Γέν.γ:8 Και ήκουσαν την φωνήν Κυρίου του
Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω προς το δειλινόν· και εκρύφθησαν ο Αδάμ και
η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού, μεταξύ των δένδρων του παραδείσου.
και ήκουσαν την φωνήν Κυρίου
του Θεού... Φαίνεται ότι
δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Θεός συναντούσε εκεί τον Αδάμ και την Εύα, μάλλον
θα ήταν ένα καθημερινό ραντεβού την ώρα του δειλινού. Όμως σήμερα, λείπει ο
άνθρωπος!
Εκεί που λέει “φωνή” αναφέρεται στο θόρυβο, στον ήχο που κάνει ο αέρας.
Ο Θεός μπορεί να παρουσιαζόταν μέσω του αγγέλου Του, ή σαν φως, ή σαν λεπτό
αεράκι, πάντως ο Αδάμ ήξερε ότι αυτό είναι ο Κύριος!
Μόλις ο Αδάμ άκουσε την φωνή
Κυρίου του Θεού μέσα στον κήπο, «εφοβήθη»,
επειδή όπως ομολογεί ο ίδιος, «ήτο γυμνός».
Ναι, ήταν γυμνός παρά το κάλυμμα με το οποίο είχε καλυφθεί!
Αυτό το κάλυμμα είναι φανερό ότι δεν ικανοποιεί ούτε την δική του συνείδηση
γιατί διαφορετικά δεν θα φοβόταν (Α’ Ιωάν.γ:21).
Πάντοτε η συνείδηση προτρέπει τον άνθρωπο να κρυφθεί από Κύριο το Θεό
και ό,τι η θρησκεία του μπορεί να του δώσει, δεν είναι παρά μέσα για να πετύχει
αυτό το σκοπό. Η αμαρτία απομακρύνει τον άνθρωπο απ’ το Θεό. Αντί να τρέξουν
στο Θεό και να Του πουν το λάθος τους, φεύγουν μακριά και μάλιστα προσπαθούν να
βρουν τρόπο να κρύψουν την πράξη τους γιατί ήταν πονηρή.
Ο Αδάμ τώρα γνωρίζει λιγότερα απ’ ότι πριν. Έχασε την αποκάλυψη, την
ελευθερία και την χαρά του Θεού που είχε μέσα του. Έχασε την ελευθερία να είναι
γυμνός χωρίς αμαρτία, να περπατά ελεύθερα μέσα στον κήπο. Τώρα φοβάται και
κρύβεται!
Ο Αδάμ δεν θα φοβόταν αν είχε γνωρίσει την τέλεια αγάπη του Θεού γιατί «ο φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ’ η
τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον, διότι ο φόβος έχει κόλασιν και ο φοβούμενος
δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη» (Α’ Ιωάν.δ:18). Ο Αδάμ δεν το γνώριζε
γιατί πίστεψε στο ψέμα του Σατανά. Θα μπορούσε να γνώριζε πολύ περισσότερα με
το να μένει πιστός στο Θεό και να παίρνει απ’ το δένδρο της ζωής, παρά τώρα που
πήρε απ’ το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού.
Μένοντας στην αποκάλυψη και το φως του Θεού, ο Κύριος λαμπρύνει το νου
μας και μας φανερώνει πράγματα που μόνοι μας ποτέ δεν θα μπορούσαμε να δούμε.
Μπορούμε τότε να βλέπουμε και το καλό και το κακό, αλλά όχι εμπειρικά αλλά με
τον τρόπο που ο Θεός το γνωρίζει παρατηρώντας χωρίς να μετέχει. Αυτοί που
στρέφουν προς τα πίσω, χάνουν το πνεύμα της αποκάλυψης και δεν γνωρίζουν αυτό
που κάποτε ήξεραν.
Ο άνθρωπος σήμερα έχει ακόμη σκοτισμένο νου και καρδιά και προσπαθεί να
κρυφθεί απ’ το Θεό. Όμως ο Θεός καλεί τα παιδιά Του να τρέξουν σ’ Αυτόν για να
φωτίσει ξανά τις σκοτισμένες καρδιές τους.
Η πτώση του ανθρώπου είναι που έδωσε την αφορμή να αποκαλυφθεί τι ο Θεός
είναι! Ο Θεός δεν αποκαλύφθηκε ο ίδιος
πλήρως στην δημιουργία. Με την δημιουργία είχε δείξει την αιώνια δύναμή Του και
την θειότητά Του (Ρωμ.α:20). Αλλά δεν είχε αποκαλύψει στο βάθος τους όλα τα
μυστικά της φύσης Του και του χαρακτήρα Του (Κολ.β:9).
Η δημιουργία δεν μπορούσε ποτέ να φανερώσει πλήρως τι είναι ο Θεός.
Υπάρχουν στο Θεό απείρως περισσότερα από την σοφία και την δύναμη. Υπάρχουν
μέσα Του η αγάπη, το έλεος, η αγιότητα, η αγαθότητα, η τρυφερότητα, η μακροθυμία.......
Γέν.γ:9 Εκάλεσε δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ,
και είπε προς αυτόν, Που είσαι;
Πού είσαι; Δεν είναι η φωνή κάποιου
χωροφύλακα που ζητά τον κακοποιό, ούτε κάποιου τυράννου που ζητάει το σκλάβο
που προσπαθεί να φύγει. Είναι η φωνή του Πατέρα προς το παιδί του που αμάρτησε
και έφυγε. Στην παραβολή του άσωτου υιού (Λουκ.ιε:20), ο πατέρας καθόταν κι
αγνάντευε το δρόμο, πότε θα φανεί το παιδί του!
Η ερώτηση αυτή δεν ζητά απ’ τον Αδάμ ν’ απαντήσει σε ποιο σημείο του κήπου
βρίσκεται, αλλά να αναγνωρίσει την κατάστασή του μπροστά στο Θεό. Είναι ευθύνη
του κάθε εργάτη να δείχνει στους αμαρτωλούς που στέκονται σε σχέση με το Θεό.
Με το λόγο του Θεού σαν φως που θα φωτίζει το δρόμο τους, θα τους δείχνει το επικίνδυνο
έδαφος πάνω στο οποίο στέκονται. Κανείς δεν πρόκειται να πάρει τη θέση του
άγιου στον ουρανό, αν δεν καθίσει πρώτα στην καρέκλα του αμαρτωλού. Πρέπει
πρώτα να καταλάβει ότι είναι χαμένος και τότε μόνο θα είναι σε θέση ν’
αναγνωρίσει ότι είναι αυτός τον οποίο ο Χριστός ήρθε να ψάξει για να σώσει.
Η ερώτηση αυτή
φανερώνει δύο πράγματα:
α) ο άνθρωπος ήταν
χαμένος (αμαρτία),
β) ο Θεός είχε έρθει
για να τον ζητήσει (η χάρις του Θεού).
Εδώ φανερώνεται ο αληθινός χαρακτήρας του Θεού και η διάθεσή Του όσον
αφορά τον πεσμένο άνθρωπο. Ο Θεός προσπαθεί να κάνει τον πεσμένο άνθρωπο να
βγει απ’ εκεί που ήταν κρυμμένος και να Τον εμπιστευθεί.
Βλέπουμε το Θεό να έρχεται προς τον Αδάμ σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Όχι ότι δεν ξέρει τίποτα, αλλά για να τον κάνει να αισθανθεί άνετα κι ελεύθερα
κοντά Του, να του δώσει χρόνο και θάρρος να μετανοήσει. Μπροστά σ’ αυτή την
απλότητα του Θεού, ο Αδάμ αντί να ζητήσει συγχώρεση, αρχίζει και κατηγορεί τον
Ίδιο το Θεό. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και σήμερα απαντά ο άνθρωπος στην
πιστότητα και την χάρη του Θεού όταν τον καλεί λέγοντάς του: Πού είσαι;