Το πρώτο κεφάλαιο στο ευαγγέλιο του Ιωάννη
μας διδάσκει πολύ όμορφα την αλήθεια της φανέρωσης του Θεού εν σαρκί. Στην αρχή
ήταν ο Λόγος. Ο Λόγος δεν ήταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο ή ένας ξεχωριστός Θεός
όπως ο λόγος ενός ανθρώπου δεν είναι ένα πρόσωπο ξεχωριστό απ’ αυτόν. Θα λέγαμε
ότι ο Λόγος ήταν η σκέψη, το σχέδιο ή ο νους του Θεού. Ο Λόγος ήταν προς το Θεό
απ’ την αρχή και στη πραγματικότητα ήταν ο ίδιος ο Θεός (Ιωάν.α:1). Ήταν μέσα
στην πρόθεση του Θεού να φανερωθεί εν σαρκί, πριν να υπάρξει ο κόσμος. Στο νου
του Θεού ο Αμνός ήταν σφαγμένος προ καταβολής κόσμου (Α’ Πέτρ.α:19-20, Αποκ.ιγ:8).
Η λέξη “λόγος” σημαίνει την έκφραση ή το
σχέδιο το οποίο υπάρχει μέσα στο νου αυτού που μιλάει - όπως ένα θεατρικό έργο
υπάρχει μέσα στο νου του συγγραφέα. Μπορεί ακόμα να σημαίνει τη σκέψη που προφέρεται
ή εκφράζεται με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς ένα θεατρικό έργο διαδραματίζεται πάνω
στη σκηνή.
Όταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός
έβαλε σε ενέργεια αυτό το σχέδιο. Έδωσε σάρκα και οστά στο σχέδιό Του με τη
μορφή του ανθρώπου Ιησού Χριστού. Ο Λόγος είναι η έκφραση του Θεού. Ο Λόγος
είναι «ο Θεός που εκφράζει τον εαυτό Του». Ο Λόγος ήταν «το μέσο της αποκάλυψης
του Θεού». Αυτή η σκέψη αναπτύσσεται περισσότερο στο εδάφιο 14, όπου λέει ότι ο
Λόγος που έγινε σάρκα είχε τη δόξα «ως μονογενούς
παρά του Πατρός» και στο εδάφιο 18, που λέει ότι ο Υιός φανέρωσε τον
Πατέρα.
Στην ελληνική φιλοσοφία, ο Λόγος κατέληξε να
σημαίνει τη λογική ή τη σοφία σαν η αρχή που ελέγχει το σύμπαν. Στην εποχή του
Ιωάννη, κάποιοι Έλληνες φιλόσοφοι και Εβραίοι θεολόγοι επηρεασμένοι από την
ελληνική σκέψη (και ιδιαίτερα από τον Φίλωνα της Αλεξάνδρειας, ο οποίος ήταν Εβραίος
στοχαστής) θεώρησαν το Λόγο σαν μια κατώτερη, δευτερεύουσα θεότητα ή σαν κάτι
που απορρέει από το Θεό σε μια δεδομένη στιγμή. Κάποιες χριστιανικές αιρέσεις,
συμπεριλαμβανομένης και μιας μορφής του γνωστικισμού που έκανε την εμφάνισή
της, ενσωμάτωσαν αυτές τις θεωρίες στα δόγματά τους και έτσι υποβίβασαν τον
Ιησού σε μια κατώτερη θέση. Ο Ιωάννης σκόπιμα χρησιμοποίησε την ορολογία τους
για να αντικρούσει αυτές τις διδασκαλίες και να κηρύξει την αλήθεια. Ο Λόγος
δεν ήταν κατώτερος από το Θεό, ήταν ο Θεός (Ιωάν.α:1). Ο Λόγος δεν προήλθε από
το Θεό μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ήταν με το Θεό από την αρχή
(Ιωάν.α:1-2). Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, δεν ήταν άλλος από το Λόγο ή
το Θεό, ο οποίος φανερώθηκε εν σαρκί.
Σημειώστε επίσης ότι η λέξη προς (κριτικό κείμενο) που μεταφράζεται
“παρά”, δηλαδή “μαζί με” στο εδάφιο 1, είναι η ίδια λέξη που χρησιμοποιείται
στο Εβρ. β:17 και ε:1 (κριτικό κείμενο) “τα
προς τον Θεόν” και μεταφράζεται “σ’ αυτά που αφορούν τον Θεό” ή “σ’ αυτά
που σχετίζονται με τον Θεό”. Το Ιωάν.α:1 λοιπόν μπορεί να ερμηνευτεί “Ο Λόγος
σχετίζεται, αφορά, ανήκει στο Θεό και ο Λόγος ήταν Θεός”, ή “Ο Λόγος ανήκε στο
Θεό και ήταν Θεός.”