Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Η χαρά του αδελφού μου, στη δική μου διακονία


Αν αυτά που θα πούμε θίξουν καταστάσεις που συνηθίσαμε να μη τις συζητάμε, συγχωρέσατε μου την παρατυπία. Ούτε παράταιρος μ’ αρέσει να είμαι, ούτε πράγματα «ξενίζοντα τας ακοάς υμών» (Πράξ.ιζ:20), επιθυμώ να παρουσιάσω.

Όμως δεν θα είμαστε εξωπραγματικοί αν παρατηρούσαμε ότι πολλές φορές τη χαρά μας έρχεται να την ανακόψει όχι μια δική μας συμφορά, αλλά... μια επιτυχία του διπλανού μας ή και του αδελφού μας. Είναι οι περιπτώσεις που από το «ου ζηλοί» (Α’ Κορ.ιγ:4), αφαιρούμε το αρνητικό μόριο και χάνουμε το χαμόγελό μας.


Παθολογία, θα παρατηρούσε κάποιος. Διαγνωστική θα διόρθωνα, με στόχο τον εντοπισμό και την παραμέριση του κακού. Και για να ψηλαφήσουμε πιο κοντά και πιο ουσιαστικά το θέμα, ας διατυπώσουμε κάποιες απορίες:
   

  • Γιατί να μη μπορεί να χαρεί ο αδελφός μου στη δική μου διακονία;
  • Γιατί, να πρέπει να χαρεί;
  • Γιατί, ν’ αποζητάω στην πνευματική μου διακονία το «συγχαίρετέ μοι» (Φιλιπ.β:18); Ή κι αν το αποζητάω, γιατί να το θέλω;
  • Και γιατί να θλίβομαι - έστω χωρίς να το ομολογώ - όταν δεν μου προσφέρεται;

Φυλλομετρώντας τη Βίβλο μας, ας προσπαθήσουμε να δούμε όσο γίνεται πιο σφαιρικά το θέμα:

Η διακονία μου στο έργο του Θεού, με γεμίζει χαρά. Προσέξτε το βοσκό του Λουκά ιε, που έπειτα από την πολύωρη και πολύμοχθη πορεία στο λόγγο, γυρνάει με το αρνί στον ώμο «χαίρων». Στο χωράφι του Θεού έστω κι αν «εξέρχομαι κλαίων... επιστρέφω εν αγαλλιάσει» (Ψαλμ.ρκς:6). Κι όταν η παρεξήγηση, ο φανατισμός και τα όμοια τους, μου παρεμβάλουν εμπόδια ή και δεσμεύσεις, και τότε ακόμη «χαίρω, ότι καταξιώθηκα υπέρ του ονόματος του Κυρίου να ατιμασθώ» (Πράξ.ε:41). Μαζί με τον Παύλο που «χαρά και στέφανό του» αποτελούσε η εκκλησία στους Φιλίππους (δ:1) και μαζί με τον Ιωάννη που «η μεγαλύτερη χαρά του ήταν ν’ ακούει ότι τα πνευματικά του τέκνα στέκανε εν Κυρίω» (Γ’ Ιωάν.4), το ίδιο κι εγώ. Χαίρω, για το φυλλάδιο που έγραψα ή διένειμα. Χαίρω, για το περιοδικό ή το Blog του οποίου τη λειτουργία επιμελούμαι. Χαίρω, για το CD που ’φτιαξα. Χαίρω, για κείνο που «η χάρις του Θεού η συν εμοί» (Α’ Κορ.ιε:10), εργάστηκε.

Η χαρά της υπηρεσίας - όπως κάθε γνήσια χαρά - ζητάει κάποιον, στον οποίο ν’ ακουμπήσει το ξεχείλισμά της. Ο τσοπάνης του Λουκά ιε, «συγκαλεί φίλους και γείτονες, να συγχαρούν μαζί του» (εδ.6). «Συγχάρητέ μοι, συγχάρητέ μοι», αναφωνεί σ’ όλους. Το ίδιο η γυναίκα με τη δραχμή που βρήκε «συγχάρητέ μοι, συγχάρητέ μοι» (εδ.9). Το ίδιο κι ο πατέρας «συγχαίρει» μ’ όλους στο σπίτι, στην επιστροφή του άσωτου (εδ.24). Κανένας από τους τρεις, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ξεχείλισμά. Κανένας δεν είπε «ας μείνει μεταξύ μας». Έτσι, αδελφέ μου, να... με περιμένεις. Θα ’ρθω κοντά σου όχι για να σου ζητήσω, αλλά για να σου δώσω. Είμαι αυθόρμητος, αδελφέ μου, όταν έρχομαι κοντά σου και σε τούτο με σπρώχνει κάποια εσωτερική πνευματική ανάγκη, που συνοψίζεται στο «συγχάρητέ μοι».

Το «έδει» του «συγχαρήναι». Ιστορικά, μας το πρόσφερε η ανορθόγραφη συμπεριφορά του πρεσβύτερου αδελφού, στο Λουκά ιε:32. Συνοφρυωμένος ακούει το «ευφραίνεσθαι» και συνοφρυωμένος παραμένει κι όταν μαθαίνει την αιτία της χαράς. Συνοφρυωμένος αθεράπευτα και μετά το παραινετικό «χαρήναι έδει», του πατέρα. Ατύχημα τούτο, όταν συμβαίνει μέσα στην οικογένεια του Θεού. Και βαρύτατη η ευθύνη, όταν στην απροθυμία του «συγχαρήναι» συλλαμβάνεται ο «πρεσβύτερος». Ο θεωρούμενος, ώριμος. Ο έμπειρος. Ο κατασταλαγμένος. Αδελφέ μου, «έδει». 

• «έδει χαρήναι», γιατί «κι εγώ στο έργο του Θεού εργάζομαι, όπως και συ» (Α’ Κορ.ις:10).
• «έδει χαρήναι», γιατί «παντί τρόπω Χριστός καταγγέλεται» (Φιλιπ.α:18).
• «έδει χαρήναι», γιατί κι άλλος ένας εργάτης στο έργο του Θεού, σε βεβαιώνω δεν αλλοιώνει την απογοητευτική διαπίστωση του «ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Ματθ.θ:37).
• «έδει χαρήναι», γιατί στον κάθε αδελφό σου πρέπει ν’ αναγνωρίσεις την υποχρέωση της υπακοής του στο «ελάβομεν χάριν και αποστολήν» (Ρωμ.α:5).

Η κρίσιμη - χρήσιμη διάγνωση. Όταν προχθές, συνέλαβες τον εαυτό σου ότι δεν χάρηκε στο όμορφο κήρυγμα τ’ αδελφού σου... Όταν χθες, ψηλάφιζες συνοφρυωμένος κείνο το κακέκτυπο φυλλάδιο που συ θα το ’βγαζες καλύτερα... Όταν σήμερα, ακούς για την καινούργια διακονία του DVD που ξεκίνησε κείνος ο όμιλος και λες «καλά κι εμείς το ’χαμε σκεφτεί, αλλά μας πρόφτασαν»... Τότε, αδελφέ μου, αναγνώρισε όλα τούτα σαν συμπτώματα μιας πνευματικής εκτροπής, θα 'λεγα αρρώστιας. Μιας εσφαλμένης θεώρησης του έργου, που σε κάνει να δίνεις πιο πολύ βάρος όχι στη νίκη της ομάδας, αλλά στο αν ο σκόρερ είσαι εσύ ή κάποιος άλλος. Το ποιος δηλαδή, θα πάρει το χρυσό παπούτσι. Κάτι τελείως αντίθετο από τον πνευματικό φιλελευθερισμό του Παύλου «είτε ουν εγώ, είτε εκείνοι» (Α’ Κορ.ιε:11). Τούτο το Βιβλικό πνευματικό φιλελευθερισμό πρέπει να τον αποδεχτούμε και σ’ αυτόν να ασκηθούμε. Έτσι που όταν σε πλησιάσω την επόμενη φορά, αδελφέ μου, στη θέση της συνοφρύωσης να συναντήσω το χαμόγελο, που... τόσο το ’χω ανάγκη! Που θα μου γίνει έμπνευση για πιο πέρα κι αίσθημα σιγουριάς ότι δίπλα μου στέκει ο αδελφός - συμπαραστάτης κι όχι ο αδελφός - κριτής.

Η παγκοσμιότητα εξάλλου του έργου, σου στέλνει ένα διπλό μήνυμα: Πρώτον, το έργο του Θεού είναι κάτι πολύ πιο πολύ και πολύ πιο μεγάλο, απ’ αυτό που κάνεις εσύ ή κάνουμε όλοι εμείς σήμερα. Είναι μια υπόθεση που ξεκίνησε την Πεντηκοστή και δεν θα τελειώσει παρά όταν έρθει ο Κύριος, που θα κρίνει και την πιστότητα του καθενός μας (Ρωμ.ιδ:10, Β’ Κορ.ε:10). Το κήρυγμα, η διδασκαλία, ο προσωπικός και ο πλατύτερος ευαγγελισμός, ο έντυπος λόγος για το παιδί, το νέο, τον πιστό, τον άπιστο, η μετάφραση κι η κυκλοφορία των Γραφών, η ανάπτυξη των εποπτικών κι ακουστικών μέσων μετάδοσης του μηνύματος, η σωστή χριστιανική μουσική, η διδασκαλία και η μετάδοσή της, η ιεραποστολή στην υπακοή της εντολής «υπάγετε», η πρόνοια της παιδικής και ιδιαίτερα της γεροντικής ηλικίας, η μέριμνα των πτωχών της αδελφότητας, είναι ελάχιστες αναφορές στην ευρύτητα και ποικιλότητα του έργου του Θεού, έτσι που κι εγώ να μη βασανίζομαι να γίνω γνήσιο κακέκτυπό σου κι εσύ να βλέπεις ότι «έκαστος ίδιον χάρισμα εκ Θεού έχει» (Α’ Κορ.ζ:7), χαίροντας για την όποια μικρή μου διακονία. Είναι τούτη μια ισορροπία σχέσεων ζωής και συνεργασίας, που αν δεν την έχουμε, δεν απολαμβάνουμε τη χαρά του έργου. Εδώ δε ίσως να μπορούμε να εντοπίσουμε κείνο το βάσκανο κάτι, που αφαιρεί από την απασχόλησή μας στο έργο του Θεού και το «χαίρειν» και το «συγχαίρειν».

Δυο λόγια τέλος για την πνευματική συμμαχία, που γενικά χρειάζεται στο έργο του Θεού και που συνιστά σημείο επιβίωσης, όταν το «άγιο έθνος του Θεού» (Α’ Πέτρ.β:9) ζει διωκόμενο, με τον Αννίβα πάνοπλο «προ των πυλών».

Τούτη τη «συμμαχία» το «ομού μάχεσθαι», σπάνια βέβαια και σαν λαός το ζήσαμε. Και την αδυναμία μας τούτη καλά τη γνωρίζουν και αποτελεσματικά την εκμεταλλεύονται οι μεγάλοι «άσπονδοι φίλοι μας». Όμως, φυλετικές μας αδυναμίες θ’ αφήσουμε να μολύνουν το έργο του Θεού! Θα επιμείνουμε ν’ αναβιώνουμε κάθε φορά τον ελληνικό τύπο χριστιανού! Δεν είναι η Εκκλησία, διάφορος χώρος! Δεν τη χαρακτηρίζει - η πρέπει να τη χαρακτηρίζει - η πνευματικότητα και η παγκοσμιότητα!