Τώρα, μπορώ να ’μαι πιο αυστηρός,
αφού στο σκαμνί βρίσκομαι εγώ κι όχι ο αδελφός μου. Και είναι βασική κι
αναμφισβήτητη πνευματική αρχή, πως όταν θέλω να βρω κάποιον από τον οποίο να
πρέπει να ξεκινήσει η μετάνοια, το γεφύρωμα της αγάπης, η επιστροφή της εγκαρδιότητας,
η απεμπόληση της ερμητικότητας, το γνήσιο «συνέχαιρον» (Λουκ.α:58), πρέπει τον
εαυτό μου να συλλάβω πρώτα. Σ’ αυτόν το μαστίγωμα και δική μου η μεταμέλεια.
Εγώ πρώτος «βαδίζων και κλαίων» (Ιερεμ.ν:4), θα νιώσω την πνευματική μου έλλειψη μέτρου κι υπεροψία. Και «βγάζοντας εγώ πρώτος το δοκάρι από το δικό μου
μάτι» (Ματθ.ζ:3), θα δω «το ξυλάριο» - αν υπάρχει - στου αδελφού μου το μάτι.
Το έργο μου και το έργο του
Θεού, είναι ένα πρώτο σημείο που αρμόζει τώρα να θίξουμε. Βέβαια, η έννοια-
έργο μου... δεν υπάρχει στη Βίβλο. Το κτητικό «μου», ούτε στο έργο ούτε στην
Εκκλησία, πρέπει να το βάζω. Το «μου», ανήκει μόνο στον Κύριο. Όμως με την
παραπάνω έκφραση ήθελα ν’ αντιδιαστείλω ίσως και να συγκρίνω, τη δική μου
μηδαμινή συμμετοχή, σε σχέση με το έργο της Παγκόσμιας Εκκλησίας του Χριστού.
Αν έλεγα «σταγόνα εν τω ωκεανώ», πάλι πολύ θα ’λεγα. Μεγάλη ιδέα θα ’χα και
τότε για τον εαυτό μου.
Αλίμονο λοιπόν αν το έργο μου ήταν αποκλειστικά κι εξαντλητικά
το έργο του Θεού! Αν μ’ εμένα άρχιζε και σε μένα περιοριζόταν! Και... δυο φορές
αλίμονο, αν το δικό μου μικρό ασήμαντο χάρισμα, ήταν όλο κι όλο που ’χε σε
ποικιλία χαρισμάτων, να παρουσιάσει το έργο του Θεού. Όχι! Πριν από με, δίπλα
σε με, σ’ όλο το παγκόσμιο εύρος της Εκκλησίας του Χριστού, ανθούν και δρουν,
δόξα στο Θεό, πολλά και ποικιλότροπα χαρίσματα, που πάντοτε το κυρίαρχο Πνεύμα
δίνει «εκάστω καθώς βούλεται» (Α’ Κορ.ιβ:11). Αν αυτό ουσιαστικά το
συνειδητοποιήσω, τότε μου φαίνεται πως έκαμα το πρώτο βήμα προς την αναγνώριση
του έργου του αδελφού μου. Που κι αυτός, «έχει πνεύμα Θεού» (Α’ Κορ.ζ:40). Που
κι αυτός, ανήκει στην στρατευόμενη Εκκλησία του Χριστού. Που κι αυτός «συναθλεί
τη πίστει του Ευαγγελίου» (Φιλιπ.α:27).
Η πολυπραγμοσύνη του
μονοπωλισμού, είναι τώρα κάτι που συχνά με τυφλώνει και δεν μ’ αφήνει ούτε
να κινηθώ στα περιορισμένα από τη φτιάξη μου πλαίσια υπηρεσίας και
δραστηριότητας, μα και ούτε να χαρώ στην υπηρεσία μου. Στο πνευματικό έργο του
τόπου μας, παρουσιάζουμε το εξής παράδοξο: Είμαστε λίγοι. Απελπιστικά, λίγοι.
Το έργο που ’χουμε να επιτελέσουμε είναι μεγάλο. Αφάνταστα μεγάλο. Προσευχόμαστε
λ.χ. για τη σωτηρία ολόκληρου του έθνους μας και τα παρόμοια. Τούτων δοθέντων,
θα ’πρεπε - όπως θα μας συμβούλευε ένας πρωτοετής φοιτητής των Οικονομικών
Επιστημών - να ’χουμε έναν καθολικό προγραμματισμό και, προπάντων, έναν
λεπτομερή καταμερισμό του έργου. Εγώ τούτο, συ το άλλο, ο τρίτος πιο πέρα
κ.ο.κ. Αντ’ αυτού - ας τολμήσουμε την εξομολόγηση - ένας άκρατος μονοπωλισμός
και μιμητισμός, μας συνέχει πολύ συχνά. Έβγαλε ο τάδε CD, να βγάλω κι εγώ. Έγραψε ο άλλος
βιβλίο, να γράψω κι εγώ. Σκέφτηκε ο αδελφός μου να οργανώσει ένα τηλεφωνικό
«τηλευάγγελμα», την άλλη μέρα θ’ αγοράσω τα μηχανήματα που χρειάζονται, για ν’
αρχίσω κι εγώ. Έφτιαξε ο αδελφός ένα Blog ή ιστοσελίδα, κι εγώ! Έτσι όλοι...
«ειδικευόμαστε» σε όλα. Μάλλον, όλοι ασχολούμαστε με όλα και κανένας δεν
ειδικεύεται σε τίποτα. Έτσι, χρήματα πολλά που με πολλή θυσία προσφέρει ο λαός
του Θεού, διασπαθίζονται. Έτσι η στάθμη του blog, του περιοδικού, του CD, της υπηρεσίας, είναι απογοητευτικά χαμηλή. Κι αυτό που ειδικά
ενδιαφέρει τη μελέτη μας, έτσι δεν έχω χαρά αλλά άγχος υπηρεσίας. Να μάθαινα
κάποτε πως αν είμαι ευαγγελιστής δεν είμαι οπωσδήποτε και ποιμένας! Πως αν
είμαι μαέστρος, δεν είμαι αυτόματα και κήρυκας. Πως η έννοια του
πανταλαντούχου, δεν υπάρχει στην Καινή Διαθήκη.
Στις οικονομικές επιστήμες θα
ανατρέξω πάλι, για να μιλήσω για την εκτατική κι εντατική καλλιέργεια.
Μαθαίνω εκεί, ότι 100 στρέμματα που σ’ επιφάνεια κι όχι σε βάθος καλλιεργώ, θα
μ’ αποδώσουν λιγότερο από ό,τι 10 στρέμματα εντατικής, δηλαδή σε βάθος
καλλιέργειας. Η παραπάνω πολυπραγμοσύνη του όλοι σε όλα και σ’ όλη την έκταση
του έργου, μας οδήγησε σ’ έναν πνευματικό ερασιτεχνισμό έτσι που στον
πνευματικό χώρο μας, ελάχιστοι, απελπιστικά ελάχιστοι, να ’χουν ειδικευτεί σε
μια μόνη μορφή έργου. Το ’παθε αυτό η γενιά μου. Ευχή μου να μη το πάθει και η καινούργια
γενιά των πιστών. Γιατί αν το πάθει, η σύγκριση θα ’ναι συντριπτική σε μια
εποχή που η εξειδίκευση και η σε βάθος έρευνα, αποτελούν αυτονόητες μορφές οργάνωσης
και εργασίας. Σε μια εποχή, που αξίζει να θυμηθούμε - κι όχι μόνο να θυμηθούμε -
ότι δίπλα στο «άλλους ο Θεός έθεσε αποστόλους, άλλους προφήτες» (Α’ Κορ.ιβ:28),
πηγαίνει - ανάγκη να πάει - το «μη αμέλει», το «αναζωπυρείν», τα «μελέτα,
επέχε, επίμενε» των ποιμαντορικών προτροπών του Παύλου (Α Τιμ.δ:15,16). Η σε
βάθος καλλιέργεια του «χαρίσματος του Θεού εν εμοί» (Β’ Τιμ.α:6), θα μου δώσει αξιόλογους
καρπούς, όπως: Ποιότητα πνευματικής δουλειάς, που δεν θα υπολείπεται σε στάθμη
της αντίστοιχης κοσμικής. Τη χαρά μέσα μου, ότι στη δουλειά του Θεού δεν δείχνω
τον ερασιτεχνισμό που αποφεύγω στη βιοποριστική δουλειά μου. Τρίτο σημαντικό,
ότι πολλοί αδελφοί γύρω μου καταπιάνονται σε ποικίλες άλλες μορφές έργου, για
τις οποίες χαίρω και δοξάζω το Θεό, χωρίς να υποκύπτω στον πειρασμό, να τους
αντιγράψω ή και να τους ανταγωνιστώ.
Το «συγχαίρειν» της αγάπης.
Είναι της αγάπης το «συγχαίρειν», όπως είναι παιδί της σαρκικότητας η ζήλεια, η
αντιγραφή, ο κακότεχνος μιμητισμός. Δέστε τον Βαρνάβα όλον αγάπη από το χέρι -
«επιλαβόμενος» - να πιάνει τον Παύλο και να τον συνιστά ολόθερμα στους
αποστόλους (Πράξ.θ:27). Δέστε λίγο αργότερα τούτο το σωστό άνθρωπο του Θεού, το
Βαρνάβα, να επισκέπτεται την Αντιόχεια και να «χαίρει βλέποντας τη χάρη του
Θεού» στο εκεί έργο. Και μη βιαστείτε να μου πείτε «και ποιος λέει όχι, όταν
πρόκειται για γνήσια μορφή έργου» κλπ. κλπ., γιατί θα σας πω ότι τούτο ατυχώς
δεν είναι πάντοτε αρκετό για να με κάμει να «συγ-χαρώ» στο έργο του αδελφού
μου. Ο θεόπνευστος λόγος του Θεού, συνεχίζει έτσι «εχάρη... ότι ην ανήρ αγαθός
και πλήρης Πνεύματος Αγίου» (Πράξ.ια:24). Να επιτέλους μια γνήσια εκδήλωση της
πλήρωσης του Πνεύματος, όχι σαν τις κυκλοφορούσες τον τελευταίο καιρό
καρικατούρες, που τραυματίζουν τη σοβαρότητα του Ευαγγελίου. Αν δεν είμαι «ανήρ
αγαθός και πλήρης Πνεύματος», δεν μπορώ - όσο γνήσιο και να ’ναι το έργο του
αδελφού μου - να «συγχαρώ». Για να μη τολμήσω να πω πως συχνά, όσο πιο άγιο
είναι το έργο των αδελφών μου, τόσο πιο λίγο χαίρομαι, όσο πιο πολύ υπολείπομαι
σε πλήρωση Πνεύματος. Να είμαι λοιπόν ευθύς. Όταν δεν χαίρομαι για τη διακονία
του αδελφού μου, ας κοιτάξω πρώτα μέσα μου κι έπειτα ν’ αμφισβητήσω τη
γνησιότητα του έργου του. Κάποτε (Γαλ.α:24), οι εκκλησίες της Ιουδαίας «εδόξαζαν
τον Θεό για τον Παύλο». Με ποιο σκεπτικό; θα ρωτήσεις. «Ακούοντες ότι ο
διώκων... νυν ευαγγελίζεται». Και διερωτώμαι, πότε ήταν η τελευταία φορά που
εγώ, χάρηκα και δόξασα το Θεό για τον αδελφό μου. Πότε είπα - «Θεέ μου, σ’
ευχαριστώ για το δούλο σου το Δημήτρη, τον αδελφό μου». Πότε το ’πα στην
ατομική, όχι στην δημόσια, προσευχή μου.
Το «συγχαίρει τη αληθεία»
του ύμνου της αγάπης (Α’ Κορ.ιγ:6), μας δίνει τώρα μια άλλη διάσταση, στη χαρά
που πρέπει να νιώθω για τη διακονία του αδελφού μου. Μια διάσταση που ’χει
ανάγκη μιας προσεκτικής μελέτης και που θα λογιζόταν κακοποίηση του λόγου του
Θεού, όποια πρόχειρη κι αβασάνιστη προκατασκευασμένη στάση έπαιρνα απέναντι
της. «Συγχαίρει τη αληθεία» σημαίνει, το πνευματικό μου χειροκρότημα σε κάθε
αδελφική δράση που γίνεται με πνευματικούς στόχους και με Βιβλικούς τρόπους. Σε
κάθε διακονία που αποσκοπεί όχι την εγκαθίδρυση του δικού της βασιλείου, αλλά
το «ελθέτω η Βασιλεία σου» του Κυρίου. Κάθε πνευματική προσπάθεια που ’χει
δόγμα και φιλοτιμία της να οικοδομεί «μη επί αλλότριον θεμέλιον» (Ρωμ.ιε:20).
Κάθε δράση που ο ανθρώπινος φορέας της εμπνέεται από το πνευματικό σύνθημα-
«πρώτα ο Κύριος, έπειτα ο αδελφός μου, τρίτος εγώ». Κάθε χάρισμα που
«συναγωνίζεται» στο κοινό έργο (Ρωμ.ιε:30), που «συγκοινωνεί» (Φιλιπ.δ:14), που
«συναθλεί» (Φιλιπ.δ:3), και που στέκεται «συνεργός» (Β’ Κορ.η:28) και
«συστρατιώτης» (Φιλήμ.2), στην κοινή υπόθεση του Ευαγγελίου. «Η αγάπη συγχαίρει
τη αληθεία». Χειροκροτεί τον αδελφό, χαίρεται με τη χαρά του και την πρόοδό
του. Όμως, όταν το «τη αληθεία» - όπως εδώ αναλύεται - δεν υπάρχει! Όταν
υπάρχουν άτομα που γίνονται με τη δράση τους - «οι ταράσσοντες υμάς» του Γαλ.α:7! Τότε, τρεις δρόμοι ανοίγονται
μπροστά μου: Πρώτα, πρέπει να δεχτώ και να επαναπαυθώ στη διακήρυξη του λόγου
του Θεού ότι - «όστις εάν η ο ταράσσων υμάς θα βαστάξει το κρίμα» μπροστά στο
Θεό (Γαλ.ε:10). Όποιος και να 'ναι. Όπως και να λέγεται. Όπου κι αν ανήκει -
στους απέξω ή στους απομέσα. Και είναι καιρός, αδελφοί μου, τις ατέλειωτες ώρες
που δαπανάμε μιλώντας για τους «ταράσσοντες», να τις μετατρέψουμε σε προσευχή
στον Κύριο, Αυτός να προστατεύσει και να καθαρίσει την Εκκλησία Του. Δεύτερο,
όταν η πληροφορία έρθει ή η προσωπική μου εκτίμηση κρίνει ότι στη διακονία του
αδελφού δεν υπάρχει ο Βιβλικός στόχος και τρόπος, για τον οποίο μιλήσαμε ήδη,
δεν πρέπει να βιαστώ. Μπορεί, όμως και να ’χω λαθέψει, παρασυρόμενος απ’ αυτό
που ονόμασα παραπάνω «το έργο μου» και «ο πνευματικός μονοπωλισμός». Έτσι,
μπορεί - ο μη γένοιτο- να καταντήσω... «θεομάχος» (Πράξ.ε:39). Χρειάζομαι πολλή
πολλή προσευχή και άδειασμα και σοφία και σωστή πληροφόρηση, για να κατατάξω
τον αδελφό μου στους «ταράσσοντες» στους «διδάσκοντες α μη δει» (Τίτος α:11).
Κι όταν τελικά φτάσω στη δυσάρεστη τούτη διαπίστωση, είναι τότε ακριβώς, που η
αγάπη... δεν πρέπει να με εγκαταλείψει. Είναι τότε που «η αγάπη δεν συγχαίρει»
- ενώ θα το ευχόταν - αλλά λυπείται και συντρίβεται και θρηνεί «περιπατώσιν όπως
πολλές φορές σας έλεγα, τώρα δε κλαίγοντας σας το λέω, σαν εχθροί του σταυρού
του Χριστού» (Φιλιπ.γ:18). Όχι λοιπόν ευθυμολογία, ευφυολογία και διακωμώδηση,
όταν μιλάμε για τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του έργου του Κυρίου.
Όχι, άκαρπα ξεσπαθώματα. Όταν εντοπίζουμε «τους ταράσσοντες όποιοι κι αν
είναι», είναι ώρα να... κλάψουμε. Να κλάψουμε, μπροστά στον Κύριο. Να κλάψουμε
για το επαπειλούμενο κατακερμάτισμα του έργου Του. Να κλάψουμε, για το οικτρό
φαινόμενο μυριάδες χώροι να μένουν χωρίς μαρτυρία και στους ελάχιστους που 'χει
ανάψει ένα φωτάκι, να κινδυνεύει να σβήσει από το φύσημα όχι του εχθρού, αλλά
το «αδελφικό» σε εισαγωγικά.
Συμπερασματικά, το έργο του
αδελφού μου, ποτέ δεν μ’ αφήνει αδιάφορο. Χαίρω, χαίρω, χαίρω, για τη διακονία
του αδελφού μου. Αν υπάρξει η εκτροπή, διστάζω να την πιστέψω. Λέω «Κύριε,
απόδειξέ μου ότι κάνω λάθος, ότι ο αδελφός στο στόχο του και τον τρόπο του
είναι Βιβλικός. Κι αν ο Κύριος (επαναλαμβάνω ο Κύριος) μου αποδείξει το
αντίθετο, τότε «κλαίω» ενώπιον του Κυρίου για το ατόπημα. Βλέπετε η αγάπη που
ξέρει να «συγχαίρει τη αληθεία», η ίδια αγάπη ξέρει να «κλαίει τη πλάνη». Κι αν
μάλιστα το «κλαίει» οδηγήσει σ’ ένα «συγκλαίει», για την αδελφική εκτροπή και
για τον καθαρισμό της εκκλησίας από τους «ταράσσοντες», τότε... η λύση στα
εκκλησιαστικά μας αδιέξοδα, δεν θα ’ναι μακριά.