Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Γραφές και παραδόσεις (8)

ΠΑΠΙΑΣ ΙΕΡΑΠΟΛΕΩΣ

Πληροφορίες για το πρόσωπο του Παπία, επισκόπου Ιεραπόλεως, διασώζονται σκόρπιες στα γραπτά εκκλησιαστικών συγ­γραφέων και ιδιαίτερα στα συγγράμματα του Ειρηναίου και του ιστορικού Ευσέβιου. Η ακριβής περίοδος της ζωής του Παπία έχει υποκινήσει αρκετές συζητήσεις μεταξύ των νεότερων ιστορι­κών, αλλά δε νομίζουμε ότι κάνουμε βαρύ λά­θος προσδιορίζοντας τη μεν γέννηση του μεταξύ του 70-75 μ.Χ. το δε θάνατο του περί το 150-155 μ.Χ.

Κατά τον Ειρηναίο, ο Πάπιας άκουσε τον απόστολο Ιω­άννη να διδάσκει, κι επίσης διατηρούσε στενές πνευματικές σχέ­σεις με τον Πολύκαρπο. Μολαταύτα, ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος αντικρούει την πρώτη πληροφορία του Ειρηναίου, ότι δηλαδή ο Πάπιας είχε ακούσει τον Ιωάννη, επικαλούμενος στο σημείο αυτό τη γραπτή μαρτυρία του ίδιου του Παπία. Οι ιστορικές πηγές δεν κάνουν κανένα υπαινιγμό που να γεννά την ελάχιστη υποψία ως προς την ηθική ευθύτητα του Παπία, ως προς τη διανοητική του όμως ικανότητα, ο Ευσέβιος τον χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο περιορισμένης μόρφωσης και κρίσης.

Ο Παπίας έγραψε ένα πεντάτομο ερμηνευτικό έργο με τίτλο «Λογίων Κυριακών Εξηγήσεις». Το έργο αυτό δεν επέζησε, ότι γνωρίζουμε από το περιεχόμενο του έχει διασωθεί σε απο­σπάσματα που καταχωρούν στα έργα τους οι Ειρηναίος και Ευσέβιος.

Ένα από τα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί είναι και ο παρακάτω πρόλογος των εξηγήσεων του Παπία:

«Ούκ οκνήσω δέ σοι και όσα ποτέ παρά τών πρεσβυτέρων καλώς εμαθον και καλώς εμνημόνευσα, συγκατατάξαι ταις ερμηνείαις διαβεβαιούμενος υπέρ αύτων αλήθειαν. Ού γαρ τοις τά πολλά λέγουσιν εχαιρον ώσπερ οι πολλοί, αλλά τοις τ' αληθή διδάσκουσιν, ουδέ τοις τάς αλλότριας εντολάς μνημονεύουσιν, αλλά τοις τάς παρά Κυρίου τη πίστει δεδομένας και απ' αύτης παραγινομένας της αλη­θείας· ει δέ που και παρακολουθηκώς τις τοις πρεσβυτέροις ελθοι, τους τών πρεσβυτέρων ανέκρινον λόγους, τι Ανδρέας ή τι Πέτρος είπεν ή τι Φίλιππος ή τι Θωμάς η Ιάκωβος ή τι Ιωάννης ή Ματ­θαίος ή τις έτερος τών του Κυρίου μαθητών α τε Αριστίων και ο πρεσβύτερος Ιωάννης, του Κυρίου λέγουσιν ού γάρ τά έκ τών βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον όσον τά παρά ζώ­σης φωνής και μενούσης».

Ο τίτλος που φέρει το έργο του Παπία «Λογίων Κυριακών Εξηγήσεις» μαρτυρεί ότι το περιεχόμενο του συγγράμματος αυτού ήταν ερμηνεία, ανάλυση και όχι «λόγια», διήγησης. Εδώ λοιπόν, ο Παπίας, δεν μιλά για τη σύνταξη κάποιας νέας Ευαγγελικής αφήγησης, αλλά για ερμηνεία γραπτής αφήγησης που ήδη υπήρχε, συγκεκριμένα της ερμηνείας των Ευαγγελίων. Στην τε­λευταία φράση του παραπάνω προλόγου του, «ου γάρ τά έκ τών βιβλίων τοσούτον μέ ώφελείν υπελάμβανον όσον τά παρά ζώσης φωνής και μενούσης», ο Παπίας συγκρίνει όχι τη γραπτή παράδοση, «Κυριακά λόγια» με την προφορική παράδοση, αλλά συγ­κρίνει τη δική του ερμηνεία επί των Ευαγγελίων με τις τότε κυκλοφορούσες άλλες γραπτές ερμηνείες.

Όσο για τα επίσημα κείμενα των Ευαγγελίων, να πώς εκφράζεται ο Παπίας:

«Και τουθ' ο πρεσβύτερος έλεγεν. Μάρκος μέν ερμηνευτής Πέτρου γενόμενος, όσα εμνημόνευσεν, ακριβώς έγραψεν, ού μέντοι τάξει, τα υπό του Κυρίου η λεχθέντα η πραχθέντα. ούτε γάρ ήκουσεν του Κυρίου ούτε παρηκολούθησεν αύτω, ύστερον δε, ως εφην, Πέτρω ος προς τάς χρείας έποιείτο τάς διδασκαλίας, άλλ' ούχ ώσπερ σύνταξιν τών Κυριακών ποιούμενος λογίων, ώστε ουδέν ήμαρτεν Μάρκος ού­τως ένια γράψας ως άπεμνημόνευσεν. Ενός γάρ εποιήσατο πρόνοιαν, του μηδέν ών ήκουσεν παραλιπείν η ψεύσασθαί τι έν αυτοίς». «Περί δε του Ματθαίου ο Παπίας, ταύτ' είρηται. Ματθαίος μέν ούν Εβραΐδι διαλέκτω τα λόγια συνετάξατο, ηρμήνευσεν δι' αυτά ως ην δυνατός έκαστος».

Αυτές οι πεποιθήσεις του Παπία, ότι τα Ευαγγέλια είναι πλήρεις και αξιόπιστες αφηγήσεις «Κυριακά Λόγια» αυτοπτών μαρτύρων της ζωής του Κυρίου, αποκλείει την υπόθεση ότι ο αρχαίος αυτός πατέρας έδινε μεγαλύτερη προσοχή στις προφορικές παραδόσεις παρά στις γραπτές, «ενός γάρ Μάρκος εποιήσατο πρόνοιαν, του μηδέν ων ήκουσεν παραλιπείν η ψεύσασθαι έν αυτοίς». Κι αν ακόμα δεχτούμε τη γνώμη του ιστορικού της Εκκλησίας Ευσέβιου, ότι ο Παπίας «σφόδρα σμικρός ην τον νουν» δεν πιστεύουμε πως η μικρότητα του νου του έφθανε μέχρι τέτοιου σημείου ώστε ν' αποδίδει μεγαλύτερη αξιοπιστία στο τι άκουσε να επαναλαμβάνει προφορικά κάποιος άλλος, για όσα είπε ο Ματθαίος ή ο Μάρκος παρά στην κατ' ευθείαν γραπτή αφήγηση του Ματθαίου ή του Μάρκου.

Φανερό λοιπόν είναι, ότι η φράση του Παπία «ού γάρ έκ τών βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον όσον παρά της ζώσης φωνής και μενούσης» δεν αφορά τα επίσημα Ευαγγελικά κείμενα, αλλά τις πολύτομες ερμηνευτικές εργασίες της παράταξης των Γνωστικών τις οποίες συγκρίνει με τις δικές του «Εξηγήσεις», που, καθώς ισχυρίζεται, οι τελευταίες στηρίζονται σε ορισμένες διδασκαλίες που άκουσε από γνώριμους των αποστόλων. (Ο Ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί ότι διάβασε τις «Εξηγή­σεις» του Παπία και κρίνει ότι όσα ισχυρίζεται ο Παπίας ότι άκουσε από γνωρίμους των αποστόλων είναι μύθοι).


Το συμπέρασμα της αναφοράς του Παπία είναι ότι η πηγή της Χριστιανικής πίστης βρίσκεται στην αποστολική μαρτυρία που γράφτηκε στα ευαγγελικά κείμενα και που για ένα χρονικό διάστημα είχε παραμείνει στην προσωπική μνήμη των πρεσβυτέρων.