Είπε δε προς αυτούς παραβολήν λέγων. Ανθρώπου τινός πλουσίου
ηυτύχησαν τα χωράφια. Και διελογίζετο εν ευατώ λέγων: Τι να κάμω, διότι ο Θεός
είναι ο δοτήρ όλων αυτών των αγαθών, όστις φέρει βροχήν επί την γην και κάμνει
να αναβλαστήση ο βλαστός της χλόης.
Και είπε. Τούτο θέλω κάμει, θέλω ευχαριστήσει εξ όλης καρδίας μου
τον Θεόν, τον δοτήρα πάσης δόσεως αγαθής και παντός δωρήματος τελείου και θέλω
επισκεφθή και βοηθήση εκ του
περισεύματός μου τας χήρας και τα ορφανά, εν τη θλίψει αυτών, ως πιστός
οικονόμος αυτών τα οποία μοι ενεπιστεύθη ο Κύριος.
Τότε θέλω ειπεί προς την ψυχήν μου, Ψυχή τώρα που ευχαρίστησες τον
Θεόν και εβοήθησες τον πλησίον σου, φάγε και πίε εκ παντός του μόχθου σου,
διότι τούτο είναι χάρισμα Θεού, ενθυμού δε ότι η δική σου ευφροσύνη είναι παρά
τω Θεώ όστις και σε ελύτρωσε.
Είπε δε προς αυτόν ο Θεός: Εύγε δούλε αγαθέ, επειδή εστάθης πιστός
εις εκείνα τα οποία σου ενεπιστεύθην, σου δίδεται το στεφάνι της αιωνίου ζωής.
Στραφείς δε ο Ιησούς προς τους όχλους είπε: Ούτω θέλει είσθαι πάς
όστις πλουτεί εις τον Θεόν και δεν θησαυρίζει εις εαυτόν.