Ζούσαν κάποτε σε μια όμορφη πλαγιά τρία καμαρωτά δέντρα. Μέσα στις πολλές ώρες που περνούσαν έτσι όρθια φυτεμένα συζητούσαν, ονειρεύονταν και σχεδίαζαν το μέλλον τους.
«Θα 'θελα κάποτε στη ζωή μου να γίνω ένα όμορφο θησαυροφυλάκιο», είπε το πρώτο. «Να γεμίσω με χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμα πετράδια. Θα ήθελα να γίνω ένα σκαλιστό, πανέμορφο σεντούκι και μέσα μου να κρατώ έναν ολόκληρο, ζηλευτό θησαυρό και όλοι να μιλάνε για μένα και να με θαυμάζουν». Αυτά είπε το πρώτο δέντρο και αναστέναξε με λαχτάρα. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό σαν να προσευχόταν η ευχή του αυτή να γίνει πραγματικότητα.
Τότε μίλησε το δεύτερο δέντρο: «Εγώ θα 'θελα να γίνω κάποτε ένα ένδοξο καράβι. Να μεταφέρω βασιλιάδες και άρχοντες και να ταξιδεύω ως την άκρη της γης. Θέλω να γίνω ένα γερό σκαρί και όλοι να με θαυμάζουν και να μιλάνε για μένα».
Το τρίτο δέντρο είχε άλλα όνειρα για τη ζωή του. «Εγώ θέλω να μεγαλώσω, να ψηλώσω και να γίνω το πιο ψηλό και λυγερό δέντρο στο δάσος. Οι άνθρωποι να με βλέπουν στην κορυφή του λόφου και κυριολεκτικά να νομίζουν ότι αγγίζω τον ουρανό. Να είμαι ένα πανύψηλο δέντρο μεταξύ ουρανού και γης. Έτσι να με θυμούνται οι άνθρωποι και να με θαυμάζουν. Να φτάσω τόσο ψηλά που να μοιάζει ότι έφτασα στο Θεό». Στα χρόνια που κύλησαν αργά τα τρία δέντρα όλο προσεύχονταν για τα όνειρά τους, τα σχέδιά τους και περίμεναν την ώρα που θα τα 'βλεπαν να γίνονται πραγματικότητα.
Μια μέρα μια ομάδα ξυλοκόπων ήρθε στο δάσος για να διαλέξουν κορμούς δέντρων να τα κόψουν και να τα μεταφέρουν στο εργαστήρι τους για να δουλέψουν. Πρώτα πλησίασαν το πρώτο δέντρο και ακούστηκε να λένε: «Αυτό μοιάζει να είναι γερό δέντρο, φαίνεται καλό να το κόψω και να το πουλήσω σε κάποιο μαραγκό». Αυτά είπε ένας ξυλοκόπος και άρχισε να το κόβει. Το δέντρο ένιωθε μεγάλη ευτυχία, διότι καταλάβαινε ότι γρήγορα θα ερχόταν η ώρα που κάποιος μαραγκός θα το 'παιρνε στα χέρια του να το κάνει ένα όμορφο, σκαλιστό θησαυροφυλάκιο, όπως ονειρευόταν.
Κάτι ανάλογο έγινε και με το δεύτερο. Ο άλλος ξυλοκόπος μόλις το είδε, το μυαλό του πήγε στο ναυπηγείο. Σκέφτηκε να το κόψει και να το πουλήσει σ' αυτούς που φτιάχνουν καλοτάξιδα, μεγάλα καράβια. Το δέντρο, που τα παρακολούθησε όλα αυτά, χάρηκε, γιατί έβλεπε να πλησιάζει η ώρα που θα γινόταν ένα ένδοξο πλοίο, όπως ονειρευόταν.
Όταν ο ξυλοκόπος ζύγωσε το τρίτο δέντρο, αυτό φοβήθηκε και άρχισε να τρέμει. Μα αν με κόψουν, σκέφτηκε, πώς θα γίνω ένα πανύψηλο δέντρο που θα στέκω ανάμεσα στον ουρανό και τη γη...; χωρίς να έχει κάτι ιδιαίτερο στο μυαλό του ο ξυλοκόπος το ζύγωσε και το 'κοψε κι αυτό, όπως και τα προηγούμενα. Έτσι γκρεμίστηκαν τα όνειρά του και ακολούθησε το δρόμο προς το εμπόριο της πόλης μαζί με τα άλλα δύο δέντρα... Όταν το πρώτο δέντρο έφτασε στα χέρια του μαραγκού, εκείνος έφτιαξε με το ξύλο του μία φάτνη, για να ταΐζουν τα ζώα. Μια φάτνη που πήρε κι αυτή το δρόμο της σε κάποιο στάβλο της περιοχής, όπου τη γέμισαν με σανό και τα ζώα έτρωγαν από εκεί όποτε πεινούσαν. Αυτή η κατάληξη δεν έμοιαζε καθόλου με όλα όσα είχε ονειρευτεί και ευχηθεί να κάνει στη ζωή του αυτό το πρώτο δέντρο.
Το δεύτερο πουλήθηκε κι αυτό και έγινε ένα ψαροκάικο. Γρήγορα φάνηκε πως έπρεπε να εγκαταλείψει τα όνειρά του για το ένδοξο πλοίο που θα μετέφερε βασιλιάδες σε ατελείωτα ταξίδια στα πέρατα της γης. Το τρίτο δέντρο το έκοψαν μεγάλα κομμάτια και το άφησαν έτσι ακατέργαστο σε μια άκρη στο σκοτάδι.
Τα χρόνια περνούσαν και τα τρία δέντρα είχαν ξεχάσει τελείως τα όνειρά τους για τη ζωή.
Κάποια μέρα συνέβη κάτι περίεργο μπροστά στα μάτια του πρώτου δέντρου. Μέσα στο στάβλο μπήκε ένας άντρας και μια γυναίκα που ήταν έγκυος. Εκεί μέσα στο στάβλο η γυναίκα άρχισε να πονάει και το αγοράκι που γεννήθηκε το ξάπλωσαν μέσα στη φάτνη, επάνω στο σανό που είχε μέσα της. Ο άντρας εκείνος θα ευχόταν να μπορούσε να έχει μια κούνια για το παιδί του, όμως το μόνο που υπήρχε τότε εκεί ήταν αυτή η φάτνη που είχαν φτιάξει από το πρώτο δέντρο και εκεί μέσα έβαλαν το μωράκι τους.
Τότε ήταν που το δέντρο όλο χαρά και συγκίνηση θυμήθηκε τα όνειρά του και τις ευχές του και κατάλαβε ότι πράγματι κράτησε μέσα του τον πιο ένδοξο και το μεγαλύτερο θησαυρό όλων των εποχών, τον Ιησού Χριστό, το Σωτήρα του κόσμου. Αυτό που χάρισε ο Θεός σ' αυτό το δέντρο ξεπέρασε και τη φαντασία του ακόμα και τα πιο τολμηρά του όνειρα και σχέδια. Κράτησε μέσα στην αγκαλιά του το Βασιλιά, τον Κύριο, το Σωτήρα της ανθρωπότητας, την αγάπη και τη δόξα του Θεού. Πιο μεγάλος απ' αυτόν το θησαυρό δεν πέρασε ποτέ από τη Γη μας.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και μια ομάδα απλών ανθρώπων μπήκαν στο ψαροκάικο που είχε φτιαχτεί από το δεύτερο δέντρο. Ένας από αυτούς, που τον φώναζαν «διδάσκαλο» οι άλλοι, ήταν κουρασμένος και έγειρε σε μια ακρούλα και αποκοιμήθηκε. Είχαν ανοιχτεί στα βαθιά, όταν σηκώθηκε φοβερή καταιγίδα και το δέντρο σκέφτηκε πως δεν ήταν αρκετά δυνατό ψαροκάικο για να προφυλάξει τους άντρες που είχε μέσα του, γιατί φαινόταν ότι κινδύνευε να αναποδογυρίσει και να βουλιάξει. Τότε οι άνθρωποι μέσα στο καΐκι έτρεξαν και ξύπνησαν τον άντρα που κοιμόταν και Εκείνος στάθηκε και είπε στη θάλασσα: «Σιώπα! Ησύχασε!»
Και η τρικυμία υπάκουσε και η θάλασσα ηρέμησε, η καταιγίδα σταμάτησε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που το δεύτερο δέντρο κατάλαβε ότι είχε μεταφέρει το Βασιλιά των βασιλιάδων στο σκαρί του και γέμισε χαρά, γιατί αυτό που πάντα ονειρευόταν έγινε πραγματικότητα, και μάλιστα με τον πιο ένδοξο τρόπο!
Είχε μείνει αρκετό καιρό ξεχασμένο το τρίτο δέντρο, όταν κάποια μέρα, κάποιος το πήρε επάνω στον ώμο Του και διάβηκε μ' αυτό τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Τον κορόιδευαν, Τον έφτυναν, Τον μαστίγωναν και όταν έφτασε στην κορυφή του λόφου Τον κάρφωσαν επάνω στο τρίτο δέντρο, που εν τω μεταξύ στα ξύλα του είχαν δώσει το σχήμα ενός σταυρού.
Μαζί με τον σταυρωμένο άνθρωπο ύψωσαν το σταυρό στην κορυφή του λόφου για να πεθάνει. Τότε ήταν που κι αυτό το δέντρο κατάλαβε ότι στην κορυφή αυτού του λόφου του Γολγοθά στήθηκε κυριολεκτικά μεταξύ Ουρανού και Γης το ψηλότερο και το πιο τιμημένο ξύλο, το ξύλο του σταυρού του Ιησού Χριστού, για να πληρώσει Εκείνος για τις δικές μας αμαρτίες και με τις πληγές Του εμείς γιατρευτήκαμε. (Ης.νγ:5). Και αυτό το ξύλο ήταν το δικό του ξύλο, από το τρίτο αυτό δέντρο, που όσα ονειρεύτηκε έγιναν πραγματικότητα, και με τον πιο δοξασμένο τρόπο.
Καθένα από τα δέντρα της ιστορίας μας πήρε ό,τι θέλησε αλλά όχι με τον τρόπο και από το δρόμο που το είχε φανταστεί. Ο Κύριος τίμησε την πίστη τους, την προσευχή τους, την καρδιά τους και μάλιστα με τέλειο τρόπο.
Δεν ξέρουμε πάντα ποια είναι τα σχέδια του Θεού για μας. Ξέρουμε όμως ότι οι δρόμοι του Κυρίου είναι ένδοξοι και σοφοί και τέλειοι και αυτό που σκέφτεται ο Κύριος για εμάς είναι το καλύτερο που μας ταιριάζει, μας συμφέρει και θα μας γεμίσει ευλογία και δύναμη.
Ας εμπιστευθούμε το Θεό, την αγάπη Του, την κρίση Του, τα σοφά σχέδιά Του, γιατί Αυτός μας έχει χαρίσει τον Ιησού Χριστό και όπως διαβάσαμε στην ιστορία μας μαζί με τον Ιησού Χριστό τα πάντα, ακόμα και τους πιο ενδόμυχους πόθους της καρδιάς μας.