Πολύ συχνά ο Απ. Παύλος κάνει χρήση παραδόξων αντιθέσεων στις επιστολές του. Ακριβώς γιατί θέλει να εντυπώσει μια βαθειά αλήθεια στη συνείδηση των αναγνωστών του, την παρουσιάζει σαν αντίθεση ή ακόμα και φαινομενική αντίφαση.
Περίεργες, έντονες και αιφνιδιαστικές οι αντιθέσεις του, αλλά συγχρόνως στοιχεία που καθαρίζουν το έδαφος από ενδεχόμενη ασάφεια και φωτίζουν με λαμπρό φως μια αλήθεια, που αλλιώς θα έμενε κάπως αδιάφορη και άχρωμη στα μάτια των παραληπτών των επιστολών του.
Τρεις τέτοιες αντιθέσεις από τις πιο χαρακτηριστικές συναντούμε στο έκτο και στο έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του. Πίσω από τα γλωσσικά και εννοιολογικά αυτά ξαφνιάσματα θα προσπαθήσουμε να βρούμε τις αλήθειες που βρίσκονται εκεί κρυμμένες.
Και πρώτα-πρώτα στο ς:11 διαβάζουμε: "Ούτω και σεις φανείτε εαυτούς ότι είσθε νεκροί μεν κατά την αμαρτίαν, ζώντες δε εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών".
Παρατηρείστε την έντονη αντίθεση που υπάρχει μεταξύ εκείνου του "νεκροί μεν" και "ζώντες δε". Περίεργη αντίθεση που όμως σκοπό είχε να καθαρίσει την σύγχυση που υπήρχε στο μυαλό των χριστιανών της Ρώμης σε σχέση με μια τελείως αντιγραφική διδασκαλία. Είχε φαίνεται αυτή βρει πρόσφορο έδαφος στην εκκλησία της Ρώμης, που ήταν φυτεμένη μέσα σε μια από τις πιο μεγάλες και ανήθικες πόλεις του τότε κόσμου.
Λίγο προηγουμένως είχε αποδείξει στους αναγνώστες του, ότι όλοι είμαστε ένοχοι και "υπόδικοι μπροστά στον Θεό" και ότι σε κάθε άνθρωπο που έχει πιστέψει στο Χριστό και έχει δεχθεί το ιλαστήριο έργο Του, προσφέρεται "κατά χάριν" η συγχώρηση των "προγενομένων αμαρτημάτων". Αυτά όμως όλα αφορούν το παρελθόν. Τι γίνεται όμως με το παρόν; Εδώ ήταν που τριγύριζε μέσα στην εκκλησία μια τρομερή παρανόηση, όσο και ασαφής διδασκαλία, γνωστή στην ιστορία με το όνομα "αντινομισμός".
Οι οπαδοί του αντινομισμού δίδασκαν στη Ρώμη και σε άλλα κέντρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ότι πράγματι ο χριστιανός είναι "νεκρός κατά την αμαρτία", ότι δηλαδή η αμαρτία δεν μπορεί πλέον να επηρεάσει την ψυχή του πιστού. Η αμαρτία έλεγαν, είχε πια χάσει τον αμαρτωλό της χαρακτήρα και μπορούσαν τώρα να επιδίδονται περισσότερο σ' αυτήν, χωρίς να φοβούνται ότι θα εισχωρούσε ποτέ στον εσωτερικό τους κόσμο! Και επειδή γνώριζαν ότι "όπου επερίσσευσεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις", θα έπρεπε και να επιδίδονται στην αμαρτία για να περισσεύσει ακόμα περισσότερο η χάρις του Θεού στη ζωή τους.
Τρομερή διδασκαλία. Φοβερή διαστρέβλωση της αλήθειας, ντυμένη με ένα ένδυμα λογικής και θεολογικής νομιμοφάνειας. Κατάσταση πραγμάτων σε εκκλησία που σε κάνει να φρίττεις.
Ήταν ακριβώς εξ αιτίας της τρομερής αυτής διδασκαλίας που ο Παύλος διατύπωσε στην αρχή του 6ου κεφαλαίου το ερώτημα: "Θα εξακολουθήσουμε να αμαρτάνουμε, σαν να ήταν η αμαρτία ένα πράγμα χωρίς σημασία, εφ' όσον η συγχώρηση προσφέρεται δωρεάν;" Στην ασεβή αυτή σκέψη με όλη του τη δύναμη βροντοφωνεί ο Παύλος ένα μεγάλο "όχι". Και με το "όχι" του αυτό μας αποκαλύπτει και το βαθύτερο νόημα του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού και μας δείχνει και την δική μας προσωπική σχέση με τα δύο αυτά γεγονότα.
"Νεκροί μεν...". Αυτό είναι το πρώτο γεγονός και αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της δικαίωσης δια της πίστεως: ότι συνταυτιστήκαμε με το θάνατο του Χριστού τόσο στενά, ώστε είναι σαν να σταυρωθήκαμε πάνω στο σταυρό εμείς οι ίδιοι και σαν να πεθάναμε και εμείς οι ίδιοι με το Χριστό: "απεθάνομεν μετά του Χριστού" (ς:8).
Αυτό το γεγονός όμως, μας λέει τη μισή μόνο αλήθεια. Δεν συνταυτιστήκαμε μόνο με το θάνατο του Χριστού, αλλά και με την ανάστασή Του. Όπως Εκείνος αναστήθηκε σε μια καινούργια ζωή, που δεν υπόκειται στη σκιά της φθοράς και του θανάτου, έτσι κι εμείς αναστηθήκαμε σε μια καινούργια ζωή, που δεν πρέπει να δουλεύει την αμαρτία, και που έχει τη δύναμη να την νικά.
"Νεκροί μεν... ζώντες δε..." μια νέα ζωή. Το στοιχείο της ζωής της ανάστασης του Χριστού βρίσκεται τώρα μέσα μας. Και το στοιχείο αυτό είναι όχι συνοδοιπόρος και υποστηρικτής, αλλά ακοίμητος εχθρός κάθε πράγματος που αντιστρατεύεται το Νόμο του Θεού. Μια τέτοια ζωή, ένας τέτοιος παράγων μέσα μας, δεν μπορεί παρά συνεχώς να παράγει τους καρπούς μιας άγιας, καθαρής και ευσεβούς χριστιανικής ζωής.
Τη δεύτερη αντίθεση τη συναντούμε στο ς:18. "Ελευθερωθέντες από της αμαρτίας εδουλώθητε εις την δικαιοσύνην". Ή, όπως με διαφορετική φρασεολογία μας το λέει το 22ο εδ. "τώρα ελευθερωθέντες από της αμαρτίας και δουλωθέντες εις τον Θεόν, έχετε τον καρπόν σας εις αγιασμόν".
"Ελευθερωθέντες... εδουλώθητε". Μια αντίθεση, μια παραδοξολογία, που είναι απλώς η έκφραση μιας μεγάλης, αναμφίλεκτης και θεμελιώδους αλήθειας. Και η αλήθεια αυτή είναι πως ελεύθερος πραγματικά κανείς δεν είναι, που δεν έχει γίνει δούλος του Χριστού. Ελευθερία από την αμαρτία, δουλεία στο Χριστό. Απαλλαγή από το ζυγό της αμαρτίας, υποταγή στο ζυγό του Χριστού. Ελεύθερος κανείς δεν είναι. Έχει όμως ο καθένας το δικαίωμα να εκλέξει τον κύριο που θέλει να υπηρετεί.
Η αμαρτία είναι κύριος σκληρός. Όλα τα ζητάει, όλα τα απαιτεί με σκοπό να ασχημίσει, να εξευτελίσει, να φτωχύνει, να σκοτώσει. "Ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος". Θάνατος σωματικός, θάνατος πνευματικός (= η αποξένωση του ανθρώπου από το Θεό) και θάνατος αιώνιος.
Ο Χριστός είναι κύριος γλυκύς. Κι Αυτός τα ζητάει όλα. Κι Αυτός όλα τα απαιτεί. Κι Αυτός προσφέρει ζυγό. Με σκοπό, όμως να ομορφύνει, να πλουτίσει και να εξευγενίσει τη ζωή εκείνων που Τον εμπιστεύονται. Τέτοια δεν ήταν πάντοτε η πρόσκλησή Του; "Έλθετε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και εγώ θα σας αναπαύσω. Άρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και μάθετε απ' εμού• διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών. Διότι ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίον μου ελαφρύ".
Κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί και τους δύο αυτούς κυρίους. Και πιο θλιβερή ζωή δεν υπάρχει από τη ζωή που προσπαθεί και τους δύο να τους υπηρετήσει. Να προσπαθεί να ζει και στον κόσμο του Θεού και στον κόσμο της αμαρτίας. Να επιδιώκει και με τους δύο αυτούς κόσμους να τα έχει καλά. Είναι ο χριστιανός με τη μοιρασμένη καρδιά. Ο χλιαρός χριστιανός. Θλιβερή μια τέτοια κατάσταση, αλλά και επικίνδυνη. Γιατί αυτή η αμφιταλάντευση, αυτό το επιμελές ζύγισμα δε διαρκεί πολύ. Ο κόσμος δεν αρκείται ποτέ με την μισή καρδιά. Γρήγορα την κατακτά ολόκληρη και την υποδουλώνει.
Αυτός είναι ο τρόπος να γίνει κανείς αληθινά ελεύθερος: να γίνει δούλος του Χριστού. Να υποτάξει το θέλημά του στο δικό Του θέλημα. Να σπάσει το ξίφος του εγωισμού του στα πόδια του Χριστού. Να παραιτηθεί από τα δικά του κοντόφθαλμα σχέδια, και να δεχτεί το σχέδιο το πλατύ και μεγάλο του Θεού. "Ελευθερωθέντες... εδουλώθητε". Περίεργη αντίθεση. Στην καρδιά της όμως βρίσκεται το μυστικό μιας ελεύθερης, ευτυχούς και καρποφόρου χριστιανικής ζωής.
Την τρίτη ζωηρή αντίθεση τη βρίσκουμε στο ζ:7: "Εκείνο το οποίον μισώ τούτο πράττω". Λόγια αυτά που είπε ο Παύλος, για τον εαυτό του και τον αγώνα του εναντίον του κακού. Πόσο τραχύς ο αγώνας, και πόσο αδύνατη η ανθρώπινη φύση! "Εκείνο το οποίον μισώ, τούτο πράττω". Κι αν ο Παύλος έζησε το δράμα αυτής της αντίθεσης, εμείς τι να πούμε; Το θέλουμε, το επιθυμούμε να το κάνουμε το καλό, και όμως όταν έρθει η ώρα, ενίοτε το κακό μας νικά. Δυστυχώς πολλοί δεν είναι αρκετά ειλικρινείς, ώστε να είναι διατεθειμένοι να το ομολογήσουν αυτό, κι έτσι προσθέτουν στα άλλα κακά την ανειλικρίνεια και την υποκρισία.
"Εκείνο, το οποίον μισώ, τούτο πράττω". Ασφαλώς πολύ δυσάρεστη διαπίστωση αυτή. Απολύτως αναγκαία όμως αν πρόκειται να βρει λύση ο πιστός στο πρόβλημα. Και η μόνη λύση του προβλήματος, ο μόνος τρόπος να ανατραπεί η δυσάρεστη πραγματικότητα αυτής της αντίθεσης είναι να ακουμπήσουμε όχι στη δική μας δύναμη -αφού διαπιστώσαμε ότι αρκετή δική μας δύναμη δεν διαθέτουμε- αλλά στη δύναμη του Χριστού. Καθημερινός ο αγώνας. Καθημερινή και η εκ μέρους μας αφ' ενός ταπεινή αναγνώριση της δικής μας αδυναμίας, και αφ' ετέρου ολόψυχη εμπιστοσύνη μας στη δύναμη του Χριστού.
Αυτή η δύναμη είναι προσιτή σε όλους όσοι είναι "νεκροί κατά την αμαρτίαν", "ζουν δε εις τον εΘεόν" και "ελευθερωθέντες από της αμαρτίας, εδουλώθησαν εις τον Χριστόν". Μόνο έτσι μπορούμε κι εμείς να λέμε εκείνο που σε κάποια άλλη περίσταση είπε ο Παύλος για τον εαυτό του: "Τα πάντα δύναμαι δια του ενδυναμούντος με Χριστού".