Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΓΙΑΣΜΟΣ 11 - Εξουσία και οργάνωση μέσα στην εκκλησία (2)

Αποκοπή. Έχουμε ήδη αναφέρει ένα λόγο για αποκοπή ή διακοπή της κοινωνίας με κάποιο πιστό, όταν αρνείται να υποταχτεί στις αποφάσεις της εκκλησίας. Στην Α’Κορ.ε:1-13, ο Παύλος αναφέρει και άλλους βάσιμους λόγους.
 
Το ιδιαίτερο πρόβλημα στην Κόρινθο το οποίο έδωσε αφορμή στον Παύλο να διατυπώσει αυτή τη διδασκαλία ήταν ότι κάποιος άνδρας μέσα στην εκκλησία διέπραττε αιμομιξία. Η εκκλησία ήταν τόσο υπερήφανη για τα πνευματικά της χαρίσματα που είχε παραβλέψει αυτή την αμαρτία. Ο Παύλος τους επέπληξε που δεν έκριναν την αμαρτία και δεν απομάκρυναν αυτόν που έφταιγε. Η σωστή διαδικασία σ’ αυτή την περίπτωση είναι να απομακρυνθεί από την εκκλησία αυτός που αμάρτησε.  

Πρέπει να παραδοθεί, στον κόσμο, στο βασίλειο του Σατανά. Κάνοντας αυτό δημόσια ο άνθρωπος αυτός μπορεί να “ταρακουνηθεί” και να μετανοήσει. Ακόμα μπορεί να υποφέρει στα χέρια του Σατανά σε τέτοιο μεγάλο βαθμό που να θελήσει να μετανοήσει και να επιστρέψει στην εκκλησία.

Έτσι, υπάρχει ελπίδα για σωτηρία σαν αποτέλεσμα της αποκοπής που προηγήθηκε. Όσο καιρό η αμαρτία του καλύπτεται ή αγνοείται δεν θα μπορέσει ποτέ να δει την ανάγκη του για μετάνοια. Ο Παύλος επεκτείνει αυτό το είδος κρίσης για αυτούς που ονομάζουν τους εαυτούς τους αδελφούς και που είναι πόρνοι, άρπαγες, ειδωλολάτρες, λοίδοροι, μέθυσοι ή εκβιαστές. Όταν ένα πρόσωπο αποκόπτεται από την εκκλησία για έναν από τους παραπάνω λόγους, ο Παύλος λέει ότι οι άγιοι δεν πρέπει να κάνουν παρέα μαζί του, ούτε καν να τρώνε μ’ αυτόν. Αυτό είναι πειθαρχία μέσα στην εκκλησία. Μερικές φορές νομίζουμε ότι ξέρουμε καλύτερα από το Θεό, και κάνουμε ότι θέλουμε να κάνουμε αντίθετα με το λόγο του Θεού.

Ενώ η εκκλησία απομακρύνει κάποιον επειδή έχει αμαρτήσει, εμείς στρεφόμαστε κι έχουμε επαφή μαζί του. Βγαίνουμε έξω να φάμε μαζί, βγαίνουμε βόλτες και τον παρηγορούμε. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να τον ωθήσουμε να γίνει περισσότερο ανυπότακτος. Ερχόμαστε σ’ επαφή με το ανυπότακτο και ακάθαρτο πνεύμα που ενεργεί σ’ αυτό το πρόσωπο - ένα πνεύμα το οποίο μπορεί εύκολα να μας επηρεάσει με τον ίδιο τρόπο.

Κάποτε ένας εργάτης απομακρύνθηκε από την εκκλησία γιατί μεθούσε στην πόλη που ήταν ποιμένας, και για ανήθικες προτάσεις που είχε κάνει σε αρκετές κοπέλες. Μέσα σε λίγους μήνες πήγε σε άλλη περιοχή και κήρυττε και ήταν επικεφαλής σε συναθροίσεις. Δεν έδειξε κανένα σημάδι μετάνοιας. Κάποιοι που τον ήξεραν πήγαν να τον βοηθήσουν, λέγοντας, “Ε, καλά, είναι όμως ένας κήρυκας”. Αυτό είναι τελείως αντίθετο με το λόγο του Θεού. Πώς μπορεί κάποιος να έχει κοινωνία με ένα αμετανόητο άνθρωπο που έχει διωχτεί από την εκκλησία αν λάβουμε υπόψη μας τί λέει η Γραφή; Πώς μπορεί κάποιος να βοηθήσει τη διακονία ενός ανθρώπου που έχασε τις Βιβλικές προδιαγραφές για τη θέση του κήρυκα;
 
Εν ησυχία”. Έχει διαφορά το να μένει ένα πρόσωπο σε ησυχία και το να αποκόπτεται. Όταν ένα άτομο έχει κάνει λάθος, αλλά μετανοεί, μπορεί να χάσει κάποια θέση μέσα στην εκκλησία. Σ’ αυτή την περίπτωση, μπορεί να μην εργάζεται στη θέση που ήταν είτε μόνιμα είτε προσωρινά. Αντίστοιχα κάποιος που βρίσκεται σε θέση εξουσίας μπορεί να χάσει τα καθήκοντά του, ένα μέρος ή ολοκληρωτικά, για ένα διάστημα. Αυτό ονομάζεται μεταχείριση “εν ησυχία”.

Η Βίβλος καταγράφει τα προσόντα (προδιαγραφές) που οι επίσκοποι πρέπει να έχουν, οπότε είναι λογικό, ότι εάν ένας εργάτης χάσει τα προσόντα του πρέπει να μετακινηθεί από τη θέση του ή να τεθεί εν ησυχία ώσπου να τα ξαναποκτήσει. Αντίθετα, η αποκοπή είναι για κάποιον που έχει διαπράξει αμαρτία αλλά αρνείται να την αναγνωρίσει ή να μετανοήσει, και δεν ακούει τον έλεγχο της εκκλησίας. Αυτό το άτομο θεωρείται εθνικός.
Ένας εργάτης σε μια τοπική εκκλησία μπορεί να μείνει εν ησυχία για μια ορισμένη χρονική περίοδο, εάν έχει αμαρτήσει αλλά έχει έρθει σε μετάνοια. Αυτός ο τύπος της πειθαρχίας θα πρέπει να χρησιμοποιείται όταν η αμαρτία που έχει διαπραχθεί είναι τέτοια ώστε το άτομο θα χρειαστεί να αποδείξει και πάλι ικανό τον εαυτό του, για ένα χρονικό διάστημα. Είναι επίσης απαραίτητο εάν έχει χάσει την καλή του μαρτυρία. Διαφορετικά μπορεί να προσάψει μώμο στην εκκλησία ή να δημιουργήσει λίθο προσκόμματος για κάποιον, αν συνεχίσει να χρησιμοποιείται στην εκκλησία σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Αν ένα άτομο που βρίσκεται σε ησυχία, μετανοήσει ειλικρινά δεν θα πάει σε άλλη εκκλησία, αλλά θα θεωρήσει ότι η τιμωρία ήταν για το καλό του και θα συνεχίσει να υπηρετεί το Θεό στην επιτόπια εκκλησία που ανήκει. “Πάσα δε παιδεία προς μεν το παρόν δεν φαίνεται ότι είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης, ύστερον όμως αποδίδει εις τους γυμνασθέντας δι’ αυτής καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης” (Εβρ.ιβ:11).

Το διάστημα αυτό της ησυχίας συνήθως φανερώνει αν αυτό το άτομο έχει μετανοήσει ή όχι και αν έχει την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη να φανεί πιστός ή όχι. Αν είναι υπομονετικός, θα ανταμειφθεί, όπως αναφέρει και το παραπάνω εδάφιο.

Αν ένας εργάτης πέσει σε αμαρτία η οποία δεν του στερεί μόνιμα τη θέση του, μπορεί να τεθεί σε ησυχία ή σε δοκιμή (ή επιτήρηση;) από αυτούς που είναι εξουσία του. Μετά από κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο εργάτης αυτός μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως στη θέση του, αν έχει φανεί πιστός κατά το χρόνο της δοκιμασίας. Μη θεωρήσει κανείς ότι άνθρωποι μπορούν να του αφαιρέσουν την κλήση από το Θεό.

Η κυβέρνηση στην εκκλησία δόθηκε από το Θεό, όπως και τα απαραίτητα προσόντα για τη διακονία. Αυτοί που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας το μόνο που κάνουν είναι να ακολουθούν το σχέδιο του Θεού και δεν είναι σωστό να περιφρονούμε όσους το “διαχειρίζονται”.

Πολλές φορές, οι άνθρωποι που παίρνουν μέρος σε εκκλησιαστικά και γενικά συμβούλια έχουν πληγωθεί και πονέσει από τα λόγια και τις πράξεις αυτών που χρειάστηκε να τους επιβάλλουν πειθαρχία. Πολλές φορές, πρέπει να πειθαρχήσουν κάποιους που αγαπάνε και κάποιους που είναι προσωπικοί φίλοι. Δεν πρέπει να παραβλέψουν ή να ανέχονται την αμαρτία, αλλά είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν το λόγο του Θεού, ακόμα και στους στενότερους φίλους τους.
 
Ένας εργάτης μπορεί να απομακρυνθεί μόνιμα από τη διακονία. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβεί αν δεν είναι “μιας γυναικός ανήρ”, ή αν, χάσει, μόνιμα, την καλή του μαρτυρία στην κοινωνία εξαιτίας κάποιας αμαρτίας, όπως είναι η μοιχεία (Α’Τιμ.γ:1-7). Μπορεί, βέβαια, να μετανοήσει και να θεωρείται απλά πιστός. Μετά, μπορεί να εργαστεί στην τοπική εκκλησία. Υπάρχουν πολλοί σε τέτοια κατάσταση που έκαναν ακριβώς αυτό. Δεν προσπάθησαν να ξανατοποθετηθούν σαν εργάτες, πηγαίνοντας σε κάποια άλλη ομολογία (δόγμα), αλλά παρέμειναν πιστοί και πολύτιμοι εργάτες στις εκκλησίες που ανήκαν. Ανεξάρτητα από προσωπικά αισθήματα, ήξεραν ότι η υπακοή στο λόγο του Θεού ήταν πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο.
 
Ας μη γινόμαστε λοιπόν ισχυρογνώμονες, ανυπάκουοι, γεμάτοι αμαρτία. Εάν κάπου σφάλλουμε, ας δεχτούμε την τιμωρία από τον ποιμένα ή την εξουσία μας.

Ας μετανοήσουμε, ας αποδείξουμε την πιστότητα μας στο λόγο του Θεού κι ας εργαστούμε ακόμη περισσότερο για το Θεό.
 
Δημόσια επίπληξη. Υπάρχει κάποια κατάλληλη στιγμή για να επιπληχθεί κάποιος δημόσια; Γενικά το καλύτερο είναι να διδάσκει κανείς τους ανθρώπους συλλογικά, απ’ τον άμβωνα ή να χειρίζεται τα προβλήματα, ιδιωτικά, σε προσωπική βάση. Δεν είναι σχεδόν ποτέ ωφέλιμο για τον ποιμένα να επιπλήττει κάποιον δημόσια, με το όνομά του.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, που είναι αναγκαίο να επιπληχθούν μπροστά σ’ όλους αυτοί που έχουν αμαρτήσει για να το μάθουν κι οι υπόλοιποι. “Τους αμαρτάνοντας έλεγχε ενώπιον πάντων, δια να έχωσι φόβον και οι λοιποί” (Α’Τιμ.ε:20). Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε φορά που κάποιος κάνει ένα λάθος ή δεν κάνει ό,τι θα έπρεπε να κάνει ο ποιμένας πρέπει να τον επιπλήττει δημόσια.

Στο Γαλ.ς:1, λέει, “Εάν άνθρωπος απερισκέπτως πέση εις κανέν αμάρτημα, σεις οι πνευματικοί διορθόνετε τον τοι-ούτον με πνεύμα πραότητας, προσέχων εις σεαυτόν, μη και συ πειρασθής”. Έχουμε επίσης δει, ότι δεν αρμόζει σε έναν εργάτη, (ή σε οποιονδήποτε άλλο) να θυμώνει, ή να γίνεται μνησίκακος και πικρός εναντίον κάποιου. Η ανοιχτή επί-πληξη είναι γι’ αυτούς που είναι ανοιχτά αμαρτωλοί και ανυπότακτοι.

Είναι απαραίτητο σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν ένα πρόσωπο έχει αποκοπεί ή πρόκειται ν’ αποκοπεί, εφόσον δεν μετανοεί. Για παράδειγμα, αν κάποιος χωρίζει την εκκλησία ή στέκεται εμπόδιο στην κίνηση του Θεού, η δημόσια επίπληξη μπορεί να δικαιολογηθεί. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει γνωστή αυτού του είδους η επίπληξη όταν ένα πρόσωπο πέσει σε αμαρτία και μετανοήσει. Μπορεί να ησυχάσει αν χρειάζεται, χωρίς να δοθεί κάποια δημόσια εξήγηση.

Γενικά, ένας εργάτης δεν πρέπει να επιπλήττει δημόσια εκτός και αν σκεφθεί το θέμα με προσευχή για κάποιο διάστημα και αισθάνεται ότι είναι αναγκασμένος να το κάνει από το Άγιο Πνεύμα. Αυτού του είδους η ενέργεια έχει τη θέση της μέσα στην εκκλησία και είναι σημαντική. Είναι η πιο δύσκολη, εφόσον το άτομο είναι ανυπότακτο και πιθανότατα θα παραμείνει έτσι. Σ’ αυτή την περίπτωση οι οικο-γενειακοί δεσμοί και τα προσωπικά αισθήματα πρέπει να υποταχθούν στην κλήση του Θεού.
 
Η επανόρθωση και η επίπληξη είναι μέρη της διακονίας στο Β’Τιμ.δ:2. Δες επίσης Ιωάν.ις:8, όπου λέει ότι το Πνεύμα του Θεού θα ελέγξει τον κόσμο περί αμαρτίας. Η λέξη “ελέγχω” περιλαμβάνει στο νόημά της το “εξετάζω, θέτω σε δοκιμασία, δοκιμάζω, καταδικάζω, αντικρούω, εκθέτω και ντροπιάζω αυτόν ο οποίος ελέγχθηκε”. Όπως φαίνεται από τις έννοιες αυτές αυτό είναι κάτι που γίνεται μερικές φορές κατ’ ιδίαν και μερικές φορές δημόσια. Εκτός από την δη-μόσια και ιδιωτική επίπληξη εξαιτίας αμαρτίας, μπορεί να είναι απαραίτητο για τον ποιμένα ή τον υπεύθυνο της συνάθροισης να επιπλήξει κάποιον που προκαλεί αναταραχή στις συναθροίσεις της εκκλησίας. Αυτό συχνά μπορεί να αντι-μετωπιστεί με διπλωματία, αλλάζοντας τη σειρά της συνάθροισης, αλλά μερικές φορές το πρόσωπο που βρίσκεται εκτός ελέγχου πρέπει να επιπλήττεται άμεσα.

Ο επίσκοπος σαν ποιμένας έχει την εξουσία να το κάνει αυτό, ώστε όλα να γίνονται “ευσχημόνως και κατά τάξη” (Α’Κορ.ιδ:33,40). Πρέπει να διασφαλίζει ότι η λατρεία είναι εν Πνεύματι και εν αληθεία - σε συμφωνία με την κίνηση του Πνεύματος - και σε συμφωνία με τη Γραφή. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να υπάρχουν περισσότερα από τρία μηνύματα σε γλώσσες ή προφητεία και ερμη-νεία σε μια μεμονωμένη συνάθροιση και ο υπεύθυνος πρέπει να προσέχει ώστε να κρατείται αυτή η διδασκαλία (Α’Κορ.ιδ:27-29).
 
Η επίπληξη συνδυάζεται και συνήθως είναι μέρος της κρίσης της εκκλησίας και της αποκοπής. Ο σκοπός όλων αυτών είναι να καθαριστεί η εκκλησία από αμαρτία και ανυπακοή και να αποτελέσει μάθημα για τους πιστούς.
 
Mη εγγίσητε τους κεχρισμένους μου και μη κακοποιήσητε τους προφήτας μου. (Α’ Χρον.ις:22). 

Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό εδάφιο που έχει να κάνει με το θέμα της εξουσίας. Μας διδάσκει δύο πράγματα. Πρώτο, ότι πρέπει να σεβόμαστε τους ανθρώπους του Θεού. Όπως ήδη αναφέραμε, θα πρέπει να εκτιμούμε τη θέση που κάποιος κατέχει. Ο Θεός συχνά χρησιμοποιεί κάποιον με εξουσία για να εκπληρώσει το σχέδιό Του, ακόμα κι αν αυτός δεν κάνει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Ο Θεός διόρισε τον ειδωλολάτρη βασιλιά Κύρο να εκπληρώσει το σκοπό Του (Ησ.μδ:28 & με:3), και μίλησε στο λαό Του μέσω του Αιγύπτιου βασιλιά Νεχαώ (Β’ Χρον.λε:20-24). Ο Θεός έστειλε ένα πνεύμα προφητείας πάνω στον αποστατημένο βασιλιά Σαούλ (Α’ Σαμ.ιθ:23-24). Επίσης έδωσε λόγο προφητικό στον υποκριτή Αρχιερέα Καϊάφα λόγω της θέσης που κατείχε. Ο Καϊάφας στην πραγματικότητα σχεδίαζε να σκοτώσει τον Ιησού και δεν κατάλαβε το νόημα των ίδιων των λόγων του, αλλά ο Θεός μίλησε μέσα απ’ αυτόν σε πείσμα του (Ιωάν.ια:49-52).

Αν ο Θεός χρησιμοποίησε αυτούς τους κακούς ανθρώπους εξ αιτίας της θέσης τους, πόσο πολύ περισσότερο μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα ειλικρινή, τίμιο και θεοσεβούμενο εργάτη, έστω και όταν εμείς νομίζουμε ότι κάνει λάθη;
 
Δεύτερο, αυτό το εδάφιο απαγορεύει την ατομική ενέργεια εναντίον κάποιου που είναι σε εξουσία πριν ο Θεός τον μετακινήσει. Δεν είναι καθόλου Γραφικό για κάποιον να συνωμοτεί η να επαναστατεί εναντίον κάποιου εργάτη που είναι σε εξουσία και έχει κληθεί από το Θεό. Ο Θεός επέβαλλε την εξουσία του Μωυσή στα μουρμουρητά του μεγαλύτερου αδελφού του και της αδελφής του, Ααρών και Μαριάμ, αλλά και στην επαναστατικότητα του Κορέ. Ακόμα κι όταν ο ηγέτης έχει λάθος, είναι επικίνδυνο για κάποιον που είναι κάτω από την εξουσία αυτού του ηγέτη να επαναστατήσει. Ο Σαούλ είχε αποστατήσει και ο Σαμουήλ είχε χρίσει το Δαβίδ να είναι ο επόμενος βασιλιάς, αλλά έστω κι έτσι ο Δαβίδ αρνήθηκε να αντιταχθεί στο Σαούλ. Από ζηλοτυπία, ο Σαούλ προσπάθησε να σκοτώσει το Δαβίδ κυνηγώντας τον συνέχεια. Σε δυο περιπτώσεις κατ’ αυτή την περίοδο ο Δαβίδ είχε την ευκαιρία να σκοτώσει το Σαούλ, αλλά δεν το έκανε, αν και φαινομενικά θα είχε εκπληρώσει το θέλημα του Θεού. Όσο ο Σαούλ ήταν βασιλιάς, ο Δαβίδ σεβόταν τη θέση του και το χρίσμα.

Δεν έχει σημασία πόσο δίκιο νομίζεις ότι έχεις, είναι φοβερά επικίνδυνο να μουρμουρίζεις και να επαναστατείς ενάντια στην εξουσία που ο Θεός έχει βάλει πάνω σου.
 
Ωστόσο μερικοί ηγέτες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το εδάφιο για να εγκαθιδρύσουν ένα είδος δικτατορίας ή να αποφύγουν τον έλεγχο. Ξεχνούν ότι και αυτοί με τη σειρά τους (πρέπει να) έχουν κάποια εξουσία από πάνω τους δοσμένη από το Θεό. Όλοι πρέπει να υπακούμε σε μια ανώτερη εξουσία, όπως ήταν στην πρώτη εκκλησία (Ρωμ.ιγ:1).

Σημειώστε και την ιστορία που αναφέρεται στο Α’ Βασ.β:13-27. Ο Σολομώντας είχε εκλεγεί από το Θεό να πάρει τη θέση του Δαβίδ. Ο μεγαλύτερος μισό-αδελφός του Αδωνίας σχεδίαζε να γίνει βασιλιάς αν και ο Σολομών ήταν ο κεχρισμένος. Ο Αδωνίας συνέχισε να συνωμοτεί μαζί με τον Αβιάθαρ τον ιερέα και τον Ιωάβ το στρατηγό. Ιδιαίτερα προσπάθησε να πάρει για γυναίκα του τη γυναίκα του Δαβίδ. Το έθιμο τότε ήταν, η γυναίκα του μονάρχη που πέθανε να παραμένει χήρα ή να δίνεται σαν γυναίκα στο διάδοχο. Έτσι, ο Αδωνίας προσπαθούσε να καταστήσει τον εαυτό του σαν πραγματικό διάδοχο στα μάτια του λαού. Ο Σολομών το κατάλαβε, και σκότωσε τον Αδωνία και τον Ιωάβ. Επίσης μετακίνησε τον Αβιάθαρ από τη θέση του σαν ιερέα, αλλά δεν τον σκότωσε λόγω των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στο Θεό και τον Δαβίδ. Σεβάστηκε τη θέση του σαν ιερέα, αλλά τον μετακίνησε. Είχε σεβασμό, αλλά και κρίση.
 
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι: Ο Σολομών είχε εξουσία να μετακινήσει τον Αβιάθαρ από το ιερατείο γιατί ο Αβιάθαρ είχε χάσει τα προσόντα του να είναι ιερέας ενεργώντας επαναστατικά. Ο Σολομώντας ήταν ο εκλεγμένος απ’ το Θεό ηγέτης του έθνους, κι έτσι είχε εξουσία να κρίνει τον Αβιάθαρ.
 
Μερικοί λένε ότι όταν ένας εργάτης τίθεται σε ησυχία, ή αποκόπτεται, ή κρίνεται κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο, η εκκλησία έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα και το χρίσμα του Θεού, κατά παράβαση του εδαφίου που αναφέραμε.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη Βίβλο, αυτοί που είναι σε εξουσία, έχουν τη δύναμη να κρίνουν. Η εκκλησία δεν παίρνει το χρίσμα του Θεού, αλλά αυτό το άτομο με τις πράξεις του έκανε τον εαυτό του ακατάλληλο γι’ αυτή τη θέση. Στην πραγματικότητα ο Παύλος καταφέρθηκε κατά της εκκλησίας των Κορινθίων επειδή δεν έκριναν την αμαρτία σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Τους ρώτησε μήπως δεν υπήρχε κανείς αρκετά σοφός για να κρίνει, κι αν όχι, ήθελε να μάθει πώς θα έκριναν αργότερα τον κόσμο (Α΄Κορ.ε:1-13 & ς:1-5).
 
Μόνο και μόνο επειδή κάποιος έχει χριστεί από το Θεό για κάποια θέση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να μετακινηθεί απ’ αυτή τη θέση. Βέβαια είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό μεμονωμένα, αλλά αυτή η εξουσία έχει δοθεί από το Θεό στην εκκλησία.

Διαφορετικά, γιατί ο Θεός να δώσει προσόντα που απαιτούνται για κάποιες θέσεις όπως του ποιμένα και του διακόνου; Ο Ίδιος ο Θεός έθεσε κυβερνήσεις (Α΄Κορ.ιβ:28), και προϊσταμένους μέσα στην εκκλησία (Ρωμ.ιβ:8). Γιατί το έκανε αυτό ο Θεός αν αυτή η κυβέρνηση κι αυτοί που προίστανται δεν έχουν δύναμη και δεν μπορούν να εξασκήσουν την εξουσία τους; Καταλαβαίνουμε ότι χρειαζόμαστε να ακολουθήσουμε το χρονοδιάγραμμα και την οδηγία του Θεού. Ωστόσο πρέπει επίσης να καταλά-βουμε ότι ο Θεός έχει ήδη αποκαλύψει το θέλημά Του σχετικά με το τί πρέπει να γίνει σε κάθε περίπτωση. Ιδιαίτερα έχει ήδη δηλώσει στη Βίβλο ότι όταν ένας ηγέτης αμαρτήσει ή αδυνατεί να κρατήσει τα προσόντα της διακονίας του, τότε είναι η ώρα γι’ αυτούς που είναι η εξουσία του να ενεργοποιηθούν. Οι πιστοί δεν έχουν δικαίωμα να επαναστατήσουν, αλλά μπορούν να ενημερώσουν αυτούς που είναι σε θέση εξουσίας για την κατάσταση, κι αυτοί έχουν το δικαίωμα να κρίνουν το θέμα. Έτσι, <Μη εγγίσητε τους κεχρισμένους μου> δεν δίνει το δικαίωμα σε κανένα ηγέτη ή εργάτη να αυθαιρετεί και να μην δέχεται έλεγχο ή μαθητεία. Αυτό δεν έσωσε τον Αβιάθαρ από το να εκδιωχθεί από το ιερατείο όταν επαναστάτησε. Ούτε εμπόδισε τον Έσδρα και το Νεεμία να μετακινήσουν από το ιερατείο ένα μεγάλο αριθμό ανδρών που δεν είχαν τ’ ανάλογα προσόντα (Εσδρ.β:61-63 & Νεεμ.ζ:63-65).
 
Λάθος στη διακονία. Τί θα πρέπει να κάνουμε αν νομίζουμε ότι ο ποιμένας μας είναι λάθος; Αν το λάθος αναφέρεται σε κάποια μέθοδο ή πρόγραμμα ή ιδιαίτερη διδασκαλία, θα πρέπει να είμαστε ταπεινοί και υπάκουοι. Μπορούμε να έχουμε διαφορετικές γνώμες και πεποιθήσεις, αλλά ακόμη και τότε θα πρέπει να υποστηρίζουμε και να σεβόμαστε τους θεοσεβείς ηγέτες. Δεν έχουμε ποτέ το δικαίωμα να μουρμουρίζουμε, να παραπονιόμαστε ή να σπείρουμε έριδες.

Αν θέλουμε ν’ αλλάξουν κάποια πράγματα μπορούμε να προσευχόμαστε και να περιμένουμε το Θεό να τα εργαστεί. Μερικές φορές ίσως είναι κατάλληλη ώρα να προτείνουμε με σεβασμό κάποιες υποδείξεις κατ’ ευθείαν στον ποιμένα. Αν δεν μπορείς ενεργά να συνεργαστείς για κάτι, τουλάχιστον μην κάνεις τίποτα για να το εμποδίσεις ή να το υπονομεύσεις.
 
Αν ένας εργάτης ενεργεί με ασυνέπεια, ζει αμαρτωλά, ή διδάσκει ψευδοδιδασκαλίες, τότε πρέπει να φέρουμε το θέμα σ’ αυτούς που είναι εξουσία πάνω απ’ αυτόν και να τους αφήσουμε να το ξεκαθαρίσουν.
 
Αν και έχουμε δώσει έμφαση στη σπουδαιότητα της υπακοής στην εξουσία, θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα.

Πρώτο, ότι ηγέτες μπορεί να μετακινηθούν από τη θέση τους όταν αυτό γίνει με τη σωστή συμπεριφορά και διαδικασία.

Δεύτερο, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί ηγέτες σε πνευματικά λάθη ή σε καταστάσεις που είναι κόντρα στο λόγο του Θεού. Ακολουθούμε ηγέτες όσο αυτοί ακολουθούν το Χριστό (Α΄Κορ.ια:1 & Γαλ.α:8).
 
Ανεξαρτησία. Είδαμε πώς όλοι πρέπει να είμαστε κάτω από κάποια εξουσία δοσμένη απ’ το Θεό. Ακόμα και ο Πέτρος που είχε τα κλειδιά της Βασιλείας ήταν υπάκουος στην κυβέρνηση της εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ επικίνδυνο να προχωράει κανείς ανεξάρτητος, γιατί τότε ποιος είναι εξουσία πάνω απ’ αυτόν; Μερικοί λένε, “Έχω την κλήση του Θεού. Είμαι κατ’ ευθείαν κάτω απ’ το Θεό και δεν έχω ανάγκη κανένα να μου πει τί να κάνω”. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια όσο κηρύττεις και ελευθερώνεις την αλήθεια και το μήνυμα του ευαγγελίου σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Ωστόσο δεν είναι αλήθεια ότι η εκκλησία δεν έχει εξουσία και έλεγχο πάνω σου. Σύμφωνα με τις επιστολές προς Τίτο και Τιμόθεο, υπάρχουν συγκεκριμένα προσόντα για ένα κήρυκα. Για παράδειγμα, η ανικανότητα κάποιου να κυβερνήσει το σπίτι του μπορεί να του αφαιρέσει το δικαίωμα να γίνει ή να παραμείνει εργάτης (Α΄Τιμ.γ:4-5). Πρέπει να υπάρχουν κάποιοι τρόποι να εκτελούνται αυτές οι απαιτήσεις.
 
Άνθρωποι που δεν μπορούν να εργαστούν μαζί με άλλους πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και να εξετάσουν τους εαυτούς τους. Γιατί δεν μπορούν να δουλέψουν μαζί με άλλους;
 
Γιατί νομίζουν ότι μόνο οι δικές τους ιδέες είναι οι καλύτερες; Γιατί νομίζουν ότι πάντοτε έχουν δίκιο; Γιατί θέλουν να είναι ανεξάρτητοι; Συνήθως κάποια έλλειψη υποταγής έχει να κάνει με το πρόβλημα.
 
Υπάρχουν κάποιοι που πηδάνε από εκκλησία σε εκκλησία γιατί έχουν το ίδιο πρόβλημα. Δεν μπορούν να δεχτούν εξουσία, κανόνες, κρίση ή επίπληξη. Αν έτσι είναι τα πράγματα, αυτοί επαναστατούν ενάντια στο Θεό. Τέτοιοι άνθρωποι καλά θα κάνουν να καθίσουν και να εξετάσουν τους εαυτούς τους προσεκτικά για να δουν γιατί δεν είναι ευχαριστημένοι εκεί που ο Θεός τους βάζει. Είναι επειδή πάντοτε οι άλλοι είναι λάθος, ή επειδή δεν μπορούν να δεχτούν εξουσία από πάνω τους;
 
Είναι μέσα στο θέλημα του Θεού, για τον κάθε πιστό ν’ ανήκει σε κάποια τοπική εκκλησία (Εβρ.ι:25). Στο φως των εδαφίων: Εφεσ.δ:11-16  Β’ Τιμ.δ:1-4  Εβρ.ιγ:17 και άλλων, είναι καθαρά μέσα στο θέλημα του Θεού για κάθε τοπική συνάθροιση να υπάρχει μια σειρά εξουσίας και ηγεσίας σύμφωνα με τις αρχές του λόγου του Θεού.

Επιπλέον, πιστεύουμε ότι είναι μέσα στο θέλημα του Θεού για κάθε τοπική συνάθροιση και για κάθε εργάτη να είναι συνδεδεμένος και οργανωμένος με μια μεγαλύτερη ομάδα πιστών (Ψαλμ.ρλγ:1). Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτοί που αλλάζουν εκκλησίες ή βαδίζουν ανεξάρτητοι, δεν κάνουν το θέλημα του Θεού αλλά είναι επαναστατικά στοιχεία που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο δικό τους θέλω.
 
Κάθε συνάθροιση τελικά θα έρθει σε επικοινωνία με κάποια άλλη, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό με ποιους θα έχεις κοινωνία. Είναι πολύ καλό να έχεις κοινωνία με πιστούς που έχουν αποδείξει την πιστότητά τους στην εκκλησία και που έχουν τις ίδιες βασικές διδασκαλίες και πεποιθήσεις.

Αναγνωρίζουμε ότι ο Θεός εργάζεται ανάμεσα σε διάφορες συναθροίσεις, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι είναι πολύ επικίνδυνο να δημιουργεί κανείς αδιάκριτα στενές σχέσεις με άτομα που ο Θεός προσπαθεί να τα οδηγήσει σε περισσότερη αλήθεια. Μπορείς να έχεις κάποια σχέση μαζί τους, όμως μέχρι ενός σημείου. Προσπάθησε να τους οδηγήσεις, διατήρησε φιλικές σχέσεις μαζί τους, αλλά όχι στενή κοινωνία γιατί τελικά θα εξασθενίσουν τα δικά σου πρότυπα κι η δική σου πίστη.
 
Αυτό που συχνά συμβαίνει με τις ομάδες που θέλουν να βαδίζουν ανεξάρτητες είναι ότι πιεστικά ζητούν κοινωνία με ανθρώπους που δεν έχουν υγιείς βάσεις, διδασκαλία και πρότυπα, ή με άτομα που η δογματική τοποθέτηση και συμπεριφορά τους είναι κάτι άγνωστο. Επίσης, ένα άλλο γνώρισμα αυτών των ομάδων είναι ότι δέχονται τον καθένα που έρχεται από άλλη εκκλησία δίχως να αισθάνονται την ευθύνη να επικοινωνήσουν με τον προηγούμενο ποιμένα.

Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας εκκλησίας γεμάτης από υποκριτές, δυσαρεστημένους πιστούς, και ανθρώπους που έχουν μια προϊστορία άρνησης κάθε εξουσίας.

Ιστορικά, έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ δύσκολο για μια απομονωμένη ομάδα να διατηρήσει αγιασμό και δογματική καθαρότητα, ενώ αντίθετα στην ενότητα υπάρχει δύναμη. Υποτασσόμενοι στις εξουσίες του Θεού στη ζωή μας, θα έχουμε την προστασία Του, την ευλογία και την οδηγία Του.
 
Οφέλη της ενότητας. Πιστεύουμε ότι κάποια μορφή οργάνωσης είναι μέσα στο θέλημα του Θεού για να εμποδίσει καταστάσεις όπως αυτές που περιγράψαμε παραπάνω, καθώς και για τους λόγους που η πρώτη εκκλησία είχε οργάνωση. Η οργάνωση προάγει τον ευαγγελισμό και τη σωτηρία ψυχών. Ακόμα προάγει τις ενωμένες προσπάθειες, συνενώνοντας τους οικονομικούς πόρους και τα διάφορα ταλέντα (αρετές, διακονίες) που υπάρχουν. Ενισχύει την πίστη και τις πεποιθήσεις. Είναι σημαντική βοήθεια στο ιεραποστολικό έργο (όπως γινόταν στην πρώτη εκκλησία) και έτσι κάθε τοπική εκκλησία μπορεί να έχει το μερίδιό της στην εκπλήρωση της εντολής να κηρυχτεί το ευαγγέλιο σ’ όλη την κτίση.
 
Η οργάνωση είναι μια προστασία ενάντια στις προσπάθειες διείσδυσης του Σατανά και της αμαρτίας μέσα στην εκκλησία. (Μόνος σου ίσως να μην βλέπεις κάτι που κάποιος άλλος μπορεί να δει).

Όπως στην πρώτη εκκλησία, προμηθεύει τα μέσα να γνωρίζεις ποιος είναι καλός, ποιος είναι κακός και ποιος είναι ψευδοπροφήτης. Μπορούμε εν γνώσει μας να κάνουμε παρέα με ανθρώπους που έχουν την ίδια θαυμαστή πίστη μ’ εμάς. Μπορούμε να χρησιμοποιούμε την εξουσία που είναι δοσμένη από το Θεό για να βάζουμε πρότυπα και να διατηρούμε τα Βιβλικά προσόντα στη διακονία και ηγεσία. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με καινούριες καταστάσεις και κρίσιμες αποφάσεις, μπορούμε να μαζευτούμε μαζί και να έχουμε μια εν Πνεύματι Αγίω ομοφωνία όπως έκανε η εκκλησία στις Πράξ.ιε. ΠΑΡ.ια:14  Εκκλ.δ:9-12 Πράξ.ιε:28.
 
Όπως επιμείναμε σ’ αυτό το κεφάλαιο, πρέπει να υπάρχει το μέσον δια του οποίου ο Θεός θα μπορεί να οργανώσει το δικό Του σύστημα εξουσίας. Αυτή η εξουσία είναι απαραίτητη για την τελειοποίηση του καθένα. Είναι ένας απαραίτητος φρουρός που κρατά τις τοπικές συναθροίσεις μέσα στο κυρίως ρεύμα του θελήματος του Θεού. Η ποικιλία των απόψεων μέσα σε μια μεγάλη ομάδα, βοηθάει να διατηρείται η ομάδα σε ισορροπία - ούτε τόσο στενόμυαλη, ούτε τόσο φιλελεύθερη.