Το προοίμιο του ψαλμού ξγ, μας
πληροφορεί ότι ο Δαβίδ τον συνέθεσε ή τον εμπνεύστηκε στη διάρκεια των
περιπετειών του, όταν τον καταδίωκε ο Σαούλ και αυτός είχε καταφύγει στην
«έρημο του Ιούδα». Η ταλαιπωρία, ο κατατρεγμός, η απειλή και η δίψα -κυρίως η
δίψα- του ενέπνευσε τούτο τον ψαλμό. Ας τον πλησιάσουμε:
1. «Διψά
ή ψυχή» (1)
Είναι τούτη μια αδιαφιλονίκητη
αλήθεια. Η ανθρώπινη ψυχή, είναι ο μεγάλος διψασμένος του σύμπαντος. Η γλάστρα
ικανοποιείται και ξεχειλίζει με λίγο νερό, το ελάφι ξεδιψάει αν σταθεί τρία
λεπτά «παρά τούς ρύακας των ύδάτων»,
η ανθρώπινη ψυχή όμως! Το «διψήσει καί
πάλι» και πάλι και πάλι του Χριστού, εκφράζει την κατάστασή της (Ιωάν.δ:14).
Ο κόσμος με τις χαρές του, τις ψυχαγωγίες του, τις ανέσεις του κ.α., φαίνεται
δεν βρήκε αυτό που ξεδιψάει την ανθρώπινη ψυχή.
2. Γιατί
διψά (1)
Διότι η ζωή κι ο κόσμος γύρω της,
είναι μια «γη έρημος, ξηρά και άνυδρος».
Να ξαναθυμηθούμε τη Σαμαρείτισσα. Πόσες φορές με τον κουβά του πόθου! Πόσους
άνδρες και κανένα μάνιασμα! Πόσα χρήματα και κανένα φτάνει! Πόσες φιέστες και
κανένα χαμόγελο! Πόσες επιτυχίες και καμιά ικανοποίηση. Μοιάζουν όλα με ένα
παιδάκι που τρέχει μ’ ένα κουβαδάκι νερό, για να... αντιμετωπίσει την πολύχρονη
ανομβρία. Και η ανθρώπινη ψυχή, είναι κάτι πιο μεγάλο από τη γη.
3. Ποιόν
διψάει; (1-8)
Διψάει, το Θεό. Τίποτα άλλο και
τίποτα λιγότερο, δεν μπορεί να την ξεδιψάσει. Ο μέθυσος, ο ακόλαστος, ο
φιλάργυρος, ο ναρκομανής, ο φιλόδοξος, ο κλεπτομανής, ο χαρτοπαίκτης, όλοι τους
στο βάθος τους το Θεό διψούνε και η ψυχή τους δεν βρίσκει ξεδίψασμα μέχρις ότου
σ’ Αυτόν τελικά στραφούν. Αυτοί όλοι που «εγκατέλειψαν
την πηγή των ζώντων υδάτων και έσκαψαν εις εαυτούς λάκκους» (Ιερ.β:13), δεν
βρήκαν, δεν μπόρεσαν να βρουν ξεδίψασμα.
4. Τί
δίψα;
Όταν λέμε το Θεό, τι εννοούμε; Σε
τι αναλύεται τούτο το «Θεέ, σέ διψά ή
ψυχή μου» (1); Ο ίδιος ο Δαβίδ, μας το αναλύει και θαρρώ πως θα
συμφωνήσουμε μαζί του. Μας εκφράζει, απόλυτα:
α. Διψά για προσωπική επικοινωνία
με το Θεό: Ένας ζητιάνος κοιτάζει στο χέρι τον απέναντι του. Η ανθρώπινη ψυχή,
ατενίζει στο πρόσωπο το Θεό. «Σέ ειδον έν
τω αγιαστηρίω» (2), βεβαιώνει ο Δαβίδ. «Μακάριοι
οι καθαροί την καρδίαν, βεβαίωσε ό Κύριος, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»
(Ματθ.ε:8).
β. Διψά τη συμπόρευση με το Θεό
(8). «Προσεκολλήθη ή ψυχή μου κατόπιν σου».
Θυμίζει τούτη η έκφραση, το πιτσιρίκι που πιασμένο από το στιβαρό χέρι του
πατέρα, τον ακολουθεί βήμα - βήμα. Έπειτα χριστιανική ζωή τι άλλο είναι από το
«σύ ακολούθει μοι» (Ιωάν.κα 22).
Συμπόρευση με το Θεό παντού και πάντοτε, ιδιαίτερα όταν και ο στενότερος
οικείος δεν συμπορεύεται πια μαζί σου.
γ. Διψά τη βοήθεια του Θεού» (7).
Σημείο επίκαιρο για μένα, που ’χα τελευταία απλώσει την ελπίδα μου σε κείνα τα
πρόσωπα και σε εκείνο το εκκλησιαστικό σχήμα. Που, διαψεύστηκα. Που... στράφηκα
στον Κύριο και είπα «έπειδή σύ εστάθης
βοήθειά μου, διά τούτο υπό την σκιάν των πτερύγων σου θέλω χαίρει» (7).
Είναι ικανός, να «πληρώσει πάσαν χρείαν
ήμών» (Φιλιπ.δ:19).
δ. Διψά το χορτασμό του Θεού (5).
Οι άνθρωποι μας χορταίνουν απογοήτευση κι έκπληξη. Ο Κύριος μας χορταίνει «ως από πάχους και μυελού» (Ης.κε:6).
Είναι Αυτός που μας «χαρίζει πάντα τα
πρός ζωήν καί εύσέβειαν» (Β’ Πέτρ.α:3) και κοντά Του «το ποτήρι μας υπερχειλίζει» (Ψαλμ.κγ:5).
ε. Διψά το έλεος του Θεού (3). «Τό έλεος σου είναι καλήτερον παρά τήν ζωήν».
Καλύτερο, γιατί αυτό πρόσφερε στον άνθρωπο την αληθινή και αιώνια ζωή. Αυτός «κατά τό αύτού έλεος έσωσεν ήμάς»
(Τίτ.γ:5). «Κατά τό πολύ αυτού έλεος
αναγέννησεν ήμάς» (Α’ Πέτρ.α:3). Ο Χριστός και το έργο Του το εξιλαστήριο
για μας, είναι η έκφραση του ελέους του Θεού για μας.