Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ - Κανών


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΚΑΝΩΝ»

Στη μελέτη της Καινής Διαθήκης, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρωταρχικό και θεμελιώδες ερώτημα: Γιατί τα 27 αυτά βιβλία, που απαρτίζουν την Καινή Διαθήκη και όχι άλλα, να αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης; Πάντοτε αυτά τα βιβλία και αυτά μόνο αποτελούσαν την Καινή Διαθήκη; Το ερώτημα αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με το ζήτημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης.
 
Η λέξη «κανών» έχει μεγάλη ιστορία και πολύ ευρύ πε­ριεχόμενο. Συγγενής ίσως προς την λέξη «κάνη» η «κάννα», που σημαίνει καλάμι, αρχικά είχε την έννοια ενός εργαλείου κατασκευασμένου από καλάμι, που το χρησιμοποιούσε ο ξυλουργός η ο κτίστης για να καθορίσουν τις διαστάσεις και την κατεύθυνση ενός ξύλου η πέτρας, που θα χρησιμοποιείτο στην οικοδομή. Απ' αυτό η έννοια της λέξης μετ­έπεσε στο όργανο, με το οποίο εξακριβωνόταν η προς συγ­κεκριμένα και εκ των προτέρων καθορισμένα μέτρα συμμόρφω­ση ενός αντικειμένου. Έτσι έχουμε τη λέξη «κανών» να σημαίνει τους νόμους, οι οποίοι καθορίζουν τη συμπεριφορά, την οποία ή κοινωνία ή η πολιτεία προσδοκά από τους πολίτες της. Έχουμε επίσης τους φιλοσοφικούς ή γραμματικούς κανόνες και πολλές άλλες μεταφορικές έννοιες της λέξης. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί αποκαλούσαν τους κλασσικούς Έλληνες συγγραφείς «κανόνας», δηλαδή, τα ιδεώδη υποδείγματα του γραπτού λόγου. Στην Καινή Διαθήκη βρίσκουμε τη λέξη «κανών» να χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια, στους Γαλ.ζ:16, όπου φανερώνει το υπόδειγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Παύλος περίμενε από τους πιστούς να ρυθμίζουν την πολιτεία τους.

Στην εκκλησιαστική ιστορία από τα μέσα του 2ου αιώνα βλέπουμε να χρησιμοποιούνται οι εκφράσεις «ο κανών της αληθείας» και «ο κανών της πίστεως» για να δηλώσουν την αποκρυ­σταλλωμένη ομολογία πίστης της Εκκλησίας. Έτσι η διδα­σκαλία του Παύλου των Σαμοσάτων καταδικάστηκε από τη σύνοδο της Αντιόχειας το 266 σαν ξένη προς τον «Εκκλησιαστικό κανόνα». Από τη χρήση αυτής της λέξης προήλθε η έννοια των κανόνων η νόμων της Εκκλησίας που θεσπίστηκαν από κάποια σύνοδο, το σύνολο των όποίων αποτελεί το Κανονικόν Δίκαιον.

Η λέξη, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα γενικά από την εκκλησία αποδεδειγμένα βιβλία που αποτελούν την Αγία Γραφή, για πρώτη φορά στα μέσα του 4ου αιώνα. Ο Μέγας Αθανάσιος στα θεσπίσματα­ της Συνόδου της Νίκαιας, αναφερόμενος στον «Ποιμένα του Ερμά», το αναφέρει σαν βιβλίο που δεν ανήκει στον κανόνα. Στην Εορταστική Επιστολή του, που γράφτηκε το 367, αναφέρεται στις Γραφές σαν «κανονιζόμενα», σε αντίθεση προς τα «απόκρυφα» και για να τα διακρίνει από τα απλά «αναγινωσκόμενα» βιβλία.­

Έτσι γεννήθηκε η λέξη «κανών» στην εκκλησιαστική γλώσσα. Η ιδέα όμως είναι πολύ προγενέστερη της λέξης. Γεννήθηκε η ιδέα του κανόνα από την ανάγκη, που αισθάνθηκε η εκκλησία από τον πρώτο καιρό, να διαχωρίσει τα βιβλία, στα όποία ανεγνώριζε θεόπνευστη καταγωγή, από τα άλλα βιβλία, που κυκλοφορούσαν στην Εκκλησία, μαζί με τα πρώτα.

Το ερώτημα είναι, πότε τα Ευαγγέλια μαζί με τις Επιστολές και τα λοιπά βιβλία της Κ. Διαθήκης καθιερώθηκαν σαν «Γραφή», σαν η «Κ. Διαθήκη». Μπορούμε να απαντήσουμε ότι κατά τα τέλη του 2ου αιώνα απαριθμούνται σαν κανονικά τα περισσότερα από τα 27 βιβλία της Κ. Διαθήκης. Η κατάσταση του κανόνα της Κ. Διαθήκης στις αρχές του 3ου αιώνα απηχείται στα έργα του Ωριγένη, η μαρτυρία του οποίου έχει μεγάλη σημασία, γιατί ταξίδεψε σε πολλές Εκκλησίες [Ελλάδα, Ρώμη, Μ. Ασία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη] και γνώρισε την πράξη των διαφόρων Εκκλησιών ως προς τα βιβλία της Κ. Διαθήκης. Ο όρος «Κ. Διαθήκη» μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και εξής. Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου [367 μ.Χ.], στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ. Διαθήκης.

Η ΠΡΟ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Στη διαμόρφωση ενός τέτοιου Κανόνα, η Εκκλησία του Χριστού βοηθήθηκε από την τακτική της Εκκλη­σίας της Παλιάς Οικονομίας, από την οποία κληρονόμησε και πολλά άλλα σημεία. Πρέπει να θυμόμαστε ότι για 20 περίπου χρόνια από την Ανάληψη του Χριστού, δεν είχε γραφτεί ούτε ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης κι ότι οι πρώτοι εκείνοι πιστοί σαν Αγία Γραφή είχαν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία αποτελούσαν τον κανόνα της εκκλησίας.

Ωστόσο, είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν ανάμεσα στις κατά τόπους εκκλησίες, πραγματείες και επιστολές που γράφτηκαν από τους αποστόλους και άλλους άνδρες της εκκλησίας. Αυτές οι επιστολές, ακόμα κι αν δεν υπήρχε ρητή εντολή από τον γράφοντα, όπως στην Κολ.δ:16, κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε πολλές άλλες εκκλησίες εκτός από την παραλήπτρια κι αυτές οι άλλες εκκλησίες άρχισαν να μαζεύουν τέτοιες επιστολές και με τα χρόνια αυτή η συλλογή ονομάστηκε «ο απόστολος». Είναι ενδιαφέρον, ότι ήδη από τους αποστολικούς χρόνους τέτοιες συλλογές Επιστολών του Απο­στόλου Παύλου χρησιμοποιούταν σε διάφορες εκ­κλησίες και ότι από τότε στη συνείδηση ολόκληρης της εκκλη­σίας εθεωρούντο σαν «Γραφαί», όπως μαρτυρεί η Β' Πέτρου γ:16.

Παράλληλα, οι διδασκαλίες του Κυρίου Ιησού Χριστού και οι αφηγήσεις περί της ζωής Του και των θαυμάτων Του κυκλοφορούσαν στις εκκλησίες από στόμα σε στόμα και άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται σε ορισμένη μορφή.

Όταν όμως οι άνθρωποι που είχαν ζήσει στις μέρες του Ιησού Χριστού και Τον γνώρισαν προσωπικά και άκουσαν τις διδασκαλίες Του, άρχισαν να εκλείπουν, η εκκλησία αισθάνθηκε τον κίνδυνο μήπως βρεθεί αποκομμένη από τις πηγές σε σχέση με τα γεγονότα που αποτελούσαν τη βάση και το περιεχόμενο της πίστης της, και άρχισαν τότε να κυκλοφορούν μεταξύ των εκκλησιών συλλογές αφηγήσεων για­ τη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού, πολύ περισσότερες, αριθμητικά, των σημερινών τεσσάρων Ευαγγελίων, όπως μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς ια:1-3. Το ίδιο όμως αυτό εδάφιο του Λουκά μαρτυρεί ότι ήδη από των αρχαιοτάτων εκείνων ήμερών άρ­χισε και η συνείδηση της εκκλησίας να ελέγχει το πε­ριεχόμενο των «Ευαγγελίων» αυτών, απορρίπτοντας εκείνα, για την ακρίβεια των οποίων είχε αμφιβολίες, διαφυλάττοντας τα υπόλοιπα.

Έτσι βλέπουμε, τόσο στα Ευαγγέλια, από τα παραπάνω λόγια του Λουκά, όσο και στις επιστολές του Παύλου από τα λόγια του Πέτρου, ότι ήδη από τα αποστολικά χρόνια, η εκκλησία έβαλε κριτήρια επιλογής, τα όποία θα κατέληγαν στην τελική αποκρυστάλλωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης.­

Το έργο αυτό που ανέλαβε η εκκλησία δεν ήταν καθόλου εύκολο γιατί παράλληλα με τα κανονικά βιβλία της Κ.Δ. που έχουμε σήμερα, κυκλοφορούσαν και πολλά άλλα βιβλία αρκετά από τα οποία κυμάνθηκαν πολύ στο μεταίχμιο της «κανονικότητας», αφού ήταν δεκτά από ορισμένες μόνο εκκλησίες για κάποιο χρονικό διάστημα. Έτσι, πριν επικρατήσει στη συνείδηση της εκκλησίας ο οριστικός Κανόνας της Καινής Διαθήκης, υπήρξαν πρόδρομοι του Κανόνα αυτού οι κατά περιοχές μικρότεροι Κανόνες, πα­ρουσιάζοντας αλλού μεγαλύτερες, αλλού μικρότερες διαφορές μεταξύ τους.

Είναι δε χαρακτηριστική ή επίδραση που είχαν στη διαμόρφωση των παραπάνω Κανόνων αφ' ενός το ελληνικό και αφ' έτέρου το ρωμαϊκό πνεύμα. Του ελληνικού πνεύ­ματος κυριότερη γραμμή πάντοτε υπήρξε η αγάπη της ελευθε­ρίας, ή αποστροφή προς δεσμεύσεις οιασδήποτε προέλευσης και μορφής. Του ρωμαϊκού αφ' ετέρου πνεύματος κυριότερη εκδή­λωση ήταν ο νόμος, ή τάξη, η πειθαρχία. Στους Κανόνες που προήλθαν από την Αλεξάνδρεια, το κέντρο αυτό του ελληνικού πνεύματος στην εκκλησία, παρατηρούμε μια μεγαλύτερη ελαστικότητα στην επιλογή των βιβλίων, ενώ στους Κανόνες, που κυκλοφόρησαν σε πε­ριοχές, που ήταν αμεσότερα κάτω από την επίδραση της Ρώμης, παρατηρούμε μεγαλύτερη συντηρητικότητα, με αποτέλεσμα λιγότερα βιβλία να γίνονται δεκτά σαν Κανονικά.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ

Από τα βιβλία που για λίγο καιρό μόνο φάνηκαν να επικρατούν σαν κανονικά στη συνείδηση μερικών κατά τόπους εκκλησιών, κυριότερα είναι τα έξης:

Η «Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων» που γράφτηκε μεταξύ 100 και 150 μ.Χ., και προέρχεται από το αρχαιότερο Εβραϊκό έργο «Αι οδοί». Περιέχει συλλογή λόγων του Ιησού Χριστού και οδηγίες προς τις εκκλησίες για τον τρόπο της λατρείας. Τόσο ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας, όσο και ο Ωριγένης χρησιμοποιούν το έργο τούτο σαν τμήμα της Αγίας Γραφής και σαν τέτοιο για αρκετό διάστημα κυκλοφόρησε στις εκκλησίες της Αιγύπτου.

Η «Επιστολή του Βαρνάβα» γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 100 και 130 μ.Χ. Ενδιαφέρον έργο, χωρίς όμως μεγάλη εσωτερική άξια. Και αυτή κυκλοφόρησε για κάποιο διάστημα σαν κανονικό βιβλίο μεταξύ των εκκλησιών της ΑΙγύπτου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας στις «Υποτυπώσεις» του, ή «Ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών», ερμηνεύει και την Επιστολή του Βαρνάβα, ο δε Ωριγένης την αποκαλεί «Καθολικήν». Αργότερα απορρίφθηκε και από τις εκκλησίες της Αιγύπτου η Επιστολή αυτή, παρέμεινε όμως μεταξύ των κανονικών βιβλίων στο μεγάλο Σιναϊτικό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης.

Η «Επιστολή του Κλήμεντος» γράφτηκε από τον Κλήμεντα Ρώμης περί τα 95 μ.X. και απευθυνόταν στην εκκλησία της Κορίνθου, αποκαλούμενη συνήθως «Πρώτη Επιστολή Κλήμεντος» για να διακρίνεται από άλλες ψευδεπίγραφες επιστολές που αποδιδόταν στον Κλήμεντα. Έργο πολύ υψηλού περιεχομένου, αναλόγου προς την μεγάλη ευσέβεια και το κύρος του συγγραφέα του, διαβαζόταν μέχρι και το 170 μ.Χ. στην εκκλησία της Κορίνθου σαν τμήμα της Αγίας Γραφής. Την ίδια τιμή της απέδιδαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι εκκλησίες της Αιγύπτου. Ο Κλήμης της Αλεξανδρείας την αποκαλεί έργο «του Απο­στόλου Κλήμεντος». Διασώθηκε στον Αλεξανδρινό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης.

Ο «Ποιμήν του Ερμά» είναι αρκετά μακροσκελές έργο με τριπλό περιεχόμενο: Οράσεις, Εντολές και Παραβολές, γράφτηκε ίσως στη Ρώμη περί τα 150 μ.Χ. Ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός (προ της μεταστροφής του στο Μοντανισμό) και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρονται στο έργο αυτό με μεγάλο σεβασμό, υποδηλώνοντας ότι το θεωρούσαν τμήμα της Αγίας Γραφής. Αμέσως όμως μετά απ' αυτούς, το έργο απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τις μεγάλες εκκλησίες της Ρώμης και της Kαρθαγένης. Διασώθηκε το έργο αυτό στο Σιναϊτικό χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης.

Η «Αποκάλυψη του Πέτρου» έργο που ανήκει στο πρώτο ήμισυ του 2ου αιώνα, περιέχει αποκαλύψεις για το μέλλον και περιγραφές του ουρανού και ιδιαίτερα της κόλασης, με λεπτομερείς και αποκρουστικές περιγραφές των ποινών που θα επιβληθούν στις διάφορες τάξεις των αμαρτωλών. Για κάποιο διάστημα ήταν σε ευρύτατη χρήση, ιδιαίτερα στις εκκλησίες της Ανατολής, ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κάνει ερμηνεία αυτής στις «Υποτυπώσεις» του. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζόμενος μας δίνει την πλη­ροφορία ότι το έργο αυτό διαβαζόταν μέχρι του 430 μ.Χ. την παραμονή του Πάσχα σε μερικές εκκλησίες της Παλαι­στίνης.

Οι «Πράξεις του Παύλου» ανάγονται στην τελική τους μορφή στο 160 μ.Χ. Περιλαμβάνουν τις «Πράξεις Παύλου και Θέκλης» και μια φανταστική αλληλογραφία μεταξύ του αποστόλου Παύλου και της εκκλησίας της Κορίνθου. Το έργο συμπληρωμένο εκδόθηκε από κάποιο πρεσβύτερο της επαρχίας της Ασίας, ο όποίος ομολόγησε αργότερα την πλαστογραφία του και καθαιρέθηκε. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης αναφέρονται στο έργο αυτό με τιμή. Στις εκκλησίες της Δύσης ουδέποτε φαίνεται να έγινε δεκτό σαν κανονικό.
Υπήρξαν και πολλά άλλα παντός είδους βιβλία, Ευαγγέ­λια, Επιστολές, Αποκαλύψεις κ.λ.π. μεταγενέστερων συγγρα­φέων, που αποδόθηκαν σε διάφορους αποστόλους, στα οποία ή εκκλησία ποτέ δεν έδωσε σοβαρή σημασία.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΠΕΥΣΑΝΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΡΥΣΤΑΛΛΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ

Ανάμεσα σ' αυτή την πληθώρα των βιβλίων, τα οποία διεκδικούσαν μια θέση στον Κανόνα, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, η εκκλησία προχωρούσε προς την οριστική παγίωση του Κανόνα. Αυτό το ρυθμό τον επιτάχυναν δύο εξωεκκλησιαστικά γεγονότα.

Το πρώτο ήταν η εμφάνιση του αιρετικού Μαρκίωνα από τον Πόντο. Γιος του επισκόπου της Σινώπης, αποκόπηκε από τον ίδιο τον πατέρα του από την κοινωνία της εκκλησίας για τις αιρετικές του ιδέες. Φιλοδο­ξώντας όμως να καταλάβει την πρώτη θέση στην εκκλησία της Ρώμης, ήρθε στη Ρώμη (140 μ.Χ.) και από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε ανέπτυξε το αιρετικό του σύστημα στην οριστική του μορφή. Δεν θα ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες του συστήματος τώρα, εκείνο όμως που για τους σκοπούς αυτής της μελέτης πρέπει να ση­μειωθεί, είναι ότι μία των κυριότερων γραμμών του συστήματος του Μαρκίωνα ήταν ένα έντονο αντιιουδαϊκό πνεύμα και η αναγνώριση του Παύλου σαν του μόνου αποστόλου. Ο Μαρκίων κατάρτισε και δικό του Κανόνα των Ιερών βιβλίων. Τη μεν Παλαιά Διαθήκη, όπως ήταν ευνόητο, την απέκλεισε εξολοκλήρου, τη δε Καινή Διαθήκη την διαίρεσε στο «Ευαγγέλιο» και τον «Απόστολο». Και εις μεν το «Ευαγγέλιο» περιέλαβε μόνον το κατά Λούκα Ευαγγέλιο, σαν το ελληνικότερο Ευαγγέλιο και αυτό που ήταν περισσότερο απαλλαγμένο Ιουδαϊκών επιδράσεων, αφού όμως το «καθάρισε» από απαράδεκτα γι' αυτόν στοιχεία. Στον «Απόστολο» περιέλαβε μόνον τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, αφού απέκλεισε τις ποιμαvτορικές και υπέβαλε τις υπόλοιπες σε παρόμοια «αποκάθαρση» από Ιουδαϊκά στοιχεία. Πρώτη μεταξύ των Επιστολών έβαλε στον Κανόνα του την προς Γαλάτες, εξαιτίας της βίαιης επίθεσης του Παύλου κατά των Ιου­δαϊζόντων Χριστιανών και ακολουθούσαν οι Α' και Β' προς Κορινθίους, η προς Ρωμαίους, ή Α' και Β' προς Θεσ­σαλονικείς, η προς Λαοδικείς (προφανώς εννοεί την προς Ε­φεσίους) ή προς Κολοσσαείς, η προς Φιλιππησίους και η προς Φιλήμονα.

Η εμφάνιση του ακρωτηριασμένου αυτού Κανόνα, από τον οποίο έλειπαν πολλά βιβλία, τα όποία από πολύ παλιά εί­χαν επιβληθεί στη συνείδηση της εκκλησίας, ο όποίος όμως παρόλα αυτά είχε αρκετά μεγάλη κυκλοφορία μεταξύ των εκκλησιών, δημιούργησε για την εκκλησία την επιτακτική ανάγκη, να επισπεύσει τον ακριβέστερο καθορισμό του δικού της Κανόνα, προστατεύοντας έτσι τα βιβλία, τα όποία είχαν ήδη γίνει δεκτά σαν μέρος αυτού του Κανόνα, και αποκλείοντας την είσοδο σε άλλα.

Το άλλο γεγονός που βοήθησε την εκκλησία να επιταχύνει την αποκρυστάλλωση του Ιερού Κανόνα, ήταν το διάταγμα του Διοκλητιανοϋ (303 μ.Χ.) να καταστραφούν όλα τα ιερά βιβλία των Χριστιανών. Η εφαρμογή του σκληρού αυτού για τους Χριστιανούς μέτρου είχε σαν αποτέλεσμα τον σαφέστερο διαχωρισμό των κατά γενική ομολογία «Ιερών βιβλίων», στα οποία και μόνο είχε εφαρμογή το διά­ταγμα, από των μη Ιερών. Έτσι, ενώ ο διωγμός του Διοκλητιανοϋ είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου αριθμού χειρογράφων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης και είναι κατά μέγα μέρος υπεύθυνος για το γεγονός ότι ελάχιστα αποσπάσματα χειρογράφων των πρώτων τριών αιώνων έχουν φτάσει στα χέρια μας, αφ' ετέρου εξυπηρέτησε την εκκλησία με το να την αναγκάσει να επισπεύσει τον ακριβή καθορισμό του κύ­κλου των ιερών βιβλίων της.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Το κριτήριο που εφάρμοσε η εκκλησία σ' αυτό της το έργο, ήταν βεβαίως η θεοπνευστία των υπό κρίση βι­βλίων. Μόνον τα αποδεδειγμένα θεόπνευστα βιβλία είχαν θέση στον Ιερό Κανόνα, αποκλειομένων όλων των άλλων, όσο καλά και αν ήταν.

Η θεοπνευστία όμως είναι κάτι, που δεν υποπίπτει στις αισθήσεις, είναι κάτι το ασύλληπτο. Έπρεπε λοιπόν να εφαρμόσει η Εκκλησία κατώτερα, άλλα πιο συγκεκριμένα κριτήρια, με τα οποία να διασφαλίσει την εφαρμογή του ανώτερου κριτηρίου. Μπορούμε να πούμε ότι τρία είναι κυρίως τα υποτελή αυτά κριτήρια, τα όποία εφάρμοσε η συνείδηση ολόκληρης της Εκκλη­σίας, στην προσπάθεια της να διαχωρίσει τα θεόπνευστα από τα μη θεόπνευστα βιβλία.

Το πρώτο ήταν η αποστολικότητα του βιβλίου που κρινόταν. Κατ' αρχήν δέχτηκαν, ότι θα εθεωρούντο κανονικά, μόνον εκείνα τα βιβλία τα όποία γράφτηκαν από τους απόστολους ή από άνδρες, που είχαν πολύ στενή σχέση με τους αποστόλους όπως είχε ο συγγραφέας του κατά Μάρκον Ευαγγελίου με τον Πέτρο και του κατά Λουκά και των Πράξεων με τον Παύλο.
Το δεύτερο κριτήριο ήταν η πνευματικότητα του περιεχομένου του βιβλίου. Έγινε δεκτό ότι το περιεχόμενο του βιβλίου έπρεπε να φέρει απαραίτητα τα τεκμήρια της θεοπνευστίας του. Τα περισσότερα από τα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα βιβλία αποκλείστηκαν από τον κανόνα λόγω της ολοφάνερης κατωτερότητας του περιεχομένου τους.

Το τρίτο κριτήριο ήταν η καθολικότητα της αποδοχής του βιβλίου. Αν ένα βιβλίο γινόταν δεκτό μόνον από ορισμένες Εκκλησίες σαν κανονικό, ενώ οι περισσότερες άλλες το απέρριπταν, αυτό και μόνο το γεγονός ήταν αρκετό για να κάνει συντηρητικότερες απέναντί του τις Εκκλησίες που το αποδέχονταν και να τις υποχρεώσει σε νέα αυστηρότερη εξέταση του ζητήματος.

Είναι αυτονόητο ότι η εφαρμογή αυτών των τριών κριτηρίων δεν κατέληξε σε ομοιόμορφα συμπεράσματα παντού κι αυτό είχε σαν συνέπεια την εμφάνιση τοπικών κανόνων που δεν συνέπιπταν απόλυτα μεταξύ τους.

Το έργο αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να οριστικοποιηθεί. Με το Μέγα Αθανάσιο [298-373 μ.Χ.] μπαίνουμε στην περίοδο των Συνόδων οι οποίες επικύρωσαν και επίσημα τον Κανόνα των Ιερών βιβλίων, τα οποία η συνείδηση της Εκκλησίας γενικά, με μερικές αμφιταλαντεύσεις, είχε ήδη αποδεχτεί. Ο Αθανάσιος ίσως είναι ο πρώτος που αποκάλεσε «Κανονικά» τα 27 βιβλία της Κ. Διαθήκης. Στην Εορταστική του Επιστολή 39 λέει: «Μηδείς τούτοις επιβαλλέτω μηδέ αφαιρέσθω τι».

Η Σύνοδος της Λαοδίκειας [363 μ.Χ.] ίσως είναι η πρώτη Σύνοδος που ασχολήθηκε με το ζήτημα του Κανόνα. Ο 59ος κανόνας αυτής της Συνόδου ορίζει να διαβάζονται στην Εκκλησία μόνο τα κανονικά βιβλία της Π. και της Κ. Διαθήκης. Ο 60ος κανόνας της ίδιας Συνόδου δίνει κατάλογο των 26 βιβλίων της Κ. Διαθήκης αποκλείοντας την Αποκάλυψη. Αυτός όμως ο κανόνας αποδείχθηκε μη γνήσιος.

Η Σύνοδος της Ρώμης [382 μ.Χ.], στην οποία πρωτοστάτησε ο Ιερώνυμος, ορίζει ως κανονικά τα βιβλία που αποδεχόταν στην Επιστολή του ο Μέγας Αθανάσιος, δηλ. όλα τα βιβλία της Κ. Διαθήκης.

Η Τρίτη Σύνοδος της Καρθαγένης [397 μ.Χ.], στην οποία έλαβε μέρος και ο Αυγουστίνος, δέχεται ως κανονικά όλα τα βιβλία της σημερινής Κ. Διαθήκης και ορίζει μόνο αυτά να διαβάζονται στις Εκκλησίες.

Έτσι τερματίζεται το έργο της Εκκλησίας με το οποίο αναγνώρισε και κατοχύρωσε τα Ιερά βιβλία που αποτελούν τον Κανόνα. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα Ιερά βιβλία δεν τα όρισαν οι Σύνοδοι. Οι Σύνοδοι απλά τα περιέβαλαν με το κύρος της επίσημης πράξης τους. Η συνείδηση της Εκκλησίας γενικά με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος είχε προ πολλού καταλήξει στα πορίσματά της.

ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Οι λόγοι που τα προκάλεσαν.

«Η Εκκλησία», είπε ο Ωριγένης (ομιλίες στο κατά Λουκά, κεφ. 1), «έχει τέσσαρα Ευαγγέλια η αίρεσις έχει πολλά». Θα πούμε μερικά πράγματα για τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, επειδή αποτέλεσαν σπουδαίο τμήμα της χριστιανικής φιλολογίας των πρώτων αιώνων, αλλά και διότι έτσι θα σχηματίσουμε σαφέστερη αντίληψη των λόγων που υπαγόρευσαν τον αποκλεισμό των Ευαγγελίων αυτών από τον Κανόνα.

Όταν χρησιμοποιείται η λέξη «απόκρυφα», γι' αυτά τα Ευαγγέλια, ίσως προκαλεί λάθος αντιλήψεις. Η λέξη «απόκρυφο» χρησιμοποιείται εδώ κατ' αντιπαράθεση προς το «δημόσιο» και σημαίνει το βιβλίο, που η Εκκλησία δεν ενέκρινε να διαβάζεται δημόσια από τον άμβωνα της, χωρίς όμως αυτό καθ' αυτό το όνομα να υποδηλώνει την ύπαρξη στο βιβλίο κρυφών διδασκαλιών η με κάποιο άλλο τρόπο να το χρωματίζει δυσμενώς.

Τα απόκρυφα Ευαγγέλια είδαν το φως της ημέρας, για να ικανοποιήσουν μία τριπλή ανάγκη. Πρώτο, την επιθυμία των Χριστιανών να έχουν, όσο το δυνατόν, περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την επίγεια ζωή του Κυρίου τους. Ήταν πολύ φυσική η επιθυμία αυτή και πήγαζε από αγνά ελατήρια. Είναι φυσικό, ότι ο αναγκαστικά περιορισμένος κύκλος των πληροφοριών, που παρείχαν τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια, δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιήσει την ιερή επιθυμία των πιστών, να γνωρίσουν, όσο το δυνατόν, περισσότερα για το πρόσωπο και το έργο του Σωτήρα τους. Κατά πό­σον ικανοποίησαν πράγματι την επιθυμία αυτή τα απόκρυφα Ευαγγέλια, είναι άλλο ζήτημα.

Η δεύτερη ανάγκη, ή ποία άσκησε επίδραση στη δια­μόρφωση της «εξωκανονικής» αυτής φιλολογίας, ήταν η «απολογητική», η ανάγκη δηλαδή όπως με τον πολλαπλασιασμό των θαυμάτων δοθούν απτές αποδείξεις στους εθνικούς για τη θεία προέλευση του Ιησού. Έτσι, στο κατά Εβραίους Ευαγγέλιο μάρτυρας της ανάστασης του Κυρίου παρίσταται ο ίδιος ο υπηρέτης του Αρχιερέα, στο Ευαγγέλιο του Πέτρου ο Πιλάτος ομολογεί δημόσια τη θεότητα του Ιησού Χριστού και στο Ευαγγέ­λιο του Νικόδημου και αυτά τα Ρωμαϊκά λάβαρα υποκλίνονται κατά ένα θαυματουργικό τρόπο, για να αποδώσουν φόρο σεβασμού προς τον Ιησού.

Η τρίτη ανάγκη, και αυτή ομολογουμένως ήταν η απο­φασιστικότερη όλων, την οποία εξυπηρέτησε η εμφάνιση των απόκρυφων Ευαγγελίων, ήταν η προσπάθεια ορισμένων μερίδων στην Εκκλησία, να δημιουργήσουν Γραφικά ερείσματα, πάνω στα οποία να στηρίξουν κάποιες ιδιαίτερες αιρετικές δοξασίες.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα αιρετικά αυτά Ευαγγέλια σχεδόν εξ ολοκλήρου περιστρέφονται γύρω από το μυστήριο του προσώπου του Ιησού Χριστού, και αλλά μεν απ' αυτά αρνούνται τη θεία Του φύση, αλλά δε την ανθρώπινη. Έτσι τα περισσότερα από τα απόκρυφα Ευαγγέλια από την άποψη του αιρετικού τους περιεχομένου, μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε δύο κατηγορίες: τα «Δοκητικά» και τα «Εβιονιτικά». Οι «δοκηταί» και οι «εβιονίται» αντιπροσώπευαν δύο από τις αρχαιότερες αιρέσεις, που αναπτύχθηκαν μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Η μία ήταν το αποτέλεσμα της επίδρασης του ελληνικού φιλοσοφικού πνεύματος στην εκκλησία, η άλλη του Ιουδαϊκού. Και οι δύο ασχολήθηκαν με το αιώνιο πρόβλημα του προσώπου του Ιησού Χριστού.

Η πρώτη, οδηγούμενη από την αντίληψη, ότι ή ύλη καθ' εαυτή είναι η πηγή του κακού δεν μπορούσε να φαν­ταστεί το Θεό να έρχεται σε ουσιαστική επαφή με την ύλη, και αρνήθηκε την πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Θεού, κηρύττοντας, ότι ή ενσάρκωση και τα περιστατικά της ζωής του γιου του Θεού στη γη, και πολύ περισσότερο ο θάνατός Του ήταν κάτι το φανταστικό, κάτι που νόμισαν οι άνθρωποι «έδοξεν αυτοίς», απ' όπου πήρε το όνομά της η αίρεση), ότι είδαν, το οποίο όμως στην πραγματικότητα δεν είχε ουσιαστική υπόσταση. Η δεύτερη, εμπνεόμενη από τα άκρως στενά Ιουδαϊκά στοιχεία, που με τόσο πείσμα είχαν πολεμήσει το έργο του αποστόλου Παύλου, και φοβούμενη, μήπως περιπέσει σε πολυθεΐα, αν αναγνωρίσει τη θεία φύση του Ιησού Χριστού, υποβίβασε το Χριστό στη θέση ενός από τους προφήτες απογυμνώνοντας Αυτόν από τη θεία Του φύση. Έτσι το «Ευαγγέλιο του Πέτρου» είναι «δοκητικής» προέλευσης, ενώ το «κατά Εβραίους Ευαγγέλιο» και το «Ευαγγέλιο των δώδεκα αποστόλων» έχουν καταφανή σημεία εβιονιτικής επίδρασης. Το «Ευαγγέλιο του Πέτρου» αναφερόμενο στη σταύρωση του Χριστού λέγει, ότι επάνω στο σταυρό ο Χριστός έμενε σιωπηλός, σα να μην αισθανόταν κα­νένα πόνο. Ο πόνος είναι κάτι που αναφέρεται στο σώμα, άρα ήταν κάτι το τελείως ξένο για τον Ιησού των «δοκητών», ο Οποίος δεν είχε πραγματικό ανθρώπινο σώ­μα. Στο «Ευαγγέλιο των δώδεκα αποστόλων» αφ' έτέ­ρου (γράφτηκε γύρω στο 170) η εμφάνιση του Ιησού Χριστού στην την ιστορία των ανθρώπων γίνεται με τις λέξεις : «Ήταν ένας άνθρωπος ονόματι Ιησούς και ήταν περίπου τριάντα ετών» και μέχρι το τέλος του Ευαγγελίου τίποτε δεν φανερώνει, ότι αυτός ο Ιησούς ήταν κάτι περισσότερο από «άνθρωπος».

Κάποια ιδιαίτερη επίδραση στη διαμόρφωση μερικών από τα απόκρυφα Ευαγγέλια άσκησε και η αίρεση των γνωστικών η γνωστή με το όνομα «εγκρατίται», οι οποίοι δίδασκαν τέλεια αποχή από το αντίθετο φύλο. Έτσι, στο «κατά Αιγυπτίους Ευαγγέλιο» (του 2ου αιώνα) ή Σαλώμη ρωτά τον Κύριο πόσο καιρό θα διαρκέσει ο θάνατος και ο Κύριος της απαντά: «Όσο καιρό σεις οι γυναίκες γεννάτε». Όταν δε ή Σαλώμη Τον ρώτησε πότε θα έρθει ή Βασιλεία του Θεού, ο Κύριος απάντησε: «Όταν δεν θα υπάρχουν πλέον άρσεν και θήλυ». Τελικά, δήλωσε ο Κύριος: «Ήλθον να καταστρέψω τα έργα του θήλεος». Τις ίδιες αρχές εκδηλώνει και το «Ευαγγέλιο του Φιλίππου» (και αυτό πιθανώς του 2ου αιώνα), στο οποίο ο συγγραφέας του διηγείται, πως ο Κύριος του αποκάλυψε ότι, για να γίνει δεκτή η ψυχή στον ουρανό, πρέπει να είναι σε θέση να πει στις «άνω δυνάμεις»: «Δεν γέννησα τέκνα εις τον 'Αρχοντα (του κόσμου τούτου), άλλα ξερίζωσα τις ρίζες του». Μια ιδιαίτερη τάξη μεταξύ των απόκρυφων Ευαγγελίων είναι τα λεγόμενα «Ευαγγέλια της Γεννήσεως», τα οποία περιστρέφονται κυρίως γύρω από τη γέννηση του Ιησού Χριστού και την παιδική Του ηλικία. Το αρχαιότερο μεταξύ αυτών είναι το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου». Το «Ευαγγέλιο» αυτό γράφτηκε περί τα μέσα του 2ου αιώνα εκδόθηκε αρχικά στα λατινικά από το Γάλλο Γουλιέλμο Ποστέλ, ο οποίος πρώτος το ανακάλυψε το 1552, και αργότερα δημοσιεύτηκε στα ελληνικά από τον Μιχαήλ Νεάνδερ. Αρχίζει ο συγγραφέας του «Ευαγγελίου» την αφήγησή του μέσα από τα 25 κεφάλαιά του, με την ατεκνία των γονιών της μητέρας του Κυρίου, του Ιωακείμ και της 'Αννας και προχωρεί στη γέννηση της Μαρίας. Ό­ταν ή Μαρία έγινε τριών ετών οδηγήθηκε στο Ναό, όπου και έμεινε μέχρι τα δώδεκά της, τρεφόμενη από ένα άγγελο. Οι ιερείς τότε, κατόπιν αγγελικής οπτασίας, προσκάλε­σαν όλους τους χήρους του λαού να έλθουν με τις ράβδους τους στα χέρια, για να δουν σε ποιον θα αναθέσουν τη φροντίδα της «Παρθένου του Κυρίου». Μεταξύ των άλλων ήλθε και ο Ιωσήφ, από τη ράβδο του οποίου βγήκε ένα περιστέρι που πέταξε και μετά ήλθε και αναπαύθηκε στο κεφάλι του. Ακολουθούν κι άλλα παρόμοια επεισόδια, μέχρι που φθάνουμε στη γέννηση του Κυρίου. Μια γυναίκα, ή Σαλώμη, επισκέφτηκε το σπήλαιο που γεννήθηκε ο Χριστός, αλλά εκδήλωσε τη δυσπι­στία της στο άκουσμα της παρθενικής γέννησης και αμέσως το χέρι της κατακάηκε, αποκαταστάθηκε όμως και πάλι μόλις άγγιξε το βρέφος.

Το «Ευαγγέλιο» τούτο καταδικάστηκε από την Εκκλησία στη Δύση από τον Πάπα Δαμάσον (382) τον Ιννοκέντιο Α' (405) και το Γελασιανό Διάταγμα (496). Οι μάζες όμως του λαού, που τις είχαν αγγίξει τόσο πολύ οι αφηγήσεις αυτού του «Ευαγγελίου», ζητούσαν επίμονα τον αντικαταστάτη του.

Ο αντικαταστάτης του «Πρωτευαγγελίου» έκανε πράγματι σύντομα την εμφάνισή του με τη μορφή του «κατά Ματθαίον Ψευδευαγγελίου». Κυκλοφόρησε κατόπιν μιας πλαστογραφημένης αλληλογραφίας μεταξύ του Ιερώνυμου και δύο Ιταλών επισκόπων, στην οποία εμφανίζεται ο Ιερώνυμος σα να το έχει μεταφράσει στα Λατινικά από το Εβραϊκό του πρωτότυπο. Το «Ευαγγέλιο» αυτό είναι προϊόν του 5ου αιώνα που ξεπερνάει κι αυτό το «Πρωτευαγγέλιο» σε πλούτο φανταστικών λεπτομερειών, με τις οποίες διακόσμησε την ιστορία της παιδικής ηλικίας του Κυρίου μας και της μητέρας Του. Ιδιαίτερα ασχολείται με τη φυγή στην Αίγυπτο και μιλάει για δράκους που βγαίνουν από ένα σπή­λαιο, για να πέσουν κατά πρόσωπο και να προσκυνήσουν την μικρή συνοδεία και λιοντάρια για να την ακολουθήσουν στο δρόμο της και να της προσφέρουν τη βοήθειά τους. ­Όταν δε ο Ιησούς και η μητέρα Του, στην Αίγυπτο πια, μπήκαν σ' ένα ναό, όλα τα είδωλα έπεσαν κατά γης και έσπασαν.

Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει και το «Ευαγγέλιο Ιωσήφ του Τέκτονος», που αρχικά γράφτηκε στην Κοπτική και μεταφράστηκε στην Αραβική. Ανήκει στον 4ο αιώνα, και εκδόθηκε αρχικά το 1772. Και τα 22 κεφάλαιά του είναι εξ ολοκλήρου αφιερω­μένα στην ιστορία του Ιωσήφ, που ιδιαίτερα σέβονται οι μονοφυσίτες Κόπτες. Το «Ευαγγέλιο» αυτό παρακολουθεί τον Ιωσήφ μέχρι το θάνατό του στην Κιλικία σε ηλικία 111 ετών.

Μετά το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», το «Ευαγγέλιο» που είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, ήταν το «κατά Θωμά Ευαγγέλιο της Γέννησης». Είναι δοκη­τικής προέλευσης και ανήκει στις αρχές του 3ου αιώνα. Ασχολείται κυρίως με τα θαύματα που έκανε ο Κύριός μας πριν γίνει δώδεκα ετών. Σε αντίθεση με τα θαύματα που αναφέρονται στα κανονικά Ευαγγέλια, αυτά τα θαύματα είναι τα περισσότερα έργα καταστροφής και προϊόντα ιδιοτροπίας. Οι γονείς ενός παιδιού, του όποίου τον θά­νατο προκάλεσε ο μικρός Ιησούς, παρακαλούν τον Ιωσήφ: «Πάρε αυτό τον Ιησού σου απ' εδώ, γιατί δεν μπορεί να ζει μαζί μας. Ή τουλάχιστον δίδαξέ τον να ευλογεί και όχι να κα­ταριέται». Όταν ο μικρός Ιησούς ήταν στην Αίγυπτο, ενώ έπαιζε με αλλά μικρά παιδιά, έβαλε ένα αλατισμένο και ξερό ψάρι μέσα στο νερό και το ψάρι άρχισε αμέσως να κινείται!

Η δοκητική προέλευση αυτού του Ευαγγελίου, προδίδεται και από τα λόγια που βάζει στα χείλη του Ιη­σού και τα οποία ανατρέπουν την πραγματικότητα και τον αιώνιο χαρακτήρα της ενσάρκωσης: «Τιμή στη σάρκα δεν δίδω καμία.....Όταν υπερυψωθώ θα αποθέσω κατά μέ­ρος οτιδήποτε πήρα από το γένος σας».

Η πληθώρα των θαυμάτων, με τα οποία όλα αυτά τα Ευαγγέλια γεμίζουν την παιδική ηλικία του Ιησού, προφανώς είχε σαν ελατή­ριο την επιθυμία των συγγραφέων να αν­τιδράσουν στη «γνωστική» αιρετική διδασκαλία που κυκλοφορούσε τότε, ότι η θεότητα δεν κατοίκησε στον Ιησού παρά μόνο μετά τη βάπτισή Του.

Στο «Ευαγγέλιο του Νικόδημου» ένα κατα­σκεύασμα, που ο Tischendorf τοποθετεί στον 20 αιώνα, είδαμε ήδη, ότι και αυτά τα λάβαρα του Ρωμαίου ηγεμόνα υποκλίνονται για να προσκυνήσουν τον υπόδικο Ιησού. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου περιγράφεται με πολύ ζωηρά χρώματα η κάθοδος του Ιησού στον 'Αδη όπου Τον περι­στοιχίζουν αμέσως οι άγιοι που βρίσκονται εκεί, τους οποίους απελευθερώνει και τους οδηγεί προηγουμένου του αρχάγγελου Μιχαήλ στον Παράδεισο, όπου οι απελευθερωθέντες άγιοι, έχουν μακρές συνομιλίες με τον Ενώχ, τον Ηλία και τον μετανοημένο ληστή.

Εκτός των παραπάνω «Ευαγγελίων» κυκλοφόρησαν επίσης το «Ευαγγέλιο του Ματθαίου» και το «Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου» το οποίο διηγείται, πως επέτρεψε ο Κύριος σ' αυτόν, τους άλλους αποστόλους και τη Μητέρα Του, να δουν το Διάβολο ή τον Αντίχριστο. Καθώς βρισκόταν στο όρος των Ελαιών, ξαφνικά μ' ένα σάλπισμα κι ένα δυνατό σεισμό είδαν το όραμα του Διαβό­λου, τον όποίο φύλαγαν με δεσμά πυρός 6.064 άγγελοι Το «κατά Εβραίους Ευαγγέλιο» που ίσως γράφτηκε στα μέσα του δεύτερου αιώνα, το «Αραβικό Ευαγγέλιο της Γεννήσεως» και άλλα, που ανέρχονται στα 50 περίπου.

Τα παραπάνω δείγματα είναι μάλλον αρκετά για να καταλάβει κανείς γιατί αυτά τα ευαγγέλια αποκλείστηκαν από τον Κανόνα. Ακόμα κι εκεί που δεν είναι καταφανής η προσπάθεια δημιουργίας κάποιας Γραφικής βάσης, πάνω στην οποία να στηριχτούν πλάνες και αιρετικές διδασκαλίες, άλλα αρκούνται οι συγ­γραφείς των «Ευαγγελίων» αυτών στην απλή παροχή πε­ρισσοτέρων πληροφοριών για το πρόσωπο και το έργο του Κυ­ρίου μας, πέραν απ' αυτές που μας δίνουν οι τέσσερεις Ευαγ­γελιστές και εκεί τα νέα αυτά στοιχεία είναι κατά απαράβατο σχεδόν κανόνα τόσο χονδροειδή και στερούμενα πνευματι­κότητας, ώστε δημιουργούν μια οδυνηρή αντίθεση προς το ωραίο, απλό και υψηλό πνεύμα των κανονικών Ευαγγελίων.

Η απλή και φυσική ωραιότητα της αφήγησης των τεσσάρων Ευαγγελίων είναι τελείως αντίθετη με την εικόνα του Κυρίου μας και του περιβάλλοντός Του, που μας παρουσιάζουν τα απόκρυφα. Αυτό δε γίνεται ακόμη καταφανέστερο σε σχέση με τα θαύματα που εξιστορούνται από τα κανονικά και τα απόκρυφα Ευαγγέλια. Τα πρώτα είναι γεμάτα από ηθικό περιεχόμενο και πάντοτε γίνονται, για να εξυπηρετήσουν κάποιο α­νώτερο πνευματικό σκοπό. Τα δεύτερα είναι πολλές φορές ανήθικα, πάντοτε δε προϊόντα ιδιοτροπίας, που δεν έχει καμιά σχέση με τους αιώνιους νόμους της θείας αγάπης, σοφίας και προνοίας.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ

Παρόλα αυτά όμως και παρά το γεγονός ότι μετά το δεύτερο αιώνα κανένα Ευαγγέλιο πλην των «τεσσάρων» δεν θεωρείτο να έχει επίσημο κύρος στην εκκλησία, ωστόσο τα απόκρυφα αυτά «Ευαγγέλια» και συνέχισαν να υπάρχουν και διαβαζόταν ευρύτατα από τους πιστούς. Ιδιαίτερα τα διάφορα «Ευαγγέλια της Γεννήσεως» άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση στις εκκλησίες της Ανατολής. Στη Δύση η εκκλησία αντιμετώπισε με­ μεγαλύτερο συντηρητισμό τα νόθα αυτά Ευαγγέλια και κατά το τέλος του 4ου αιώνα Ο Ιερώνυμος και ο Αυγουστίνος τα αποκήρυξαν με έντονο και κατη­γορηματικό τρόπο. Για την ψυχρή υποδοχή, που τα «Ευαγγέλια» αυτά βρήκαν στη Δύση, αποζημιώθηκαν πλήρως κατά τους σκοτεινούς χρόνους του Μεσαίωνα, όταν κυκλοφόρησαν ευ­ρύτατα στις λαϊκές μάζες, μεταφράσεις των «Ευαγγελίων» αυτών.

Στις Ρωμαιοκαθολικές χώρες, τα «Ευαγγέλια» αυτά, είχαν εκείνη την περίοδο ασύγκριτα μεγαλύτερη επίδραση στις ψυχές των ανθρώπων απ' ότι είχε η Αγία Γραφή.

Από το 12ο αιώνα και μετά, οι αφηγήσεις των απόκρυφων αυτών «Ευαγγελίων» υπήρξαν οι ανεξάντλητες πηγές, από τις οποίες άντλησαν το υλικό τους η λαϊκή ποίηση, το δράμα και ή ζωγραφική.

Η φυγή στην Αίγυπτο αποτέλεσε το αντικείμενο ενός πίνακα του Πιντουρίκκιο, η ανάληψη της μητέρας του Κυρίου ενέπνευσε τους πίνακες του Τιτιάνου και του Μποτιτσέλλι, η ενθρόνιση της σαν Βασίλισσας των ουρανών απεικονίστηκε από τον Ραφαήλ, τον Φρα Αγγέλικο και άλλους. Το υλικό όλων αυτών των πινάκων το προσέφεραν στους ζωγράφους τα απόκρυφα «Ευαγγέλια».

Ακόμα, η αναφορά που κάνει το Κοράνι για τον Ιησού και τη ζωή Του, έχει πηγή τα απόκρυφα, ιδιαίτερα το «Αραβικό Ευαγγέλιο της Γεννήσεως». Αναφέρει το Κοράνι λεπτομέρειες της γέννησης της Μαρίας, τους γονείς της οποίας ονομάζει Ιμράν και 'Αννα, καθώς επίσης για την αφιέρωσή της στο Ναό, της θαυματουργικής εκλογής του Ιωσήφ σαν προστάτη της κ.λ.π.

Επίσης παριστάνει τον Ιησού να κάνει θαύματα στην παιδική Του ηλι­κία, όπως παίζοντας με άλλα παιδιά έκανε πουλάκια από λάσπη, στα οποία έδινε πνοή και πετούσαν. Αυτά όλα τα δανείστηκε το Κοράνι από το απόκρυφο «Ευαγγέλιο του Θωμά». Ας προστεθεί, ότι η εικόνα του Χριστού, που έχουμε στο Κοράνι, είναι δοκητικής προέλευσης. Έτσι, στη «Σουρά» 4:156, οι Ιουδαίοι εμφανίζονται να λένε: «Φο­νεύσαμε το Μεσσία, το γιο της Μαρίας, τον άγγελο του Θεού», στο οποίο αμέσως δίνεται η απάντηση: «Και όμως δεν Τον φόνευσαν ούτε Τον σταύρωσαν, αλλά ένα φάντασμα τους παρουσιάστηκε.....»

H μεγαλύτερη χρησιμότητα, που έχουν για μας τα απόκρυφα «Ευαγγέλια», συνίσταται στις πληροφορίες που μας δίνουν για τα έθιμα και τις συνθήκες ζωής κατά την εποχή που γράφτηκαν, αν ακόμα κι αυτές οι πληροφορίες πρέπει να γίνονται δεκτές με επιφύλαξη, γιατί το «Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου», για παράδειγμα αγνοεί κατάφωρα τα επικρατούντα την εποχή εκείνη έθιμα του Ιουδαϊκού λαού, αλλά δε φαίνονται να αγνοούν στοιχειώδη πράγματα της τοπογραφίας της Παλαιστίνης. Αυτό που μάλλον μας προσφέρουν τα «Ευαγγέλια» αυτά, είναι οι πληροφορίες που μας δίνουν για τις διάφορες αιρέσεις, που αναπτύχθηκαν μέσα στην Εκκλησία και τα διάφορα διασταυ­ρούμενα ρεύματα σκέψης, που επικρατούσαν τότε.

Τα νόθα αυτά «Ευαγγέλια», ποτέ δεν διεκδίκησαν σοβαρά θέση στον Κανόνα της Εκκλησίας.

Το κατ' εξοχήν θέμα του αποστολικού κηρύγματος ήταν ένα πρόσωπο, του Ιησού Χριστού, κι ένα σχέδιο σωτηρίας όπως αυτό φαίνεται στο βιβλίο των Πράξεων των αποστόλων.

Από την αρχή, ο Ιησούς ανέθεσε τη μετάδοση του νέου κηρύγματος σε ορισμένα όργανά Του τα οποία περιέβαλε για το σκοπό αυτό με ειδική και αποκλειστική εξουσία και τα οποία ήταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της ζωής και της διδασκαλίας του Κυρίου, «Όστις ακούει εσάς εμέ ακουει» (Λουκ.ι:16).

Οι πρώτοι μαθητές «ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων» (Πράξ.β:42), και όσοι πίστευαν είχαν εποικοδομηθεί «επί το θεμέλιον των αποστόλων» (Εφες.β:20).

Το αποστολικό κήρυγμα δεν ήταν μόνο θεμελιώδες, γνήσιο και αμετάθετο, αλλά ήταν και πλήρες. Χωρίς ελλείψεις, δίχως κενά.

«Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης, διά να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν» (Β΄Τιμ.γ:16).

«τον οποίον ημείς κηρύττομεν, νουθετούντες πάντα άνθρωπον και διδάσκοντες πάντα άνθρωπον εν πάση σοφία, διά να παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ Ιησού» (Κολ.α:28).

Γίνεται συνεπώς φανερό, ότι έργο της μεταποστολικής εκκλησίας δεν ήταν, ούτε είναι, να επιφορτίζει με νέα δόγματα ή με μεταγενέστερους κανόνες πίστης την αλήθεια του ευαγγελίου επειδή οι απόστολοι την παρέδωσαν από την αρχή μόνιμη και τέλεια για όλους τους ανθρώπους και όλες τις γενιές:

«Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους» (Ιούδας 3).

Η εντολή που πήρε η εκκλησία από τους θεμελιωτές της δεν ήταν να προσθέσει, ούτε να αφαιρέσει, αλλά να διαφυλάξει αυτή την αλήθεια με πιστότητα: «την παρακαταθήκην φύλαξον, αποστρεφόμενος τας βεβήλους ματαιολογίας και τας αντιλογίας της ψευδωνύμου γνώσεως» (Α' Τιμ.ς:20), καθώς και να τη μεταδώσει στις μετέπειτα γενιές: «και όσα ήκουσας παρ' εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι».

Ούτε ο χαρακτήρας του αποστολικού κηρύγματος, ούτε η πληρότητά του έπρεπε να αμφισβητηθούν από κάποιον ή να παραβιαστούν, χωρίς ο υπαίτιος να πέσει σε ανάθεμα: «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού σας κηρύττη άλλο ευαγγέλιον παρά εκείνο, το οποίον σας εκηρύξαμεν, ας ήναι ανάθεμα» (Γαλ.α:8).

Οι απόστολοι μετέδωσαν προφορικά «το μυστήριον του ευαγγελίου» με επίγνωση ότι οι ακροατές τους ακούν «λόγον Θεού»: «Διά τούτο και ημείς ευχαριστούμεν τον Θεόν αδιαλείπτως, ότι παραλαβόντες τον λόγον του Θεού, τον οποίον ηκούσατε παρ' ημών, εδέχθητε αυτόν ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά καθώς είναι αληθώς, λόγον Θεού, όστις και ενεργείται μεταξύ υμών των πιστευόντων» (Α' Θες.β:13).

Ο Κύριος Ιησούς κήρυξε το Ευαγγέλιο της Βασιλείας χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τον προφορικό λόγο (Μάρκ.ιδ:49).

Μ' αυτό το όπλο, του ζωντανού λόγου, ξεκίνησαν να κατακτήσουν τον κόσμο και οι απόστολοι σαν πρωτοπόροι της χριστιανικής αλήθειας. Και σήμερα, είναι ο μόνος τρόπος να ακουστεί το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του Ιησού Χριστού, οι άνθρωποι να πιστέψουν και να σωθούν! «'Αρα η πίστις είναι εξ ακοής, η δε ακοή διά του λόγου του Θεού» (Ρωμ.ι:17).
Βέβαια, περιπτώσεις νοθείας και παραποίησης του αποστολικού κηρύγματος άρχισαν να αναφαίνονται αμέσως ακόμα από τον πρώτο αιώνα: «Ω ανόητοι Γαλάται, τις σας εβάσκανεν, ώστε να μη πείθησθε εις την αλήθειαν σεις, έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των οποίων ο Ιησούς Χριστός, διεγράφη εσταυρωμένος μεταξύ σας;» (Γαλ.γ:1).

Αποστολικοί πατέρες

Παρέδωσαν πράγματι οι απόστολοι στην αμέσως μεταποστολική Εκκλησία προφορικές διατάξεις και κανόνες πίστης έξω από τις Γραφές για να διαφυλαχθούν σαν πηγή ισοδύναμη με την Αγία Γραφή; Στο ερώτημα αυτό, την απάντηση θα μας την δώσουν οι ίδιοι οι «αποστολικοί Πατέρες», με τα γραφτά τους, από τα όποια θα παρουσιάσουμε κάθε μαρτυρία πού σχετίζεται με το θέμα μας.

ΚΛΗΜΗΣ Ο ΡΩΜΗΣ

Ο ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί ότι ο Κλήμης κα­τείχε την επισκοπική έδρα της Ρώμης σαν τρίτος κατά σειρά επί­σκοπος της, κι επίσης ότι ήταν ο ίδιος Κλήμης τον όποιο ο απόστολος Παύλος αναφέρει σαν συνεργάτη του (Φιλιπ.δ:3). Η επισκοπική διακονία του Κλήμεντα κάλυψε ολόκληρη σχεδόν την τελευταία δεκαετία του πρώτου μ.Χ. αιώνα. Ακριβέστερα, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τη διάρκεια της επισκοπής του μεταξύ του 92 - 98 μ.Χ.

Από τα γραφτά του Κλήμεντα έχει διασωθεί μία επιστολή που σαν επίσκοπος Ρώμης, είχε απευθύνει στην εκ­κλησία της Κορίνθου εξαιτίας ενός σχίσματος πού έγινε εναντίον των πρεσβυτέρων της. Συγκεκριμένα, μία μικρή ομάδα Χριστιανών πέτυχαν να επηρεά­σουν την πλειονότητα του εκκλησιάσματος, με αποτέλεσμα ν' αποβληθούν τα περισσότερα ή όλα τα μέλη του πρεσβυτερίου της εκκλησίας.

Το θέμα της επιστολής του Κλήμεντα είναι η ανταρσία, τη δημιουργία της οποίας αποδίδει σε «ζήλον και έριδα». Προτρέπει τους ταραξίες να σταματήσουν το σκάνδαλο, «εν το ονόματι του Χρίστου», να μετανοήσουν για την πράξη τους, και ν' αποκαταστήσουν το επισκοπικό σώμα στα εκκλησια­στικά του καθήκοντα.

Τα κεντρικά σημεία της επιστολής:

«Αισχρά, αγαπητοί, και λίαν αισχρά, και ανάξια της εν Χριστώ αγωγής ακούεσθαι τήν βεβαιοτάτην και αρχαίαν Κορινθίων εκκλησίαν δι' εν ή δύο πρόσωπα στασιάζειν προς τους πρεσβυτέρους... αμαρτία γαρ ού μικρά ήμίν εσται εάν τους αμέμπτως και οσίως προσενεγκόντας τά δώρα της επισκοπής αποβάλωμεν... υμείς ούν τήν καταβολήν της στάσεως ποιήσαντες υποτάγητε τοις πρεσβυτέροις και παιδεύθητε εις μετάνοιαν, κάμψαντες τά γόνατα της καρ­δίας υμών».

Τις ηθικές συμβουλές του προς τους Κορινθίους, ό Κλήμης συνοδεύει με δογματικές νουθεσίες τις όποιες και θα δούμε επειδή σχετίζονται με το θέμα της μελέτης μας.
Παραθέτουμε αυτούσια όλα τα σχετικά αποσπάσματα.

Κλήμης προς Κορινθίους.

XIV. Φιλόνεικοι έστε, αδελφοί, και ζηλωταί περί των ανηκόντων εις σωτηρίαν. 2 έγκεκύψατε είς τάς γράφας, τάς αληθείς τάς διά του Πνεύματος του Αγίου. 3 έπίστασθε ότι ουδέν άδικον ουδέ παραποιημένον γέγραπται έν αυταίς.

ΧΙΛ/ΙΙ. Αναλάβετε τήν έπιστολήν του μακαρίου Παύλου του Απο­στόλου,2. τι πρώτον υμίν έν άρχη του Ευαγγελίου έγραψεν;

LIII. Έπίστασθε γάρ και καλώς επίστασθε τάς Ιεράς γραφάς, αγα­πητοί, και έγκεκύφατε είς τά λόγια του Θεού, προς ανάμνησιν ούν ταύτα γράφομεν.

ΧLIV. Ταπεινοφρονήσωμεν ούν αδελφοί, αποθεμένοι πάσαν άλαζονίαν και τύφος και αφροσύνην και οργάς και ποιήσωμεν τό γεγραμμένον.

Ο Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης και προσωπικός συνεργάτης του αποστόλου Παύλου, προτρέπει τους αναγνώστες της επιστολής του να μελετούν την επιστολή του Παύλου και να υπακούσουν στο γεγραμμένο. Για τον Κλήμεντα, η μελέτη και η γνώση των Γραφών είναι επαρκής και ασφαλής οδηγός της πίστης και της ζωής.

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Ιστορικές πληροφορίες για τον Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, μας μεταδίδουν οι Ευσέβιος, Ειρηναίος και Τερτυλλιανός. Γεννήθηκε περί το 70 μ.Χ., και βρήκε μαρτυρικό θάνατο περί το 156 μ.Χ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ό αποστολικός αυτός Πατέρας απολάμβανε μεγάλης τιμής και σεβασμού, ιδιαίτερα μεταξύ των εκκλησιών τής Ανα­τολής, εξαιτίας της προσωπικής επαφής πού είχε με τον απόστολο Ιωάννη.

Ιδού τι μας πληροφορεί ό Ειρηναίος:

«... ό μακάριος Πολύκαρπος... την μετά του Ιωάννου συναναστροφήν ώς απήγγελεν και τήν μετά των λοιπών τών εορακότων τόν Κύριον και ώς απεμνημόνευεν τους λόγους αύτων, και περί του Κυ­ρίου... και περί της διδασκαλίας ώς παρά τών αυτόπτων της του λόγου παραλειφώς ο Πολύκαρπος απήγγελεν πάντα σύμφωνα ταις γαφαίς».

Ο Πολύκαρπος Σμύρνης θεωρείται μία από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της μεταποστολικής Εκκλησίας. Μία επιστο­λή του πού επέζησε την είχε απευθύνει προς την εκκλησία των Φιλιππησίων. Οι Χριστιανοί των Φιλίππων παρακάλεσαν τον Πολύκαρπο να τους γράψει λόγια παρηγοριάς και νουθεσίας. Αυτός συγκατάνευσε στην παράκληση εκμεταλλευόμενος την ευκαι­ρία αυτή για να ρωτήσει τους Φιλιππησίους για την τύχη του Ιγνατίου, επισκόπου Σμύρνης, ο οποίος είχε συλληφθεί και οδηγηθεί στη Ρώμη για μαρτυρικό θάνατο.

Η επιστολή αυτή του Πολύκαρπου χρονολογείται γύρω στο 120 μ.Χ. Το Ελληνικό κείμενο έχει διασωθεί μέχρι του κεφαλαίου IX. (Ολόκληρη ή επιστολή υπάρχει στα Λατινικά).
Καταχωρούμε αυτούσια όλα τα αποσπάσματα πού αναφέ­ρονται στο θέμα μας

Προς Φιλιππησίους επιστολή

III. «Ούτε γάρ εγώ ούτε άλλος όμοιος εμοί δύναται κατακολουθήσαι τη σοφία του μακαρίου Παύλου, ός γενόμενος έν ύμίν κατά πρό­σωπον των τότε ανθρώπων έδίδαξεν ακριβώς και βεβαίως τον περί αληθείς λόγον, ός και απών υμίν έγραψεν επιστολάς, εις ας εάν εγκύπτητε δυνηθήσεσθε οίκοδομείσθε είς τήν δοθείσαν υμίν πίστιν. Είμαι πεπεισμένος ότι είσθε καλώς γυμνασμένοι στάς 'Αγιας Γραφάς και από σας τίποτε δεν παραμένει κρυμμένο»
Διαπιστώνουμε ότι στην επιστολή του ο Πολύκαρπος όχι μόνο δεν κάνει την παραμικρή νύξη για εξωβιβλικές παραδόσεις, αλλά και καταδικάζει έμμεσα το κύρος τέτοιων παραδόσεων, επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες του αποκλειστικά από τις Γραφές.

«...περί της διδασκαλίας ώς παρά τών αυτόπτων της ζωής του λόγου παραλειφώς ό Πολύκαρπος απήγγειλεν πάντα σύμφωνα ταις Γραφαίς...».
Αν και, κατά τον ιστορικό Ευσέβιο, ό Πολύκαρπος παρέ­λαβε την επισκοπική διακονία του απ' ευθείας από τους αυτόπτες και υπηρέτες του Κυρίου, ο Αποστολικός αυ­τός Πατέρας δεν παρουσιάζεται σαν φορέας και κάποιων άλλων προφορικών η μυστικών διατάξεων των αποστόλων, που να μην είχαν καταχωρηθεί στα Γραφικά Κείμενα. Για τον Πολύκαρπο, οι Φιλιππήσιοι γνώριζαν καλά τις Γραφές και συνεπώς γνώριζαν καλά ολόκληρη την αλήθεια. «Είσθε καλώς γυμνασμένοι στάς Αγίας Γραφάς· από σας τίποτε δέν παραμένει κρυμμένο».

Ένα άλλο σημείο, εξίσου σπουδαίο, πού τονίζει ό Πολύ­καρπος στην επιστολή του, είναι ο μοναδικός κι αποκλειστικός χαρακτήρας της αποστολικής θεοπνευστίας και εξουσίας. Ο Πο­λύκαρπος αρνείται κατηγορηματικά να θεωρηθεί σαν διάδοχος τής εξουσίας των αποστόλων και συνιστά στους αναγνώστες του να καταφεύγουν πάντοτε στις αποστολικές γραπτές πηγές και από εκεί να οδηγούνται εις ό,τι αφορά τη Χριστιανική τους ζωή και πίστη. «Ούτε γάρ εγώ ούτε άλλος όμοιος εμοί δύναται κατακολουθήσαι τη σοφία του μακαρίου καί ενδόξου Παύλου».

Το ότι το δόγμα των εξωβιβλικών παραδόσεων ήταν για τον Πολύκαρπο κάτι εντελώς ανύπαρκτο, αυτό καταφαίνεται και στη διατύπωση της διδασκαλίας του περί Σωτηρίας του ανθρώπου:

Ι.2. «Η βεβαία τής πίστεως υμών ρίζα, έξ αρχαίων καταγγελομένη χρόνων, μέχρι νυν διαμένει και καρποφορεί εις τόν Κύριον ημών Ίησουν Χριστόν, ος υπέμεινεν υπέρ τών αμαρτιών ημών έως θανάτου καταντήσαι, ον ήγειρεν ο Θεός, λύσας τάς ώδίνας του άδου εις ον ούκ ιδόντες πιστεύετε χαρά ανεκλαλήτω καί δεδοξασμένη, εις ην πολλοί έπιθυμούσιν εισελθείν, είδότες, ότι χάριτι έστε σεσωσμένοι ούκ έξ έργων αλλά θελήματι Θεού δια Ιησού Χριστού».

Για τον Πολύκαρπο λοιπόν, ή Χριστιανική πίστη δεν έχει δύο ρίζες, Γραφές και Παραδόσεις, αλλά μόνον μία κι' αυτή η μία «βεβαία ρίζα» είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο θάνατος και ή ανάσταση Του και η δια της ατομικής πίστης Σωτηρία, που προσφέρεται σαν καρπός της χάρης του Θεού και όχι σαν ανταμοιβή των ηθικών έργων του ανθρώπου. Είναι δηλαδή η μία και η ίδια ρίζα πού υποβαστάζει και τη Γραπτή παράδοση του απο­στόλου Παύλου.

Ο Πολύκαρπος δεν δίδαξε τίποτε λιγότερο από τις γρα­πτές αποστολικές πηγές άλλα και τίποτε περισσότερο.

Ο Ειρηναίος, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια και την επάρκεια της διδασκαλίας του Πολύκαρπου, γράφει:

«Και Πολύκαρπος... εξήλθε του βίου, ταύτα διδάξας αεί, α και παρά των Αποστόλων έμαθεν, α και η Εκκλησία παραδίδωσιν, α και μόνα εστίν αληθή».

Ιδού τώρα ή περίληψη της διδασκαλίας του Πολύκαρπου, επισκόπου Σμύρνης, σχετικά με τις προφορικές παραδόσεις.

· Πρώτο: Ολόκληρη ή Χριστιανική αλήθεια περιέχεται στις Γραφές, στη γραφτή παράδοση. Έξω από τις Γραφές δεν υπάρχει τίποτε κρυμμένο ως προς την πίστη και τη ζωή του Χριστιανού.

· Δεύτερο: Η εξουσία των αποστόλων σχετικά με τη διατύπωση του Χριστιανικού δόγματος είναι εξουσία μοναδική και αποκλειστική την οποία δεν μπορεί να διεκδίκηση κανείς άλλος έξω του αποστολικού κύκλου.

· Τρίτο: Ο Θεός προσφέρει τη σωτηρία Του στον κάθε άνθρωπο δια πίστεως σαν καρπό της χάρης του Ιησού Χριστού και όχι σαν ανταμοιβή των ηθικών προσπαθειών του ανθρώπου.

ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Η χρονολογική περίοδος της δράσης του Ιγνάτιου, επι­σκόπου Αντιοχείας, (98 -117 μ.Χ.), συμπίπτει, εν μέρει με την του Πολύκαρπου Σμύρνης, με τον οποίο είχε εγκάρ­διους δεσμούς. Πληροφορίες για την προσωπικότητα του Ιγνάτιου μας μεταδίδει ο ιστορικός Ευσέβιος. Θαρραλέος σημαιο­φόρος της μαρτυρίας του Χριστού, ο Ιγνάτιος έπεσε θύμα του σύντομου άλλα σκληρού διωγμού του Αυτοκράτορα Τραϊανού και οδηγήθηκε στη Ρώμη δέσμιος για να γίνει τροφή των θηρίων.

Συνοδευμένος από στρατιωτικό απόσπασμα, κατά τη μετάβαση του από την Αντιόχεια της Συρίας στη Ρώμη, ο πιστός εκείνος μάρτυρας του Χριστού έγραψε επιστολές προς τις εκκλησίες των Εφεσίων, Μαγνησίων, Τραλλιανών, Ρωμαίων, Φιλαδελφέων, Σμυρναίων, καθώς και στον προσωπικό του φίλο Πολύκαρπο Σμύρνης. Οι τέσσερεις πρώτες εστάλησαν από τη Σμύρνη, ενώ οι τρεις υπόλοιπες από την Τρωάδα, πριν ο Ιγνάτιος περάσει στη Μακεδονία, με προορισμό τη Ρώμη.

Το περιεχόμενο των επτά αυτών επιστολών, οι οποίες και διασώθηκαν, αποκαλύπτει το γιγαντιαίο Χριστιανικό παράστημα του Ιγνάτιου. Αντικρίζοντας το φάσμα του μαρτυρικού θανά­του, σταθερός και ατρόμητος, ο Επίσκοπος Αντιοχείας έγραψε στις κατά τόπους εκκλησίες της Μ. Ασίας για να νουθετήσει, να διδάξει, να προτρέψει και να ομολογήσει στους αδελφούς αναγνώ­στες του ότι δεν του άξιζε η τιμή να γίνει τροφή των θηρίων για το όνομα του Χρίστου.

Από τα κείμενα των επτά επιστολών του Ιγνατίου θα καταχωρήσουμε αυτούσια όλα τα αποσπάσματα πού σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το θέμα της μελέτης μας.
Φιλαδελφέσιν Ιγνάτιος

IX.2. «Έξαίρετον δε τι έχει το Ευαγγέλιον την παρουσία του σωτηρος, Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, το πάθος αυτού και την άνάστασιν. . το ευαγγέλιον απάρτισμα εστί αφθαρσίας.
VIII. Παρακαλώ δε υμάς μηδέν κατ' εριθείαν πράσσειν αλλά κατά χριστομάθειαν, επεί ηκουσα τινών λεγόντων, ότι έάν μή έν τοις άρχείοις εϋρω, έν τω εύαγγελίω, ού πιστεύω, και λέγοντος μου αύτοίς ότι γέγραπται απεκρίθησάν μοι ότι πρόκειται, εμοί δέ αρχεία εστίν

1. «... παρά πλείστοις εις ετι νύν διαβόητος Ιγνάτιος, της κατά 'Αντιοχείαν Πέτρου διαδοχής δεύτερος τήν επισκοπήν κεκληρωμένος... από Συρίας επί τήν τών Ρωμαίων πόλιν αναπεμφέντα, θηρίων γενέσθαι βοράν της είς τόν Χριστόν μαρτυρίας ένεκεν (Εύσ. XXXVI 2).

2. «σίτος ειμί θεού και δι' οδόντων θηρίων αλήθομαι... Ίνα καθαρός άρτος ευρεθώ» (Ιγνάτιος, Προς Ρωμαίους).
 Ιησούς Χριστός, τά άθικτα αρχεία ο σταυρός αυτού και ο θάνατος και η ανάστασις αυτού και η πίστις η δι' αυτού, έν οις έν τή προσευχή υμών δικαιωθήναι».
Σμυρναίοις Ιγνάτιος

VII.2. Πρέπον εστίν απέχεσθαι των αντιλεγόντων και μήτε κατ' ιδίαν περί αυτών λαλείν μήτε κοινή, προσέχειν δέ τοις προφήταις, εξαιρέτως δέ τω εύαγγελίω εν ω τό πάθος ημίν δεδήλωται και η ανάστασις τετελείωται».

Καθώς λοιπόν οι Κλήμης Ρώμης και Πολύκαρπος Σμύρνης, έτσι και ο Ιγνάτιος Αντιοχείας τηρεί απόλυτη σιωπή ως προς το δόγμα εξωβιβλικών παραδόσεων τις όποιες είχαν δήθεν αφή­σει οι απόστολοι στην Εκκλησία. Για τον Ιγνάτιο, έξω από τα γραπτά κείμενα των Γραφών δεν υπήρχε άλλη παράδοση της Χρι­στιανικής αληθείας. Η προτροπή του στους αναγνώστες των επι­στολών του είναι να προσηλωθούν αποκλειστικά στα κείμενα των προφητών και μάλιστα στο Ευαγγέλιο, «προσέχειν τοις προφήταις εξαιρέτως δέ τώ εύαγγελίω». Τα ιερά αρχεία τής πίστης και της ζωής του, μας ομολογεί ο Ιγνάτιος, ήταν οι γραπτές δι­δασκαλίες της Καινής Διαθήκης, «... εμοί δέ αρχεία ο σταυρός αυτού και ο θάνατος και η ανάστασις και η πίστις η δι' αυτού.......

Καμιά απολύτως νύξη για προφορικές παραδόσεις ή για άγραφα δόγματα. Στις δογματικές συζητήσεις του με τους «αντιλέγοντας», ο Ιγνάτιος αντλούσε τα επιχειρήματα του μόνο από την πηγή «Γέγραπται». Για τον τότε Επίσκοπο Αντιοχείας δεν υπήρχε άλλος δεύτερος κανόνας αλήθειας εκτός από τις Γραφές «... και λέγοντος μου αυτοίς ότι γέγραπται απεκρίθησαν μοι ότι πρόκειται...»

Στο θέμα, εξάλλου, της σωτηρίας του ανθρώπου, ο Ιγνάτιος μένει κατά γράμμα πιστός στη διδασκαλία της γραπτής παράδοσης των αποστόλων επαναλαμβάνοντας στους Εφεσίους ανα­γνώστες του τα όσα ακριβώς είχε γράψει στην ίδια εκκλησία «ο ηγιασμένος και μεμαρτυρημένος και αξιομακάριστος Παύλος».

Προς Εφεσίους Ιγνάτιος
IX. «... η δέ πίστις υμών αναγωγεύς, η δέ αγάπη οδός η άναφέρουσα εις τόν θεόν».
XIII. «ουδέ λανθάνει ημάς, εάν τελείως εις Χριστόν Ίησουν έχητε τήν πίστιν και την αγάπην, ήτις εστί αρχή ζωής και τέλος, αρχή μέν πίστις, τέλος δέ αγάπη, τά δέ δύο έν ένότητι γενόμενα θεός εστίν τά δέ αλλά πάντα εις καλοκαγαθίαν ακόλουθα εστίν». '

Η πίστη, μας λέγει ο Ιγνάτιος, είναι η αρχή και το μέσον της δικαιώσεώς μας με το Θεό και όχι τα έργα. Η πίστη προη­γείται τα καλά έργα ακολουθούν, σαν απόδειξη της Σωτηρίας.

Η διδασκαλία λοιπόν του Ιγνάτιου είναι ή έξης:

Πρώτο: Οι Γραφές είναι ο μόνος και ο ασφαλής κανόνας της αλήθειας που πρέπει να διέπει την πίστη και τη ζωή του Χρι­στιανού.

Δεύτερο: Τα αρχεία της Χριστιανικής αλήθειας βρίσκονται όλα στους προφήτες και μάλιστα στο Ευαγγέλιο, όπου αποκαλύ­πτεται το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, το νόημα του σταυρικού θανάτου και της ανάστασης Του καθώς και η στο Χριστό σώζουσα πίστη. Ο Ιγνάτιος δεν γνωρίζει τίποτε απολύ­τως για άγραφα αποστολικά αρχεία.

Τρίτο: Το μέσο της σωτηρίας του ανθρώπου είναι η πίστη, η πίστη συνδέει τον άνθρωπο με το Θεό. Τα «καλά έργα» ακολουθούν σαν το αποτέλεσμα της Σωτηρίας, «τά δέ αλλά πάντα είς καλοκαγαθίαν ακόλουθα εστίν».

ΠΑΠΙΑΣ ΙΕΡΑΠΟΛΕΩΣ

Πληροφορίες για το πρόσωπο του Παπία, επισκόπου Ιεραπόλεως, διασώζονται σκόρπιες στα γραπτά εκκλησιαστικών συγ­γραφέων και ιδιαίτερα στα συγγράμματα του Ειρηναίου και του ιστορικού Ευσέβιου. Η ακριβής περίοδος της ζωής του Παπία έχει υποκινήσει αρκετές συζητήσεις μεταξύ των νεότερων ιστορι­κών, αλλά δε νομίζουμε ότι κάνουμε βαρύ λά­θος προσδιορίζοντας τη μεν γέννηση του μεταξύ του 70-75 μ.Χ. το δε θάνατο του περί το 150-155 μ.Χ.

Κατά τον Ειρηναίο, ο Πάπιας άκουσε τον απόστολο Ιω­άννη να διδάσκει, κι επίσης διατηρούσε στενές πνευματικές σχέ­σεις με τον Πολύκαρπο. Μολαταύτα, ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος αντικρούει την πρώτη πληροφορία του Ειρηναίου, ότι δηλαδή ο Πάπιας είχε ακούσει τον Ιωάννη, επικαλούμενος στο σημείο αυτό τη γραπτή μαρτυρία του ίδιου του Παπία. Οι ιστορικές πηγές δεν κάνουν κανένα υπαινιγμό που να γεννά την ελάχιστη υποψία ως προς την ηθική ευθύτητα του Παπία, ως προς τη διανοητική του όμως ικανότητα, ο Ευσέβιος τον χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο περιορισμένης μόρφωσης και κρίσης.

Ο Παπίας έγραψε ένα πεντάτομο ερμηνευτικό έργο με τίτλο «Λογίων Κυριακών Εξηγήσεις». Το έργο αυτό δεν επέζησε, ότι γνωρίζουμε από το περιεχόμενο του έχει διασωθεί σε απο­σπάσματα που καταχωρούν στα έργα τους οι Ειρηναίος και Ευσέβιος.

Ένα από τα αποσπάσματα πού έχουν διασωθεί είναι και ο παρακάτω πρόλογος των εξηγήσεων του Παπία:

«Ούκ οκνήσω δέ σοι και όσα ποτέ παρά τών πρεσβυτέρων καλώς εμαθον και καλώς εμνημόνευσα, συγκατατάξαι ταις ερμηνείαις διαβεβαιούμενος υπέρ αύτων αλήθειαν. Ού γαρ τοις τά πολλά λέγουσιν εχαιρον ώσπερ οι πολλοί, αλλά τοις τ' αληθή διδάσκουσιν, ουδέ τοις τάς αλλότριας εντολάς μνημονεύουσιν, αλλά τοις τάς παρά Κυρίου τη πίστει δεδομένας και απ' αύτης παραγινομένας της αλη­θείας· ει δέ που και παρακολουθηκώς τις τοις πρεσβυτέροις ελθοι, τους τών πρεσβυτέρων ανέκρινον λόγους, τι Ανδρέας ή τι Πέτρος είπεν ή τι Φίλιππος ή τι Θωμάς η Ιάκωβος ή τι Ιωάννης ή Ματ­θαίος ή τις έτερος τών του Κυρίου μαθητών α τε Αριστίων και ο πρεσβύτερος Ιωάννης, του Κυρίου λέγουσιν ού γάρ τά έκ τών βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον όσον τά παρά ζώ­σης φωνής και μενούσης».

Ο τίτλος πού φέρει το έργο του Παπία «Λογίων Κυριακών Εξηγήσεις» μαρτυρεί ότι το περιεχόμενο του συγγράμματος αυτού ήταν ερμηνεία, ανάλυση και όχι «λόγια», διήγησης. Εδώ λοιπόν, ο Παπίας, δεν μιλά για τη σύνταξη κάποιας νέας Ευαγγελικής αφήγησης, αλλά για ερμηνεία γραπτής αφήγησης πού ήδη υπήρχε, συγκεκριμένα της ερμηνείας των Ευαγγελίων. Στην τε­λευταία φράση του παραπάνω προλόγου του, «ου γάρ τά έκ τών βιβλίων τοσούτον μέ ώφελείν υπελάμβανον όσον τά παρά ζώσης φωνής και μενούσης», ο Παπίας συγκρίνει όχι τη γραπτή παράδοση, «Κυριακά λόγια» μέ την προφορική παράδοση, άλλα συγ­κρίνει τη δική του ερμηνεία επί των Ευαγγελίων με τις τότε κυκλοφορούσες άλλες γραπτές ερμηνείες.

Όσο για τα επίσημα κείμενα των Ευαγγελίων, ιδού πώς εκφράζεται ο Παπίας:

«Και τουθ' ο πρεσβύτερος έλεγεν. Μάρκος μέν ερμηνευτής Πέτρου γενόμενος, όσα εμνημόνευσεν, ακριβώς έγραψεν, ού μέντοι τάξει, τα υπό του Κυρίου η λεχθέντα η πραχθέντα. ούτε γάρ ήκουσεν του Κυρίου ούτε παρηκολούθησεν αύτω, ύστερον δε, ως εφην, Πέτρω ος προς τάς χρείας έποιείτο τάς διδασκαλίας, άλλ' ούχ ώσπερ σύνταξιν τών Κυριακών ποιούμενος λογίων, ώστε ουδέν ήμαρτεν Μάρκος ού­τως ένια γράψας ως άπεμνημόνευσεν. Ενός γάρ εποιήσατο πρόνοιαν, του μηδέν ών ήκουσεν παραλιπείν η ψεύσασθαί τι έν αυτοίς». «Περί δε του Ματθαίου ο Παπίας, ταύτ' είρηται. Ματθαίος μέν ούν Εβραΐδι διαλέκτω τα λόγια συνετάξατο, ηρμήνευσεν δι' αυτά ως ην δυνατός έκαστος».

Αυτές οι πεποιθήσεις του Παπία, ότι τα Ευαγγέλια είναι πλήρεις και αξιόπιστες αφηγήσεις «Κυριακά Λόγια» αυτόπτων μαρτύρων της ζωής του Κυρίου, αποκλείει την υπόθεση ότι ο αρχαίος αυτός Πατέρας έδινε μεγαλύτερη προσοχή στις προφορικές παραδόσεις παρά στις γραπτές, «ενός γάρ Μάρκος εποιήσατο πρόνοιαν, του μηδέν ων ήκουσεν παραλιπείν η ψεύσασθαι έν αυτοίς». Κι αν ακόμα δεχτούμε τη γνώμη του ιστορικού της Εκκλησίας Ευσέβιου, ότι ο Παπίας «σφόδρα σμικρός ην τον νουν» δεν πιστεύουμε πως η μικρότητα του νου του έφθανε μέχρι τέτοιου σημείου ώστε ν' αποδίδει μεγαλύτερη αξιοπιστία στο τι άκουσε να επαναλαμβάνει προφορικά κάποιος άλλος, για όσα είπε ο Ματθαίος ή ο Μάρκος παρά στην κατ' ευθείαν γραπτή αφήγηση του Ματθαίου ή του Μάρκου.

Φανερό λοιπόν είναι, ότι η φράση του Παπία «ού γάρ έκ τών βιβλίων τοσούτον με ωφελείν υπελάμβανον όσον παρά της ζώσης φωνής και μενούσης» δεν αφορά τα επίσημα Ευαγγελικά κείμενα, αλλά τις πολύτομες ερμηνευτικές εργασίες της παράταξης των Γνωστικών τις όποιες συγκρίνει με τις δικές του «Εξηγήσεις», που, καθώς ισχυρίζεται, οι τελευταίες στηρίζονται σε ορισμένες διδασκαλίες που άκουσε από γνώριμους των Αποστόλων. (Ο Ιστορικός Ευσέβιος μας πληροφορεί ότι διάβασε τις «Εξηγή­σεις» του Παπία και κρίνει ότι όσα ισχυρίζεται ο Παπίας ότι άκουσε από γνωρίμους των αποστόλων είναι μύθοι).

Το συμπέρασμα της αναφοράς του Παπία είναι ότι η πηγή της Χριστιανικής πίστης βρίσκεται στην αποστολική μαρτυρία που γράφτηκε στα ευαγγελικά κείμενα και που για ένα χρονικό διάστημα είχε παραμείνει στην προσωπική μνήμη των πρεσβυτέρων.

ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Το γραπτό που φέρει τον παραπάνω τίτλο, ανακάλυψε το 1875, ο Έλληνας επίσκοπος Βρυέννιος, στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινουπόλεως. Το έργο ήταν γνωστό στον ιστορικό της Εκκλησίας Ευσέβιο καθώς και σε διάφορους άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως λ. χ. στον Κλήμεντα, επίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος παραθέτει απόσπασμα της «Διδαχής» χαρακτηρίζοντας το κείμενο ως «γραφαί».

Ονομαστοί κριτικοί των κειμένων μας λένε ότι η σύνταξη της Διδαχής των Αποστόλων ανάγεται σε αρχαιότατη Χριστιανική εποχή, κι επίσης ότι το κείμενο της περιλαμβάνει τη μορφή της κατήχησης που έπαιρναν οι νεοπροσύλητοι της εποχής εκείνης πριν από το βάπτισμα τους. Θεωρείται συνεπώς γραπτό μνημείο σημαντικής αξίας ιδιαίτερα για την ιστορία των τότε εκκλησιαστικών εστιών.

Ως τόπος συντάξεως της Διδαχής υποδεικνύεται η Παλαιστίνη μάλλον παρά η Αίγυπτος. Σχετικά με τη χρονολογία του γραπτού οι γνώμες των περισσοτέρων ειδικών κυμαίνονται μεταξύ του 80-120 μ. Χ.

Βέβαια, αν διαβάσουμε τι λέει η Διδαχή των αποστόλων σχετικά με το βάπτισμα στο νερό, θα καταλάβουμε ότι όσο αρχαίο κι αν είναι ένα γραπτό, αν δεν είναι θεόπνευστο, περιέχει σοβαρότατα λάθη:

VII. «Περί δέ του βαπτίσματος, ούτω βαπτίσατε· ταύτα προειπόντες βαπτίσατε εις τό όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος έν ύδατι ζώντι.2. έάν δέ μή έχης ύδωρ ζών, είς άλλο ύδωρ βάπτισον ει δ' ού δύνασαι έν ψυχρώ, έν θερμω3. εάν δέ αμφότερα μή εχης, έκχεον είς τήν κεφαλήν τρίς ύδωρ εις όνομα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος4. πρό δέ του βάπτισματος προνηστευσάτω ό βαπτίζων και ό βαπτιζόμενος και ει τίνες άλλοι δύνανται, κελεύεις δέ νηστεύσαι τόν βαπτιζόμενον πρό μιας ή δύο».

ΒΑΡΝΑΒΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Η Επιστολή Βαρνάβα θεωρείται γραπτό πανάρχαιας προέλευσης, η δε σύνταξή της έχει αποδοθεί, ιδίως από τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας, στον Βαρνάβα, συνοδό του αποστόλου Παύλου. Μνεία της επιστολής κάνουν ο Ιγνάτιος και ο Ειρηναίος.

Η χρονολογία της συγγραφής της επιστολής αυτής έχει προσδιοριστεί μεταξύ του 70-110 μ.Χ., το γεγονός μάλιστα ότι αποτελεί παράρτημα του ξακουστού Σιναϊτικού Κώδικα (4ος αιώνας) αφήνει την υποψία ότι υπήρξε εποχή που διεκδικούσε θέση μεταξύ των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης.

Μολονότι οι σύγχρονοι κριτικοί των κειμένων αμφισβητούν σοβαρά την προέλευση της από το Βαρνάβα, ακόλουθο και συνεργάτη του Παύλου, εντούτοις, η επιστολή δεν θεωρείται ότι ανήκει στην κατηγορία πλαστού έργου. Ο συγγραφεύς εκφράζεται σαν ένας ταπεινός και ευσεβής Χριστιανός ο όποιος έγραψε για να κατηχήσει τους αναγνώστες του και να τους οικοδόμηση στην πίστη του Χριστού.

Το κύριο θέμα της επιστολής Βαρνάβα είναι να δείξει τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης στη Νέα Οικονομία. Ψέγει τους Ιουδαίους διότι παρεξηγούν το Νόμο και τους προφήτες κι επιμένει ότι η περιτομή, το Σάββατο, οι διακρίσεις φαγητών και λοιποί θεσμοί της Παλαιάς Διαθήκης δεν γράφτηκαν για να τηρηθούν κατά γράμμα το νόημα τους είναι αποκλειστικά μυστικό και πνευματικό.

Ο Χρήστος Ανδρούτσος, καθηγητής της Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γράφει σχετικά με τον κανόνα της Αγίας Γραφής:

«Ο κανόνας της Γραφής είναι αίνιγμα άλυτο κατά τας Προτε­σταντικάς αρχάς. Τίνα δηλαδή είναι τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής, οι μεν Ορθόδοξοι και οι Δυτικοί παραλαμβάνουν ασφαλώς παρά της αλάθητου εκκλησιαστικής παραδόσεως. Αλλά οι Διαμαρτυρόμενοι αποτεμόντες τον δεσμόν τούτον προς την παράδοσιν, και μόνην την Γραφήν ως την μόνην αυθεντίαν κηρύττοντες, μάτην πειρώνται να έξεύρωσι βάσιν τινά έφ' ης να εμπεδώσωσι το επί της άμμου δογματικόν αυτών σύστημα».

Και συνεχίζει:

«Τον κανόνα τής Γραφής παρέλαβον οι Διαμαρτυρόμενοι εκ της εκκλησιαστικής παραδόσεως».

Ιδού με άλλα λόγια, τι μας πληροφορεί ο κ. Ανδρούτσος σχε­τικά με τον κανόνα της Αγίας Γραφής:

Ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει τον κανόνα της Γραφής όπως τον παρέλαβε «από την αλάθητη εκκλησιαστική παράδοση», ενώ οι Διαμαρτυρόμενοι, στηρίζοντας το δόγμα της πίστης τους αποκλειστικά στις Γραφές, αλλά αρνούμενοι την παράδοση, έχουν το δογματικό τους σύστημα στερεωμένο στην άμμο.

Ότι οι Διαμαρτυρόμενοι, αν και αποδοκιμάζουν την παράδοση, ωστόσο από την παράδοση, έχουν παραλάβει το στήριγμα της πίστης τους, δηλαδή τα κανονικά βιβλία της Γραφής.

Αυτό όμως δεν είναι ιστορικά αλήθεια, γιατί αν και ο κ. Ανδρούτσος γράφει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία «παραλαμβάνει ασφα­λώς (τον κανόνα της 'Αγιας Γραφής) από την αλάθητη εκκλη­σιαστική παράδοση», όμως ή εκκλησιαστική παράδοση δεν έχει παραδώσει κανένα συγκεκριμένο κι' αναγνωρισμένο κανόνα, ούτε των βιβλίων της Παλαιάς ούτε τής Καινής Διαθήκης. Πόσα, δηλαδή, και ποια είναι τα κανονικά, θεόπνευστα, βιβλία τής Γρα­φής, αυτό για την εκκλησιαστική παράδοση παραμένει μέχρι σήμερα ένα πρόβλημα σκοτεινό και άλυτο, πάνω στο όποιο τό­σο οι αναγνωρισμένες τοπικές Σύνοδοι όσο και οι εκκλησια­στικοί Πατέρες και συγγραφείς έχουν εκφράσει ασυμφωνίες και αντιφάσεις.

Και ιδού ένα μόνο μέρος του άλυτου προβλήματος:

Σχετικά με τον κανόνα τής Παλαιάς Διαθήκης.

Στον Εβραϊκό κανόνα που περιλαμβάνει τα 39 κανονικά βι­βλία,
Η Σύνοδος της Λαοδικείας, (360 μ.Χ.), προσθέτει το βιβλίο «Βαρούχ».
Η Σύνοδος της Καρθαγένης (419 μ.Χ.), αφαιρεί το βιβλίο «Βαρούχ» που είχε εγκρίνει ή προηγούμενη Σύ­νοδος και αντί αυτού προσθέτει τα βιβλία «Τωβίας» και «Ιουδήθ».
Οι 85 Αποστολικοί Κανόνες, αφαιρούν από τον κανόνα τα βιβλία «Τωβίας» και «Ιουδήθ», που είχε επικυρώσει η Σύνοδος της Καρθαγένης, προσθέτουν το βιβλίο «Βαρούχ» που απέρ­ριψε η ίδια Σύνοδος, κι' επίσης προσθέτουν σαν κανονικά τρία νέα βιβλία, τα «Μακκαβαίων Ι, II και III».
Ο Μέγας Αθανάσιος (397), δεν δέχεται τα Βιβλία των Μακκαβαίων σαν κανονικά και εγκρίνει το βιβλίο Βαρούχ.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (394) απορρίπτει σαν μη κανονικά τα βιβλία Βαρούχ, Τωβίας, Ιουδήθ και Μακκαβαίων Ι, II, III, τα οποία είχαν αναγνωρίσει σαν κανονικά οι προηγούμενες Σύνοδοι και οι 85 Αποστολικοί Κανόνες.
Η Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ επί Δοσιθέου εγκρίνει τον κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας και επί πλέον προσθέτει τα βιβλία «Ιουδήθ», «Τωβίας», «Ιστορία Δράκοντος», «Ιστορία Σωσσάνης», και «Σοφία Σειράχ», κ.ο.κ.

Σχετικά με τον Κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.

Η Σύνοδος της Λαοδικείας, δεν αναγνωρίζει σαν θεόπνευστο το βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη.
Η Σύνοδος της Καρθαγένης, ακυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Λαοδίκειας, και αναγνωρίζει σαν κανονικό το βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη.
Οι 85 Αποστολικοί Κανόνες, δεν αναγνωρίζουν την Αποκάλυψη του Ιωάννη σαν κανονικό βιβλίο και αντί αυτού προσ­θέτουν στον Κανόνα δύο επιστολές του Κλήμεντα Ρώμης και τις Διαταγές Επισκόπων.
Ο Μέγας Αθανάσιος, αναγνωρίζει το βιβλίο της Αποκάλυψης μεταξύ των κανονικών θεόπνευστων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, ενώ απορρίπτει τις δύο Επιστολές του Κλήμεντα και τις Διαταγές των Επισκόπων, διαφωνώντας έτσι και με τη Σύνοδο της Λαοδικείας και με τους 85 Αποστολικούς Κανόνες.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, απορρίπτει το βιβλίο της Αποκάλυψης σαν θεόπνευστο.
Ευσέβιος, ο ιστορικός της Εκκλησίας, (260-340) μας γνω­ρίζει περιληπτικά, τη γνώμη της Εκκλησίας του 4ου αιώνα μ.Χ. σχετικά με τον κανόνα των βιβλίων της Γραφής και αναφέ­ρει μεταξύ των «αντιλεγομένων» τις Επιστολές: Ιακώβου, Ιού­δα, Β' Πέτρου, Β' και Γ' Ιωάννη και πιθανώς την Αποκάλυψη.

Αυτές οι ανοιχτές συγκρούσεις των Παραδόσεων με τις Πα­ραδόσεις, συγκρούσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα μεταξύ των ορθοδόξων θεολόγων, κάθε άλλο παρά υποστηρίζουν τα λεγόμενα του Ανδρούτσου, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία «παρα­λαμβάνει (τον κανόνα της Γραφής) ασφαλώς παρά της αλάθητου εκκλησιαστικής παραδόσεως».

Είναι λοιπόν ο Κανόνας της Γραφής ένα «αίνιγμα άλυτον» όχι για τους Διαμαρτυρόμενους επειδή αυτοί κατέχουν καθορισμένο και συγκεκριμένο κανόνα, άλλα είναι αίνιγμα άλυτο για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Αυτές οι ιστορικές μαρτυρίες ανατρέπουν επίσης και το άλλο συμπέρασμα του Ανδρούτσου, ότι «τον κανόνα της Γραφής παρέλαβαν οι Διαμαρτυρόμενοι εκ της εκκλησιαστικής παραδό­σεως». Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται να υπενθυμίσουμε το «ούκ αν λάβης παρά του μη έχοντος». Οι Διαμαρτυρόμενοι δεν παρέλαβαν τον κανόνα της Γραφής από την εκκλησιαστική παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας για τον απλούστατο λόγο ότι, καθώς δείξαμε, η καλούμενη «παράδοση» δεν κατόρθωσε μέχρι σήμερα να προσδιορίσει και να υιοθέτηση συγκεκριμένο κανόνα της Αγίας Γραφής. Διότι ούτε καμία Οι­κουμενική Σύνοδος θέσπισε πόσα και ποια πρέπει να είναι τα βιβλία του κανόνα, ούτε οι Τοπικές Σύνοδοι που απασχολήθη­καν με το θέμα του Κανόνα κατέληξαν μεταξύ τους σε ομοφω­νία, ούτε ακόμα οι σύγχρονοι συνήγοροι των παραδόσεων εκ­φράζουν στο θέμα του Κανόνα αρμονικές απόψεις.

Αντίθετα προς τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις των πα­ραδόσεων οι Διαμαρτυρόμενοι είχαν ανέκαθεν συγκεκριμένο κανόνα των βιβλίων της Γραφής με όλα τα διαπιστευτήρια της αξιοπιστίας και της αυθεντικότητας του.

Σχετικά με τον κανόνα τής Παλαιάς Διαθήκης

Είναι γνωστό ότι οι Διαμαρτυρόμενοι δέχονται τον επίσημο Εβραϊκό κανόνα με τα 39 καθορισμένα βιβλία του, όπως παραδόθηκε από τους Εβραίους, οι όποιοι φύλαξαν με πι­στότητα τον κανόνα αυτό επί δέκα τουλάχιστον αιώνες χωρίς να διεκδικήσουν το προνόμιο του αλάθητου. Ο επίσημος αυ­τός κανόνας τελειώνει στο βιβλίο του προφήτη Μαλαχία και πε­ριλαμβάνει τα βιβλία που στη μαρτυρία τους τόσον Ο Κύριος Ιησούς όσο και ο απόστολος Παύλος θεμελίωσαν το Χριστια­νικό κήρυγμα και τη διδασκαλία τους. Είναι μάλιστα άξιο προ­σοχής άτι ούτε ο Κύριος ούτε οι απόστολοι κατάφυγαν έστω και μία φορά στις μαρτυρίες των βιβλίων που μας είναι γνωστά σαν «Απόκρυφα» ή «Αναγιγνωσκόμενα». Τη γνησιότητα του κανόνα των 39 βιβλίων που δέχονται οι Διαμαρτυρόμενοι, την υποστήριζαν και άνδρες όπως ο Φίλων, ο Ιώσηπος, ο Ωριγένης, ο Ιερώνυμος κ. α. που καταδίκασαν κάθε προσθήκη στον κανόνα αυτό άλλου βιβλίου ξένου προς τον Εβραϊκό Κα­νόνα.

Σχετικά με τον κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.

Όταν ερευνάμε το θέμα της διαμόρφωσης του κανόνα της Καινής Διαθήκης, δηλαδή του καταλόγου που περιλαμβάνει τα θεόπνευστα βιβλία της Χριστιανικής αποκάλυψης, πρέπει να έχουμε υπόψη τα έξης δύο βασικά γεγονότα:

Πρώτο, ότι με την αναχώρηση και του τελευταίου αποστόλου από τη ζωή, η Οικουμενική Εκκλησία, το Σώμα του Χρίστου, ήδη είχε τα γρα­πτά που είχαν συντάξει οι απόστολοι. (Με τον όρο «Οικουμενική Εκκλησία» δεν εννοούμε κανένα από τους γνωστούς κλάδους της Χριστιανοσύνης, αλλά την Εκκλησία σαν σώμα Χρίστου, στην πνευματική του ενότητα, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος (Εφεσ.α:23, ε:30 κλ.).

Δεύτερο, ότι τα γραπτά αυτά, σαν θεόπνευστα που είναι, φέρουν όλα τα διακρι­τικά γνωρίσματα της αυθεντικότητας και της αξιοπιστίας τους. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι θεμελιώδους σημασίας και χρειάζεται να τις λάβουμε οπωσδήποτε υπόψη, αν θέλουμε να εννοήσουμε σωστά το φαινόμενο του Κανόνα της Και­νής Διαθήκης.

Η πρώτη προϋπόθεση:

Είναι αλήθεια ότι κάθε τοπική εκκλησία, λ.χ. των Κοριν­θίων ή των Εφεσίων, δεν είχε απ' την αρχή ολόκληρο τον κανόνα των βιβλίων τής Καινής Διαθήκης. Όμως, το ση­μαντικό γεγονός ήταν ότι ή Εκκλησία του Χριστού, σαν οικουμενικό σώμα, είχε εξαρχής στους κόλπους της όλα τα αποστολικά γραπτά που αργότερα αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη. Η απόκτηση των γραπτών αυτών κι' από την καθεμία τοπική εκκλησία χωριστά, ήταν ζήτημα που έλαβε βαθμιαία λύση δια μέσου της πνευματικής επικοινωνίας των κατά τόπους εκκλησιών, στις οποίες οι απόστολοι απηύθυναν τα θεόπνευστα γραπτά τους. Καθώς μάλιστα μαθαίνομε, ο ίδιος ο απόστολος Παύλος εν­θάρρυνε αυτού του είδους την πνευματική επικοινωνία και την υπέδειξε, όταν έδωσε εντολή στην εκκλησία των Κολοσσαέων ν' ανταλλάξει την επιστολή που τους έστειλε μ' αυτή που έστειλε στους Λαοδικείς.

«και αφού αναγνωσθή μεταξύ σας η επιστολή, κάμετε να αναγνωσθή και εν τη εκκλησία των Λαοδικέων, και την εκ Λαοδικείας να αναγνώσητε και σεις» (Κολ.δ:16).

Κατά τον ίδιο τρόπο, η εκκλησία της Κορίνθου έπρεπε ν' ανταλλάξει την επιστολή της με αυτή της εκκλησίας της Ρώ­μης κ.ο.κ. Τα εδάφια που παραθέτουν από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου ο Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος, Ιγνάτιος, κι άλλοι αποστολικοί Πατέρες, αποδεικνύουν το γεγονός ότι μία συλλογή των επιστο­λών του Παύλου υπήρχε στα αρχεία των εκκλησιών της Ιταλίας, της Μ. Ασίας και της Συρίας από την τελευταία ακόμη περίοδο του πρώτου μ.Χ. αιώνα. Εξάλλου ο περίφημος «Μουρατόρειος Κανόνας» - αρχές 2ου μ.Χ. αιώνα - που κατά γενική ομολογία περιλαμβάνει τον αρχαιότερο κατάλογο των βιβλίων του κανό­να - αριθμεί σαν κανονικά τα: 4 Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Απο­στόλων, τις 13 επιστολές του Παύλου, δύο επιστολές του Ιωάν­νη, μία του Ιούδα, και την Αποκάλυψη. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ανάλογα με τις τότε δυνατότητες επικοινωνίας των κατά τόπους αδελφών εκκλησιών, το μεγαλύτερο μέρος του σημε­ρινού κανόνα της Καινής Διαθήκης είχε ήδη συγκροτηθεί από τις αρχές του 2ου μ.Χ, αιώνα, πολύ πιθανόν δε ακόμη νωρίτερα, χωρίς την απόφαση καμιάς επίσημης ή ανεπίσημης εκκλησια­στικής αρχής, παρά μόνον βάσει των πνευματικών σχέσεων και της ανταλλαγής των αποστολικών γραπτών μεταξύ των εκκλησιών.

Το πρωταρχικό ζήτημα που απασχόλησε, απ' την αρχή, τη μεταποστολική Εκκλησία ήταν πώς όλα τα γνήσια απο­στολικά κείμενα που ήδη κατείχε η Νύμφη Χρίστου, θα διαμοιράζονταν ανάμεσα στις κατά τόπους εκκλησίες, ώστε εκείνο που ανήκει σε όλους, να το έχει καθεμία χωριστά.

Ο κανόνας τής Καινής Διαθήκης, δεν έχει διαμορφωθεί από μεταγενέστερες διατάξεις της Εκκλησιαστικής Παράδοσης, ούτε είναι το αποτέλεσμα της μιας ή της άλλης Συνοδικής απόφασης. Τη μορφή του ο κανόνας τής Καινής Διαθήκης την πήρε μέσα από την πνευματική επικοινωνία που διατηρούσαν μετα­ξύ τους οι κατά τόπους διασκορπισμένες εκκλησίες. Όσο για τη μεταποστολική εκκλησία, αυτή δεν καθόρισε τίποτε για τον Κανόνα τής Καινής Διαθήκης, απλά αναγνώρισε και αποδέχτηκε ένα γεγονός που ήδη υπήρχε εξαρχής.

Η δεύτερη προϋπόθεση:

Τα αποστολικά γραπτά έχουν όλα τα διακριτικά γνωρίσματα της ηλικίας, τής αυθεντικότητας και της αξιοπιστίας τους.

Το προνόμιο του αλάθητου, θα ήταν απαραίτητο στην Ορθόδοξη Εκκλησία αν είχε την αποστολή να θεσπίζει νέα δόγματα, όπως οι απόστολοι που έπρεπε να ήταν κάτοχοι του αλάθητου, ώστε να καταχωρήσουν τα δόγματα της Σωτηρίας στα κεί­μενα της Καινής Διαθήκης, δίχως παραλείψεις ή πλάνες.

Εφόσον όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία διατείνεται ότι δεν θεσπίζει νέα δόγματα αλλά «φυλάττει τα εξαρχής παραδοθέντα», δεν δη­μιουργείται καμία ανάγκη να διεκδικεί το προνόμιο του αλάθητου. Οι Εβραίοι φύλαξαν με σχολαστική πιστότητα τα δόγματα του Νόμου και τα Βιβλία τής Π. Διαθήκης χωρίς ποτέ να διεκδικήσουν το προνόμιο του αλάθητου. Ούτε ο απόστολος Παύλος ανακήρυξε τον Τιμόθεο σαν αλάθητο όταν του παρήγγειλε να φυλάει «την καλήν παρακαταθήκην».

Το αλάθητο είναι προνόμιο εντελώς περιττό στον φύλακα ενός γραπτού ή ενός δόγματος.

Η άλλη δικαιολογία που προβάλλουν οι οπαδοί των παρα­δόσεων κατά την οποίαν το αλάθητο τής Ορθόδοξης Εκκλη­σίας είναι αναγκαίο σαν η απαραίτητη προϋπόθεση για την αυ­θεντική και ακριβή ερμηνεία των Γραφών, αποδεικνύεται δικαιο­λογία τελείως αβάσιμη επειδή προσκρούει στις ίδιες τις Γραφές. Γνωρίζουμε φυσικά ότι, σαν αποκάλυψη από Θεού, οι Γραφές δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν και να ερμηνευτούν παρά με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος (Α΄Κορ.β:10). Χωρίς την οδηγία του Πνεύματος, ή Χριστιανική αποκάλυψη είναι ακατανόητη στον άνθρωπο και η ερμηνεία της ολωσδιόλου παρεξηγημένη.

«Ο φυσικός όμως άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· διότι είναι μωρία εις αυτόν, και δεν δύναται να γνωρίση αυτά, διότι πνευματικώς ανακρίνονται» (Α΄Κορ.β:14).

Το προνόμιο όμως της οδηγίας του Πνεύματος δεν το έ­χει αποκλειστικά η Οικουμενική Σύνοδος. Σύμφωνα με τις διαβε­βαιώσεις των Γραφών το 'Αγιο Πνεύμα χορηγείται στον καθένα πιστό χωριστά.

Ιδού οι διαβεβαιώσεις:

«Είναι γεγραμμένον εν τοις προφήταις· Και πάντες θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Θεού. Πας λοιπόν, όστις ακούση παρά του Πατρός και μάθη, έρχεται προς εμέ» (Ιωάν.ς:45).

«αλλά τούτο είναι το ρηθέν διά του προφήτου Ιωήλ· Και εν ταις εσχάταις ημέραις, λέγει ο Θεός, Θέλω εκχέει από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και θέλουσι προφητεύσει οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας, και οι νεανίσκοι σας θέλουσιν ιδεί οράσεις, και οι πρεσβύτεροί σας θέλουσιν ενυπνιασθή ενύπνια· και έτι επί τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις θέλω εκχέει από του Πνεύματός μου, και θέλουσι προφητεύσει» (Πράξ.β:16-18).

Ο απόστολος Παύλος αναγνωρίζει το γεγονός ότι ο πιο απλός πιστός εν Χριστώ είναι ναός του Αγίου Πνεύ­ματος, (ή δεν εξεύρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος του εν υμίν, το οποίον έχετε από Θεού, και δεν είσθε κύριοι εαυτών; - Α' Κορ.ς:19), προσεύχεται μάλιστα για τους πιστούς γενικά, να τους εμπλουτίσει ο Θεός με το πνεύμα «της σοφίας και της αποκαλύψεως» (Εφες.α:17), με «το πλήρωμα της πνευματικής γνώσης» (Κολ.α:9), και ζητά τη συμμετοχή του κάθε πιστού «εις όλους τους θησαυρούς της σοφίας και της γνώσεως» που «είναι κρυμμένοι εν τω Χριστώ» (Κολ.β:3).

Ο απόστολος Ιωάννης, εξάλλου, συγχαίρει όλα τα παιδιά Θεού επειδή πήραν «το χρίσμα του Πνεύματος που τους φανερώνει τα πάντα» (Α' Ιωάν.β:20, 27).

Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα παραμερίσουμε τις τόσες διαβεβαιώσεις του Θεού και θα περιμένουμε από άλλους ανθρώπους να μας επιβά­λουν αυτοί τι και πώς να πιστεύουμε; Μήπως λέει ψέματα ο Θεός όταν, όπως είδαμε, βεβαιώνει ότι διά του πνεύματος Του φανε­ρώνει στον κάθε πιστό όλη την αλήθεια της Σωτηρίας;

Αν είμαστε βέβαιοι πώς ο Θεός δεν λέει ψέματα, γιατί τότε είμαστε πάν­τοτε έτοιμοι να εμπιστευόμαστε στα δόγματα ανθρώπων και να δυσπιστούμε στο λόγο του ζωντανού Θεού;
Δεν εννοούμε φυσικά ότι όλα τα τμήματα και τα εδάφια των Γραφών ερμηνεύονται με την ιδία πάντοτε ευκολία και ακρίβεια. Ο απόστολος Πέτρος, λ.χ. προειδοποιεί ότι στις επιστολές του Παύλου «είναι τινά δυσνόητα»" σπεύδει όμως να εξηγήσει ότι τα δυσνόητα των Γραφών διαστρεβλώνονται από τους αμαθείς και αστήρικτους (Β' Πέτρ.γ:15). Αυτό σημαίνει ότι όσοι είναι καταρτισμένοι στο λόγο του Θεού και αληθινοί μαθητές του Χρίστου (εννοείται πώς δεν υπάρχει ανάγκη να είναι μόνον «κληρικοί») αυτοί, με τη βαθμηδόν βοήθεια του Πνεύματος, μπορούν να καταλάβουν κι' αυτά ακόμη τα δυσνόητα εδάφια των Γραφών.

Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι ο Κύριος Ιησούς ευχαρίστησε τον Πατέρα επειδή η γνώση του μυστηρίου της πίστης έμεινε κρυμμένη απ' όσους θεωρούν τους εαυτούς τους πολυμαθείς, για να φανερωθεί στους μωρούς και τα­πεινούς;

«Ευχαριστώ σοι, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά εις νήπια· ναι, ω Πάτερ, διότι ούτως έγεινεν αρεστόν έμπροσθέν σου» (Λουκ.ι:21).

Σίγουρα, ο Κύριος δεν χαρακτηρίζει σαν «νήπια» μόνο τους γίγαντες της θεολογίας που συνήλθαν στις Οικουμενικές Συνόδους, αλλά μιλάει για τα «μωρά», τους απλούς αν­θρώπους, των όποιων η μεν θεολογική κατάρτιση είναι περιορι­σμένη άλλα η καρδιά τους ταπεινή προς την αλήθεια και πρό­θυμη να υποταχθεί στο λόγο του Θεού.

Η φανέρωση, τόσο της αποκάλυψης του Θεού όσο και της πνευματικής γνώσης του Ευαγγελίου, δεν είναι αποτέλεσμα θεολογικής μόρφωσης ή ιερατικής χειροτονίας, αλλά είναι η αν­ταμοιβή μας για την υποταγή και υπακοή μας στο Νόμο του Χριστού.

«Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με· ο δε αγαπών με θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου, και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν» - ανταμοιβή - (Ιωάν.ιδ:21).

Είναι λοιπόν συγκεκριμένη και απόλυτη η βεβαίωση των Γραφών ότι η ορθή κατανόηση του Σχεδίου της Σωτηρίας είναι αποτέλεσμα του εσωτερικού φωτισμού του Αγίου Πνεύμα­τος, το οποίο κατοικεί στην καρδιά του κάθε πιστού.

«Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά διά του Πνεύματος αυτού· επειδή το Πνεύμα ερευνά τα πάντα και τα βάθη του Θεού....» «Δεν εξεύρετε ότι είσθε ναός Θεού και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί εν υμίν;» (Α' Κορ.β:10, γ:16).

Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία, επιμένει στο σημείο αυτό, να διαψεύδει και τις Γραφές και τον Κύριο.

Γράφει ο Ανδρούτσος:
«Η Εκκλησία διά των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας χειραγωγεί εις ορθήν της Γραφής κατανόησιν».

Ώστε λοιπόν, κατά τη θεωρία αυτή ο Θεός δε μίλησε, ούτε μιλάει, κατευθείαν στον άνθρωπο, αλλά μίλησε μόνο στους επισκόπους των Οικουμενικών Συνόδων και στους εκκλησιαστικούς Πατέρες. Όλοι οι άλλοι πρέπει μόνο από τις δύο αυτές πηγές ν' ακούσουμε τη φωνή του Θεού. Αφού όμως μόνο οι Σύνοδοι και οι Πατέρες είναι οι αποκλειστικοί χειραγωγοί μας στην ορθή κατανόηση των Γραφών, τότε ας μη λάβουμε υπόψη τις τόσες διαβεβαιώσεις του Θεού, ας πετάξουμε την Αγία Γραφή και αντί αυτής, για το φω­τισμό μας και την πνευματική μας αύξηση, ας μελετάμε καθη­μερινά . .. τους κανόνες και τα άρθρα των Οικουμενικών Συνό­δων. Όσο για τους καθημερινούς πειρασμούς μας, κατά τους οπαδούς των παραδόσεων, θα σβήνουμε «τα βέλη του Πονηρού τα πεπυρωμένα» αν καταφεύγουμε, όχι στο «γέγραπται», αλλά στις πολύλογες και ασύμφωνες θεολογικές θεωρίες των Πατέ­ρων τής Εκκλησίας.

Όποιος αγαπά όλη την αλήθεια, την αναζητά με ειλικρίνεια, και υπακούει στις απαιτήσεις της, ο άνθρωπος αυτός θα οδηγηθεί οπωσδήποτε στη σωστή διδασκαλία και στην πνευματική γνώση. Αυτό τουλάχιστον υπόσχεται ο Ιησούς:

«Εάν τις θέλη να κάμη το θέλημα αυτού, θέλει γνωρίσει περί της διδαχής» (Ιωάν.ζ:17).

Πίνακας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης που ανακάλυψε στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου ο Ιταλός ιστορικός και θεο­λόγος L.A. Muratori (172-1750). Ο Πίνακας αυτός έχει συνταχθεί από τα τέλη του Β' αιώνα.