Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Προς Ρωμαίους (054)

Ρωμ.ι:1 Αδελφοί, η επιθυμία της καρδίας μου και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ είναι διά την σωτηρίαν αυτών·

Όπως στο θ:1-3, ο Παύλος εκφράζει το μεγάλο του βάρος για τον Ισραήλ (στο κριτικό κείμενο λέει «ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν αντί υπέρ του Ισραήλ είναι διά την σωτηρίαν αυτών»).


Ρωμ.ι:2 διότι μαρτυρώ περί αυτών ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ' ουχί κατ' επίγνωσιν.

Η κατάσταση ιδιαίτερα αγωνιώδης γι’ αυτόν, επειδή οι Εβραίοι είχαν πολύ ζήλο, αλλά ο ζήλο τους δεν στηριζόταν σε γνώση. Οι Εβραίοι παρανόησαν το σχέδιο του Θεού, έτσι ο ζήλος τους ήταν μάταιος. Ο Παύλος σίγουρα θα μπορούσε να βεβαιώσει αυτό το γεγονός, γιατί η προσωπική του ζωή ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πριν πιστέψει, ήταν πολύ ζηλωτής επιδιώκοντας τη δικαιοσύνη με τα έργα του νόμου (Φιλιπ.γ:4-6), απορρίπτοντας το Χριστό και διώκοντας τους χριστιανούς.

Ρωμ.ι:3 Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού.

Οι Εβραίοι αγνοούσαν συγκεκριμένα τον κατάλληλο τρόπο να λάβουν τη δικαιοσύνη του Θεού, που προέρχεται μόνο δια πίστεως. Αρνήθηκαν τον τρόπο του Θεού και προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη δική τους μέθοδο των έργων. Αυτό ήταν ασυγχώρητο, γιατί όπως έχουμε ήδη δείξει, οι Γραφές δίδασκαν δικαίωση δια πίστεως δείχνοντας το Μεσσία.

Ρωμ.ι:4 Επειδή το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός προς δικαιοσύνην εις πάντα τον πιστεύοντα.

Αν είχαν εκζητήσει τη δικαιοσύνη με τον τρόπο του Θεού και μελετούσαν τις Γραφές, θα είχαν αποδεχτεί το Χριστό, γιατί ο Χριστός είναι «το τέλος του νόμου». Ανέκαθεν, ο νόμος υποδείκνυε το Χριστό, οδηγώντας τον άνθρωπο να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί το Χριστό σαν Σωτήρα. Γαλ. γ:24 Ώστε ο νόμος έγεινε παιδαγωγός ημών εις τον Χριστόν, διά να δικαιωθώμεν εκ πίστεως. «Τέλος» μπορεί επίσης να σημαίνει «διακοπή ή παύση», σαν δευτερεύουσα έννοια εδώ. Αν ναι, τότε είμαστε ελεύθεροι από το νόμο, όπως είδαμε στο ζ:1-13 και στις σημειώσεις του ιε:13. «αφού όμως ήλθεν η πίστις, δεν είμεθα πλέον υπό παιδαγωγόν» Γαλ.γ:25. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μην υπακούσουμε τον ηθικό νόμο του Θεού, γιατί ο Θεός εξακολουθεί να απαιτεί την υπακοή της πίστης (ις:26) και μας δίνει το Πνεύμα για να μπορέσουμε να εκπληρώσουμε τις δίκαιες απαιτήσεις του νόμου (η:4). Το ευαγγέλιο της δικαίωσης δια πίστεως στο Χριστό δεν καταστρέφει το νόμο, αντίθετα τον εδραιώνει στον αρχικό του σκοπό και έννοια (γ:21).  Η κεντρική σκέψη είναι ότι ο Χριστός είναι η ολοκλήρωση του νόμου. Αποτελεί την κορύφωση όλων όσων ο νόμος δίδαξε.

Ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου ειδικά για να φέρει δικαιοσύνη σε μας. Είναι η δικαιοσύνη μας. Στον καθένα που πιστεύει σ' αυτόν, καταλογίζεται η δικαιοσύνη του Χριστού. Αν οι Εβραίοι είχαν ακολουθήσει το νόμο σωστά, θα είχαν ακολουθήσει το μονοπάτι της πίστης και θα είχαν εμπιστευτεί το Χριστό. Με τον τρόπο αυτό θα είχαν λάβει τη δικαιοσύνη που ζητούσαν.

Ρωμ.ι:5 Διότι ο Μωϋσής γράφει την δικαιοσύνην την εκ του νόμου, λέγων ότι ο άνθρωπος ο κάμνων ταύτα θέλει ζήσει δι' αυτών·

Περιγράφει τη δικαιοσύνη που έρχεται από το νόμο. Παίρνει αυτά τα λόγια από το Λευιτικό ιη:5, που καταγράφει ένα μήνυμα που ο Θεός έδωσε στο Μωυσή για τους Ισραηλίτες. Ο Θεός είπε στον Ισραήλ ότι αν θα κρατούσαν τα προστάγματά του και τας κρίσεις του· τα οποία κάμνων ο άνθρωπος, θέλει ζήσει δι' αυτών. Η δικαιοσύνη του νόμου, λοιπόν, αποτελείται από έργα.

Οι περισσότεροι σχολιαστές αντιπαραβάλλουν το εδ.5 με τα εδ.6-8, βλέποντας δύο αλληλοαναιρούμενους δρόμους για να λάβει κανείς τη δικαίωση – δικαίωση εκ του νόμου και δικαίωση εκ πίστεως. Είναι πολύ σημαντικό, ωστόσο, να αποφύγουμε κάθε εμπλοκή ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί με τα έργα, ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, γιατί ολόκληρη η επιστολή προς Ρωμαίους αντικρούει μια τέτοια διδασκαλία. Σε κάθε εποχή, η σωτηρία είναι με τη χάρη, μέσω της πίστης, με βάση τον εξιλαστήριο θάνατο του Χριστού. Η σώζουσα πίστη πάντα εκφράζεται με υπακοή στις εντολές του Θεού για την ημέρα εκείνη. Ο Χριστός ήταν η μόνη θυσία που θα μπορούσε να συγχωρέσει αμαρτία (Ρωμ.γ:25, Εβρ.θ:22, ι:1-18) και οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης σώθηκαν με την πίστη στο Θεό, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του νόμου του Μωυσή (Ρωμ.4, Εβρ. ια).

Αν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι η Ρωμ.ι:5-8 μιλάει για δικαιοσύνη από το νόμο, σε αντίθεση με τη δικαιοσύνη εκ πίστεως, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε, όπως και οι περισσότεροι σχολιαστές, ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να πετύχει δικαιοσύνη από το νόμο. Η δικαιοσύνη από το νόμο μπορεί να είναι μόνο υποθετική και όχι πραγματική.

Ο νόμος απαιτούσε τέλεια υπακοή. Θεωρητικά, αν κάποιος τηρούσε όλο το νόμο τέλεια, θα κληρονομούσε ζωή. Στην πράξη όμως, η αμαρτωλή φύση καθιστά αδύνατο για οποιονδήποτε να ζήσει τέλεια. Δεδομένου ότι όλοι είναι αμαρτωλοί, ο νόμος δεν μπορεί να μας δικαιώσει και να μας δώσει ζωή (Γαλ.γ:10-12, 21). Μπορεί μόνο να καταδικάσει αμαρτωλούς σε θάνατο. Ο νόμος καθορίζει τι είναι δικαιοσύνη, αλλά δεν δικαιώνει, ούτε δίνει τη δύναμη να ζήσει κανείς δίκαια.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες δυσκολίες με αυτή την ερμηνεία του Λευιτ.ιη:5. Κάνει την υπόσχεση του Θεού στον Ισραήλ για ζωή μόνο θεωρητική και όχι πραγματική, κάνοντας το Θεό να δίνει ανέφικτες υποσχέσεις. Κάνει το Μωυσή που αναφέρεται το εδ.5 να εναντιώνεται στο Μωυσή που αναφέρονται τα εδ.6-8. Κάνει την προς Ρωμαίους να αρνείται την εφαρμογή του Λευιτ.ιη:5, που δεν θα ήταν καθόλου πειστική για τους Εβραίους αντιρρησίες και θα ήταν αντίθετη με τη συχνή χρήση της στην Παλαιά Διαθήκη για να υποστηρίξει τη διδασκαλία.

Υπάρχει τρόπος να ερμηνεύσουμε το εδ.5, ώστε να αποφευχθούν αυτές οι δυσκολίες. Αντί να περιγράφουμε μια βιβλική αντίθεση μεταξύ δύο αντιφατικών μεθόδων απόκτησης δικαιοσύνης - μιας υποθετικής και μιας πραγματικής - ίσως η προς Ρωμαίους απλά καταπολεμά μια εβραϊκή παρερμηνεία του Λευιτ.ιη:5. Οι Φαρισαίοι ερμήνευαν λανθασμένα το Λευιτ.ιη:5 για να διακηρύξουν τη δικαιοσύνη από τα έργα του νόμου, αλλά η προς Ρωμαίους δείχνει πώς το Λευιτ.ιη:5 μπορεί να εκπληρωθεί πραγματικά – με την υπακοή της πίστης.

Υπάρχει μια ψεύτικη «δικαιοσύνη του νόμου» - εβραϊκός νομικισμός, φαρισαϊκή κατάχρηση του νόμου, που προσπαθεί να κερδίσει τη σωτηρία από τα έργα του νόμου. Η Καινή Διαθήκη αντιτίθεται σ’ αυτή την ψεύτικη άποψη όταν διδάσκει ενάντια στο «νόμο» στις επιστολές του Παύλου (Γαλ.γ:12, Φιλιπ.γ:9).

Η Γαλ.γ:12 έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια του Λευιτ.ιη:5 με τον τρόπο της πίστης, προφανώς αναφερόμενη στη Φαρισαϊκή κακή ερμηνεία του Λευιτ.ιη:5.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η πραγματική «δικαιοσύνη του νόμου», που προέρχεται από την υπακοή της πίστης (Ρωμ.α:5, ις:26). Η αληθινή δικαιοσύνη που διδάσκεται από το νόμο δεν είναι τίποτε άλλο από την εκ πίστεως δικαιοσύνη. Αυτός είναι ο τρόπος να εξηγήσει κανείς το Μάρκ.ι:17-19, όπου ο πλούσιος νέος ρώτησε τον Ιησού πώς θα μπορούσε να κληρονομήσει αιώνια ζωή. Ο Ιησούς του είπε να φυλάξει τις εντολές. Δεν του πρόσφερε σωτηρία από τα έργα, αλλά τον συμβούλεψε να ζει για το Θεό και να υπακούει το Θεό (από αγάπη και πίστη). Επίσης, αυτός είναι ο τρόπος να εξηγηθεί το Ρωμ.β:13, που λέει, «αλλ' οι εκτελεσταί του νόμου θέλουσι δικαιωθή». Η Ρωμ.ι:5 αναφέρει ότι ο Μωυσής είναι ο συγγραφέας του Λευιτ.ιη:5, δείχνοντας έτσι ότι παίρνει την παραπομπή από το Λευιτ.ιη:5 για να εδραιώσει την αλήθεια του, εμπνευσμένη έννοια σε αντίθεση με την φαρισαϊκή παρερμηνεία του Λευιτ.ιη:5. Έτσι, και το εδ.5 και τα εδ.6-8 διδάσκουν την υπακοή της πίστης, σαν τον μόνο τρόπο δικαίωσης μέσα απ’ όλη τη Γραφή. Τα εδ.6-8 (Δευτ.λ:12-14), εξηγούν πώς να εκπληρώσουμε το εδ.5 (Λευιτ.ιη:5).

Αυτή η δεύτερη εξήγηση του εδ.5 δίνει πλήρη ισχύ στον σύνδεσμο «Διότι», στην αρχή του εδαφίου. Το εδ.4 λέει ότι ο Χριστός είναι η εκπλήρωση του νόμου. Το εδ.5, επεξεργαζόμενο περαιτέρω από τα εδ.6-8, αποδεικνύει πως γίνεται αυτό, δείχνοντας ότι ο νόμος στην πραγματικότητα δίδαξε την υπακοή της πίστης.

Η πρώτη ερμηνεία του εδ.5 που δόθηκε παραπάνω, έχει αξία στο βαθμό που δείχνει ότι η φαρισαϊκή ερμηνεία του Λευιτ.ιη:5 να είναι εσφαλμένη. Προφανώς, ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τέλεια κάθε απαίτηση του νόμου. Ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη αναγνωρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, χρειάζονται συγχώρεση, και δεν μπορούν να βασιστούν στον εαυτό τους για τη σωτηρία τους (Α’ Βας.η:46, Β ' Χρον.ς:36, Ψαλμ.ιδ:1-3, να:5, Παρ.κ:9, Ης.ξδ:6, Ιερεμ.ιζ:9).

Οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης προσέφεραν προσφορές περί αμαρτίας για να εξιλεωθούν από τις αμαρτίες τους. Έτσι, θα ήταν λάθος να ερμηνεύσουμε την υπόσχεση του Θεού στο Λευιτ.ιη:5 σαν νομική εγγύηση  σωτηρίας σε όσους είχαν τέλεια έργα. Ακόμη και οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης είχαν συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να εξαρτώνται από το  έλεος και τη χάρη του Θεού και έτσι έπρεπε να περπατούν με πίστη.

Το Λευιτ.ιη:5, όταν το δούμε μαζί με άλλα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης, δεν εννοούσε ποτέ μια υποθετική, ανέφικτη προσφορά σωτηρίας από έργα. Μάλλον, ήταν υπόσχεση του Θεού να έχει κοινωνία και να προσφέρει σωτηρία σ’ εκείνους που θα υπάκουαν με πίστη το λόγο Του και με την ίδια πίστη θα επέστρεφαν σ’ Αυτόν με μετάνοια, ζητώντας έλεος, όταν παραβίαζαν το λόγο Του.