Γράφοντας ο Παύλος στον συνεργάτη του Τιμόθεο αναφορικά με την εκκλησία που έπρεπε να ποιμάνει, τονίζει, «να εξεύρης πώς πρέπει να πολιτεύησαι εν τω οίκω του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού» (Α’ Τιμ.γ:15), εξηγώντας συνάμα ότι ο επίσκοπος οφείλει να «επιμεληθή την εκκλησίαν του Θεού» (εδ. 5).
Ο ίδιος ο Χριστός μίλησε στον Πέτρο για την επικείμενη τότε οικοδόμηση του νέου θεσμού που ονόμασε «εκκλησία μου» (Ματθ.ις:8). Η εκκλησία, λοιπόν, δεν ήταν του Παύλου ή του Τιμόθεου, και δεν είναι κανενός άλλου ανθρώπου, παρά μόνο του Θεού.
Δυστυχώς, όμως, κάποιοι άνθρωποι –κι αυτοί δεν είναι λίγοι– έχουν την εντύπωση πως η εκκλησία που υπηρετούν, πολύ περισσότερο μια τοπική εκκλησία ή ομάδα εκκλησιών που ο Θεός χρησιμοποίησε αυτούς τους ίδιους για το ξεκίνημά της, ότι είναι ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΥΠΟΘΕΣΗ.
Αν όμως η εκκλησία αντιμετωπίζεται σαν περιουσία και κτήμα κάποιων ανθρώπων, και μάλιστα κληροδότημα για τους απογόνους τους, τότε αυτό δεν είναι «εκκλησία του Θεού» αλλά οικογενειακή υπόθεση.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δίδαξε τους μαθητές Του πως «Όστις ζητήση να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν, και όστις απολέση αυτήν, θέλει διαφυλάξει αυτήν» (Λουκ.ιζ:33). Με τον τρόπο αυτό έδειξε ότι δεν ανήκει σ’ εμάς τους ανθρώπους να εξασφαλίσουμε το είναι μας, γι’ αυτό και πρέπει να το διαθέσουμε στα χέρια του Θεού. Άραγε η παραπάνω λογική δεν θα πρέπει να ισχύει πολύ περισσότερο για την Εκκλησία του Χριστού;
Ποιος είσαι εσύ κι εγώ για να θεωρούμε κτήμα μας εκείνο που ο Θεός «απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος»; (Πράξ.κ:28). Ποιος είσαι εσύ που θεωρείς τους πιστούς σαν υπαλλήλους σου, που πρέπει να υπάρχουν, να ζουν και να συνεισφέρουν για την ικανοποίηση των δικών σου σχεδίων, ονείρων και φιλοδοξιών; Ποιος είσαι εσύ που αδιαφορείς αν σκανδαλίζεται «ο ασθενής αδελφός, διά τον οποίον ο Χριστός απέθανεν»; (Α’ Κορ.η:11).
Και, επιτέλους, μη λησμονεί κανείς πως στα 2000 χρόνια ιστορίας της Εκκλησίας, πολυάριθμοι ήταν οι αξιόλογοι και αξιοζήλευτοι διάκονοι του Θεού που υπηρέτησαν την Εκκλησία από διάφορες θέσεις. Όλοι αυτοί, όμως, άφησαν το “πόστο” τους, όταν εξεμέτρησαν το ζειν, η Εκκλησία όμως εξακολουθεί να υπάρχει και να ζει, όχι χάρη στη δική τους προσφορά αλλά χάρη στην υπόσχεση, το ενδιαφέρον και την φροντίδα του Χριστού, ο Οποίος υποσχέθηκε ότι «πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής» (Ματθ.ις:18).
Αγαπάς αδελφέ μου την εκκλησία του Θεού; Εμπιστεύσου την στα χέρια Του. Ξέρει και μπορεί, καλύτερα από εσένα, να την προστατεύσει, να τη φυλάξει, να την αυξήσει και να τη διατηρήσει μέχρι το τέλος.
Η εκκλησία δεν είναι υπόθεση ενός ανθρώπου. Η εκκλησία δεν είναι υπόθεση μιας οικογένειας.
Κι ας μην ξεχνάμε, τέλος, ότι στο όνομα της θρησκείας και για το καλό του έθνους έγιναν πολλά εγκλήματα, ακόμη και το μέγιστο έγκλημα της ανθρωπότητας, τότε που το ιερατείο της Ιερουσαλήμ αποφάσισε την εξόντωση του Χριστού, ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ –όπως νόμιζαν–, επειδή έκριναν «ότι συμφέρει να απολεσθή εις άνθρωπος υπέρ του λαού» (Ιωάν.ιη:14).
Δεν έχει ανάγκη ο Θεός από το δικό μας υπερβάλλοντα ζήλο. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός τα “μοναδικά και αναντικατάστατα” χαρίσματά μας. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός την χωρίς αγάπη για τον πλησίον “θυσία” και “ολοκαύτωσή” μας (Α’ Κορ.ιγ:1).
Την υπακοή μας χρειάζεται και την γνήσια εξομοίωσή μας με τον Αρχηγό και Τελειωτή της πίστης μας, που όχι μόνο δεν δίστασε να κατακρίνει τους ποιμένες που «εβόσκησαν εαυτούς και δεν εβόσκησαν τα πρόβατα» (Ιεζ.λδ:8), αλλά αντίθετα έδωσε ο ίδιος το ανώτερο παράδειγμα ποίμανσης καθώς «δεν ήλθε διά να υπηρετηθή, αλλά διά να υπηρετήση και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μάρκ.ι:45). Σ’ αυτό ας επιδιώξουμε να Του μοιάσουμε!