένδρο, γιατί είχε απ’ όλα τα αγαθά.
Αν το είχε ανάγκη, ο Θεός δεν θα του το απαγόρευε!
Ο Θεός θέλει τον άνθρωπο να ζει δια πίστεως παίρνοντας από το δένδρο της
ζωής και όχι δια της όψεως τρώγοντας από το δένδρο της γνώσης του καλού και του
κακού.
Ο Θεός θέλει να δυναμώσει το πνεύμα μας, να το κάνει όμοιο με το δικό
Του για να μπορέσει να μας πάρει κοντά Του. Αν εμείς θέλουμε να ζούμε σαρκικά
εμπιστευόμενοι τους εαυτούς μας συνέχεια, αυτή η δουλειά του Θεού δεν μπορεί να
γίνει.
θέλεις εξάπαντος αποθάνει: Στα Εβραϊκά έχει την έννοια: “με θάνατο θα πεθάνεις” Ο Αδάμ όταν έφαγε
από τον καρπό δεν πέθανε τον φυσικό θάνατο, όμως αποχωρίσθηκε απ’ το Θεό, έγινε
πνευματικά νεκρός. Και ο Χριστός είπε: «Αφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών
νεκρούς» (Ματθ.η:22) & (Ιωάν.ε:24). Βέβαια ο Θεός μετά τον ζωοποίησε όπως
και όλους εμάς δια Ιησού Χριστού.
Όμως ο άνθρωπος που έχει πάρει από το δένδρο της γνώσης του καλού και
του κακού και μένει με την αμαρτία του, πεθαίνει με θάνατο, τον δεύτερο θάνατο.
Η μετάφραση των Ο’
λέει: “Θανάτω αποθανέσθω”