Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

γιατί άφησα το ράσο..


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΕΝΟΣ ΠΡΩΗΝ ΙΕΡΕΩΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΔΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 
Ο Απόστολος Παύλος γράφει:

"Όταν ήμουν μωρό παιδί, μιλούσα σαν μωρό παιδί, έκανα κρίσεις μωρού παιδιού,σκεφτόμουνα σαν μωρό παιδί.
 Όταν όμως έγεινα άνδρας, άφησα τα του μωρού παιδιού"
(Α΄ Κορινθίους: ιγ' 11).

Ο άνθρωπος γεννιέται σ' αυτόν τον κόσμο βυθισμένος στην άγνοια και στην αμάθεια, χωρίς να γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε το περιβάλλον του. Τον χαρακτηρίζει πάντοτε η άγνοια της παιδικής ηλικίας. 

Με την δύναμη όμως του Θεού και καθώς τα χρόνια περνούν, ο άνθρωπος αναπτύσσεται έτσι ώστε απο την αναισθησία έρχεται στην αίσθηση και απο την άγνοια στην γνώση. Σ' αυτή την κατάσταση βρέθηκα κι' εγώ. Σύμφωνα με το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα και την νουθεσία των γονέων μου, πράγματι απέκτησα κάποια γνώση για τον εαυτό μου και το περιβάλλον μου, υποστηρίζοντας πάντοτε με φανατισμό τις πεποιθήσεις τις οποίες σχημάτισα επηρεασμένος απο την διδασκαλία των γονέων μου και των διδασκάλων μου. Όλα αυτά εμόρφωσαν την νεανική μου ζωή με τον φόβο απέναντι στον Θεό. Γι' αυτό αποφάσισα να αφήσω την κοσμική ζωή και να φορέσω το καλογερικό σχήμα, νομίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα σώσω την ψυχή μου και θα υπηρετήσω τον Κύριο.

Στο Μοναστήρι όμως κατάλαβα ότι κάθε άλλο παρά υπηρετούσα τον Θεό ή ότι θα έσωζα την ψυχή μου. Εν πάση περιπτώσει με έκριναν κατάλληλο για τον βαθμό της ιερωσύνης και έτσι στις 13 Ιουνίου 1943 φόρεσα το ιερατικό ράσο, και παρέμεινα ως κληρικός του Ορθοδόξου Δόγματος επί 12 ακριβώς χρόνια.

Πώς όμως είναι βέβαιο ότι πίστευα στην αλήθεια του Θεού και όχι στα εντάλματα και στις παραδόσεις που πρόσθεσαν οι άνθρωποι στην Θρησκεία, δια μέσου των αιώνων;

Πώς είναι βέβαιο ότι δεν πλανήθηκα μαζί με τους γονείς μου και το περιβάλλον μου; Ένα αρχαίο γνωμικό λέει: "Το γινώσκειν εαυτόν, χαλεπώτερον εν ανθρώποις" και αυτό το γνωμικό μαρτυρεί και φανερώνει ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε άγνοια. και εξ' αιτίας αυτής της άγνοιας δέν γνώρισαν την φύση του Θεού και του ανθρώπου. Συνεπώς δέν απέδωσαν ούτε την αξία που πρέπει στον Θεό, ούτε την ανθρώπινη αξία στον άνθρωπο, επειδή η άγνοια φύτεψε στην καρδιά τους λανθασμένες δοξασίες, οι οποίες τους πλανούν και τους εξαπατούν όχι μόνο στα ζητήματα της ζωής, αλλά ακόμα και στην αληθινή λατρεία του Θεού.

Ακριβώς σ' αυτή την κατάσταση βρέθηκα κι' εγώ, χωρίς βεβαίως να το γνωρίζω. Αλλά ο Θεός δεν με άφησε να πλανώμαι σ' αυτή την φτώχια του πνεύματος μου. Ήλθε βοηθός και με την μελέτη του Θείου Λόγου Του, μου φανέρωσε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω για να προοδεύσω και να φτάσω στο στάδιο εκείνο της πνευματικής ζωής , ώστε να είμαι πλέον υπηρέτης όχι του γράμματος, αλλά του πνεύματος.

Μελετώντας την Αγία Γραφή, ανακάλυψα την σπουδαία φράση του Κυρίου: "Μακάριοι όσοι είναι πτωχοί στο πνεύμα, διότι εις αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών".

Τα λόγια αυτά είναι η καθαυτή αρχή της πνευματικής προόδου. Αυτή η φράση του Κυρίου με δίδαξε ότι, με την Δύναμη του Αγίου Πνεύματος, θα πρέπει να ελευθερώσω τον εαυτό μου απο κάθε  φιλαυτία, υπερηφάνεια και εγωϊσμό και να γίνω ακριβώς σαν ένα άκακο και αθώο παιδί.

Με τη συστηματική πλέον έρευνα στην Αγία Γραφή, και εξ' αιτίας του φωτός που ο Θείος Φωτοδότης έδινε στην καρδιά μου, ανακάλυψα την αληθινή λατρεία (Ιωάννης: δ' 24), και τον ιδεώδη σκοπό της αποστολής μου σ' αυτόν τον κόσμο (Ματθαίος: κη' 19, - Μάρκος: ιζ' 15).

Ο Λόγος του Θεού άρχιζε πλέον να επηρεάζει την ψυχή μου και μου δίνει την απόλυτη βεβαιότητα ότι οι δοξασίες των πάτριων δογμάτων τις οποίες είχα πιστεύσει, με τους τύπους και τους Βυζαντινισμούς, δέν βρίσκονται σε συμφωνία με όσα δίδαξαν ο Κύριος και οι Απόστολοι. Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι, "Ο Θεός είναι Πνεύμα, (Ιωάννης: δ' 24). Συνεπώς και η προς Αυτόν λατρεία και προσκύνηση πρέπει να είναι ανάλογη με την πνευματική φύση του Θεού. Όταν όμως μεσολαβούν υλικά πράγματα (εκκλησιαστικά σκεύη, άμφια κ.λ.π.), τότε ασφαλώς η λατρεία δεν είναι πνευματική, επειδή η φύσις αυτών των υλικών πραγμάτων δεν είναι καθόλου ανάλογη με την πνευματική φύση του Θεού.

Αυτή την πνευματική λατρεία την βλέπουμε σε όλο το βάθος και το περιεχόμενο της στην πρώτη Αποστολική Εκκλησία. Η Εκκλησία της Αποστολικής εποχής ουδέποτε εχρησιμοποίησε ιεροτελεστίες και ιερατικές παραστάσεις ή υλικά αντικείμενα και μέσα, αλλά οι τότε πιστοί, "ενέμενον εις την διδαχήν των αποστόλων και εις την κοινωνίαν και εις την κλάσιν του άρτου και εις τας προσευχάς" (Πράξεις Αποστόλων: β' 42).

Μόλις ο Κύριος φανέρωσε στην ψυχή μου αυτές τις αλήθειες, έπαυσα πλέον να πιστεύω στα πάτρια δόγματα και στις σημερινές θρησκευτικές παραδόσεις του Ορθοδόξου Δόγματος. Όταν μάλιστα η προϊσταμένη μου αρχή με χαρακτήρισε ως "αιρετικόν", άρχισα τότε ν' αντιμετωπίζω δύσκολες περιστάσεις. Μολαταύτα, πολλή παρηγοριά μου έδινε ο Λόγος του Θεού, ότι ο Θεός δέν θα με άφηνε να πειρασθώ παραπάνω απ' όσο μπορούσα να κρατήσω (Β' Κορινθίους: ι' 13). Κι' έτσι με θάρρος πάντοτε επαναλάμβανα δυνατά τα ενθαρρυντικά λόγια του Αποστόλου Παύλου: "Τα πάντα δύναμαι δια του ενδυναμούντος με Χριστού".

Κατάλαβα ότι έπρεπε να περάσω απο κάποιο καμίνι, για να χαλυβδώσω τον χαρακτήρα μου και να αποδείξω την εμπιστοσύνη μου προς τον Θεό. Ήμουν δέ απόλυτα βέβαιος, ότι, "αρνί που το βλέπει ο Θεός, ο λύκος δέν το τρώει".

Διαρκώς σοβαρές σκέψεις με απασχολούσαν. Δέν ήταν μόνο ότι ο τελετουργικός τρόπος της λατρείας δεν συμφωνούσε με τον Λόγο του Θεού, αλλά και η ιερωσύνη δεν πρέπει να υπάρχει επειδή, εφόσον ο ίδιος ο Κύριος θυσιάστηκε, σταμάτησε το έργο των ιερέων της Παλαιάς Διαθήκης, επομένως σταμάτησε και η αποστολή τους. Εφόσον ο κύριος έκανε την μοναδική θυσία που προεικόνιζαν οι θυσίες των ιερέων της Παλαιάς Διαθήκης, πρέπει να δεχτούμε ότι, η ιερωσύνη μετατέθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό ακριβώς τονίζει το Ευαγγέλιο (Εβραίους: ζ' 23-25, και θ' 12). Ο ιλασμός λοιπόν που πέτυχε ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου Ιησού Χριστού, δέν δικαιολογεί πλέον την ύπαρξη ιερέων, επειδή δέν γίνονται πλέον θυσίες. Σ' αυτό ο Λόγος του Θεού είναι καθαρός: "Αυτός, αφού πρεσέφερε μίαν θυσίαν υπέρ αμαρτιών... με μίαν προσφοράν ετελειοποίησε διαπαντός τους αγιαζομένους" (Εβραίους: ι' 12-14).

Έπειτα απ' όλα αυτά, μόνο του ήρθε το ερώτημα: Ώστε η ιερωσύνη δέν πρέπει πλέον να υπάρχει; Όχι, απαντά το Ευαγγέλιο. Αφότου ο Χριστός θυσιάστηκε στον Σταυρό, υπάρχει το "Βασίλειον ιεράτευμα" (Α' Πέτρου: β' 5-9) που το αποτελούν όλοι οι πιστεύοντες στον Λυτρωτή Ιησού, ο οποίος "έκαμεν ημάς βασιλείς και ιερείς εις τον Θεόν τον Πατέρα Αυτού" (Αποκάλυψις: α' 6).

Και η συγχώρηση των αμαρτιών δέν δίνεται απο ανθρώπους, ιερείς, αλλά απο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος θυσιάστηκε για να συγχωρήσει αμαρτωλούς (Ματθαίος: θ' 6), και η σωτηρία προσφέρεται δια μέσου της πίστεως στο Λυτρωτικό έργο που ο Χριστός έκανε στο σταυρό (Εφεσίους: β' 8-9).

Επομένως, ο ιερατικός κλήρος δέν είναι "ταμειούχος της θείας χάριτος", καθώς λανθασμένα γράφει η Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και η εξουσία του "δεσμείν και λύειν" (Ματθαίος: ιη' 18), κακώς ερμηνεύεται ότι ανήκει στην αποστολή και στο έργο των ιερέων. Πουθενά η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει ότι οι Απόστολοι του Κυρίου έκαναν χρήση της εξουσίας αυτής, επειδή ουδέποτε οι Απόστολοι εκκάλεσαν τους ανθρώπους για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους σ' αυτούς. Με το "δεσμείν και λύειν" ο Κύριος έδωσε στους αποστόλους εντολή και εξουσία μόνο πειθαρχική στην χριστιανική κοινότητα.

Μέχρι τον 3ον μ.χ. αιώνα, η χριστιανική εκκλησία θεωρούσε ως ιερείς όλους τους πιστούς, χωρίς καμιά διάκριση, επειδή ο κάθε πιστός είναι μέλος του Μοναδικού ιερέως Ιησού Χριστού. Αυτό το βεβαιώνουν και οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Τερτυλλιανός, ο Ιουστίνος, ο Ειρηναίος του 2ου αιώνα, και ο Ωριγένης του 3ου αιώνα. Επίσης και τα αρχαιότερα συγγράμματα, καθώς λ.χ. "Διδαχή των Αποστόλων", "Επιστολή του Κλήμεντος", και "Επιστολή του Πολυκάρπου" αναφέρουν μόνο δύο τάξεις εκκλησιαστικών προεστώτων, του Επισκόπου ή Πρεσβυτέρου, και του διακόνου. Μόνο οι επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας, β' αιώνος, αναφέρουν ιερείς και αρχιερείς, αλλά καθώς γράφει ο καθηγητής της Θεολογίας Μπαλάνος στην Πατρολογία του (σελ. 48, 51, και 52), οι επιστολές αυτές νοθεύτηκαν τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Αλλ' εφόσον ο Λόγος του Θεού είναι καθαρός, όλα αυτά δέν έχουν σπουδαία σημασία.

Φωτισμένος πλέον απο την Αγία Γραφή, δέν δέχτηκα πρόταση της προϊσταμένης μου αρχής για ν' ανέβω σε ανώτερο ιερατικό βαθμό.

Έχοντας λοιπόν υπ' όψη μου όλα τα παραπάνω, καθώς και την κλίση μου απο τον Κύριο, αποφάσισα οπλισμένος με την πίστη, να απαλλαγώ απο το μεγάλο εμπόδιο της πνευματικής μου προόδου, το ράσο, και αφού κατέθεσα τα σύμβολα της ιερωσύνης, ζήτησα συγνώμη και άφεση των αμαρτιών μου απο τον Θεό και Πατέρα, δια του Αίματος του Ιησού Χριστού, για όσα εν γνώση μου ή εν αγνοία μου, έπραξα στην ζωή μου. Αμέσως ύψωσα και φωνή ευχαριστίας προς στον Θεό για την πολύτιμη υπόσχεση Του ότι, τις ανομίες μου και τις αμαρτίες μου και τις αδικίες μου δέν θα τις θυμάται πλέον (Εβραίους: η' 12).

Έφυγα απο την Εκκλησία, την οποία υπηρέτησα ως κληρικός δώδεκα ολόκληρα χρόνια και προσεχώρησα στην Ευαγγελική Εκκλησία, όχι για να γίνω εχθρός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά περισσότερο φίλος της. Διότι, τώρα πλέον, ως Διαμαρτυρόμενος και ελεύθερος απο τους δεσποτισμούς των Δεσποτάδων, οι οποίοι με ανάγκαζαν να βλέπω μόνο όσο και αυτοί βλέπουν, μπορώ σαν Έλληνας πολίτης, σεβόμενος τους νόμους, να υψώσω την φωνή μου, φωνή πόνου και οδύνης, και να καλέσω τους άλλοτε συναδέλφους μου ιερείς σε μετάνοια: "Μετανοείτε και πιστεύεται στο Ευαγγέλιο".

Τώρα είμαι κληρικός - διάκονος, "όχι του γράμματος αλλά του πνεύματος, διότι τα γράμμα θανατώνει το δέ πνεύμα ζωοποιεί" (Β' Κορινθίους: γ' 6). Τώρα βλέπω πλέον το ιδεώδες της ζωής μου ελευθερωμένο απο τους νεκρούς τύπους και πλαισιωμένο με το άριστο νόημα της πραγματικής πίστεως που θα με βοηθήσει να φυλάξω την παρακαταθήκη των Λόγων που ο Κύριος είπε στην Σαμαρείτιδα: "Πνεύμα ο Θεός και οι προσκυνούντες αυτόν πρέπει να προσκυνούν πνευματικά και αληθινά" (Ιωάννης: δ' 24).  "

                      Στέλιος (Σεραφείμ) Χαραλαμπάκης