Κάτι άλλο που
διδάσκει η Βίβλος είναι ότι η πίστη δεν μπορεί να ξεχωρίσει από καλά έργα. «Πιστός ο λόγος και θέλω ταύτα να
διαβεβαιοίς, δια να φροντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προίστανται
καλών έργων. Ταύτα είναι καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους» (Τίτ.γ:8).
Δεν μπορεί να
υπάρξει πίστη χωρίς καλά έργα. Ο Ιάκωβος έγραψε για το πόσο αχώριστα είναι τα
καλά έργα από την πίστη: «Τι το όφελος,
αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται
να σώση αυτόν;......Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’
εαυτήν. Αλλά θέλει τις ειπεί, Συ έχεις πίστιν, και εγώ έχω έργα, δείξον μοι την
πίστιν σου εκ των έργων σου, και εγώ θέλω σοι δείξει εκ των έργων μου την
πίστιν μου. Συ πιστεύεις ότι ο θεός είναι είς καλώς ποιείς και τα δαιμόνια
πιστεύουσι, και φρίτουσι. Θέλεις όμως να γνωρίσεις, ω άνθρωπε μάταιε, ότι η
πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά; Αβραάμ ο πατήρ ημών δεν εδικαιώθη εξ έργων,
ότε προσέφερεν Ισαάκ τον υιόν αυτού επί το θυσιαστήριον; Βλέπεις ότι η πίστις
συνήργει εις τα έργα αυτού, και εκ των έργων η πίστις ετελειώθη; Και επληρώθη η
γραφή η λέγουσα, Επίστευσε δε Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις
δικαιοσύνην και φίλος Θεού ονομάσθη. Βλέπετε λοιπόν ότι εξ έργων δικαιούται ο
άνθρωπος, και ουχί εκ πίστεως μόνον;.....Διότι καθώς το σώμα χωρίς πνεύματος
είναι νεκρόν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά» (Ιάκ.β:14,
17-24, 26).
Μερικοί
βλέπουν αντίφαση ανάμεσα στη διδασκαλία του Παύλου για την πίστη και τη
διδασκαλία του Ιάκωβου περί καλών έργων. Το βιβλίο του Ιακώβου δεν άρεσε στο
Μαρτίνο Λούθηρο και πολλές φορές είχε αναρωτηθεί για τη θέση του μέσα στον
κανόνα της Γραφής, επειδή νόμιζε ότι αντίφασκε στη διδασκαλία της δικαίωσης δια
πίστεως. Όμως, η επιστολή του Παύλου όπως και η επιστολή του Ιακώβου είναι
εξίσου μέρος του λόγου του Θεού και ο λόγος του Θεού δεν αντιφάσκει με τον
εαυτό του. Τα γραφτά του Παύλου και του Ιακώβου απλά συμπληρώνουν το ένα το
άλλο και ταιριάζουν απόλυτα μέσα στο σύνολο του λόγου του Θεού.
Ο Παύλος έδωσε
έμφαση στη σωτηρία δια πίστεως, χωρίς έργα, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο
Θεός έχει εξαγοράσει τη σωτηρία για μας κι εμείς την αποδεχόμαστε δια πίστεως.
Δεν εξαγοράζουμε τη σωτηρία μας με καλά έργα. Ιδιαίτερα, ο Παύλος τόνισε ότι
κρατώντας το νόμο του Μωυσή, δεν μπορεί να σωθεί κανείς, επειδή η τήρηση
τελετουργιών δεν έχει δύναμη να καθαρίσει αμαρτία.
Ο Ιάκωβος απ’
τη μεριά του αναγνωρίζει ότι «πάσα δόσις
αγαθή και παν δώρημα τέλειον, είναι άνωθεν, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων,
εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής» (Ιάκ.α:17) και
βέβαια σ’ αυτό περιλαμβάνεται και η σωτηρία. Επισήμανε ότι η πίστη που σώζει,
απαραίτητα θα παράγει καλά έργα. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να μιλάμε
αφηρημένα για πίστη χωρίς έργα, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να δει ο Θεός αλλά
κι ο καθένας, την πίστη μας. Πίστη δεν είναι μια κατάσταση του νου, αλλά μια
δύναμη που μεταμορφώνει τη ζωή.
Ο Παύλος έφερε
τον Αβραάμ σαν παράδειγμα δικαίωσης δια πίστεως (Γέν.ιε:6 Ρωμ.δ:1-3). Ο Ιάκωβος χρησιμοποίησε το ίδιο
παράδειγμα, για να δείξει ότι ο μόνος τρόπος να φανερωθεί η πίστη, είναι τα
έργα. Χωρίς έργα, η πίστη του Αβραάμ θα ήταν νεκρή. Τι θα γινόταν αν ο Αβραάμ
έλεγε «πιστεύω στο Θεό» αλλά αρνιόταν να θυσιάσει τον Ισαάκ; Σύμφωνα με τον Ιάκωβο,
επειδή δεν θα είχε αληθινή πίστη δεν θα δικαιώνονταν. Ο ίδιος ο Θεός, είπε στον
Αβραάμ, μετά που οικειοθελώς πρόσφερε τον Ισαάκ, «θέλω σε ευλογήσει....διότι υπήκουσας της φωνής μου»
(Γέν.κβ:16-18). Η περιγραφή του Παύλου για την πίστη του Αβραάμ, οδηγεί στο
ίδιο συμπέρασμα. Αν και δεν είχε ελπίδα, ο Αβραάμ πίστεψε στην ελπίδα. Δεν κάθισε να συγκρίνει
τα ανθρώπινα όρια, δεν κλονίστηκε στην υπόσχεση του Θεού, ήταν δυνατός σε
πίστη, έδωσε δόξα στο Θεό και ήταν τέλεια πεπεισμένος (Ρωμ.δ:18-21). Αυτά τα
εδάφια δεν περιγράφουν απλή διανοητική αποδοχή χωρίς έργα, αλλά μάλλον ενεργητική
πίστη που υποστήριζε τον Αβραάμ για πολλά χρόνια, πίστη που τον ικάνωνε να
εμπιστεύεται και να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στο Θεό.
Αν ακόμα
υπάρχει κάποια αμφιβολία, θα ξεκαθαρίσει αν καταλάβουμε ότι ο Παύλος και ο
Ιάκωβος χρησιμοποίησαν τους ίδιους όρους με λίγο διαφορετικό τρόπο και σε κάπως
διαφορετικό πλαίσιο. Στην επιστολή προς Ρωμαίους, με τον όρο πίστη εννοεί την αληθινή πίστη προς το
Θεό με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Στον Ιάκωβο σημαίνει τη διανοητική αποδοχή που
δεν επηρεάζει τη ζωή, δεν είναι αληθινή, δεν είναι ζωντανή πίστη. Στην Ρωμαίους,
έργα είναι τα νεκρά έργα που δεν
έχουν να κάνουν τίποτα με την πίστη, ενώ στον Ιάκωβο αναφέρεται στα ζωντανά
έργα που δεν μπορούν να γίνουν παρά μονάχα δια πίστεως και πιστοποιούν την
ύπαρξη πίστης.
Είναι προφανές
ότι ο Παύλος και ο Ιάκωβος συμφωνούσαν ότι η σώζουσα πίστη, δημιουργεί μια
τέτοια εμπιστοσύνη στο Θεό, που αλλάζει τη ζωή και γίνεται φανερή από τα έργα.
Ο Παύλος δίδαξε ότι σωζόμαστε δια πίστεως, ο Ιάκωβος δίδαξε ότι η σώζουσα πίστη
έχει σαν αποτέλεσμα καλά έργα, από τα οποία γίνεται φανερή. Αν τέτοια έργα δεν
ακολουθούν την πίστη κάποιου, τότε υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την πίστη του.
Το ενδέκατο
κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής σκιαγραφεί πολύ όμορφα τη συμπληρωματική
σχέση ανάμεσα στην πίστη και τα έργα. Ο κύριος σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι
να δείξει πόσο απαραίτητη είναι η πίστη και τι έργα παράγει αυτή. Αναφέρεται
ονομαστικά σε πολλούς ήρωες της Παλαιάς Διαθήκης και περιγράφει τα έργα τους
που έγιναν δια πίστεως. Αυτό που
καταλαβαίνει κανείς είναι ότι η πίστη πάντα θα έχει ανάλογα έργα με τα οποία
γίνεται φανερή. Κάθε φορά που ο συγγραφέας περιγράφει την πίστη κάποιου, αμέσως
μετά αναφέρει τα έργα που αυτή η πίστη δημιούργησε.
Σίγουρα έχουμε
σωθεί με τη χάρη, δια πίστεως. Βασιζόμαστε στο έργο του Θεού και όχι σε δικά
μας έργα ότι μπορούν να μας σώσουν. Όμως, αυτό δεν μας αποδεσμεύει από την υποχρέωσή
μας να ανταποκριθούμε στο Θεό, να Τον υπακούσουμε και να ενεργήσουμε βάσει της
πίστης μας. Σώζουσα πίστη είναι η ζωντανή πίστη που εργάζεται.