Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50. Και επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς θα τον αγαπήσει περισσότερο; (Λουκ.ζ:36-50)
Ένας φαρισαίος κάλεσε στο σπίτι του τον Ιησού για φαγητό. Μια πρόσκληση από ένα θρησκευόμενο άνθρωπο που όμως όπως φαίνεται από τη διήγηση της ιστορίας μας, δεν είχε και τα πιο αγνά κίνητρα και ελατήρια. Η φιλοξενία που παρείχε στο δάσκαλο δεν ήταν ολοκληρωμένη, δεν ήταν όπως άρμοζε στον κάθε καλεσμένο φιλοξενούμενο εκείνη την εποχή.
Θα μου πείτε δεν ήξερε ο Κύριος τη διάθεση του Σίμωνα; Δεν γνώριζε το περιεχόμενο της καρδιάς του; Είναι σίγουρο πως το ήξερε. Στην Καινή διαθήκη διαβάζουμε πως ο Ιησούς γνώριζε το περιεχόμενο της καρδιάς του κάθε ανθρώπου που συναντούσε κάθε φορά.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να υποκριθεί μπροστά του. Κι όμως. Η αγάπη του Ιησού δεν κλείνει τα σπλάχνα της. Η καρδιά του Κυρίου δεν κλείνει κανέναν απέξω. Η αγάπη του είναι απλή, αγνή και φυσικά απευθύνεται προς κάθε άνθρωπο. Δεν κάνει διακρίσεις. Στα κείμενα της Βίβλου διαβάζουμε πως ο Ιησούς ήρθε για να βρει και να σώσει το απολωλός. Δεν περιορίστηκε σε μερικούς ανθρώπους μόνο, σ' αυτούς που φαίνονταν καλύτεροι από κάποιους άλλους, σ' αυτούς που του φέρθηκαν πιο σωστά σε αντίθεση με κάποιους άλλους.
Καθώς λοιπόν προσκλήθηκε ο Ιησούς στο σπίτι του Φαρισαίου δεν αρνιέται την πρόσκληση. Ποτέ ο Κύριος δεν αρνιέται την πρόσκληση που του γίνεται. Βέβαια, στο σπιτικό που πήγε, είναι σίγουρο πως δεν συγκινήθηκε ούτε από το φαγητό που του προσφέρθηκε, ούτε από τη φιλοξενία που του έγινε αλλά από την αυθόρμητη εκδήλωση αγάπης εκείνης της παρείσακτης γυναίκας που δεν είχαν καλέσει.
Μέσα σε κείνο το σπίτι συναντούμε μαζί με τον Κύριο και δυο διαφορετικούς κόσμους, δυο διαφορετικούς χαρακτήρες στα πρόσωπα του Σίμωνα και της απρόσκλητης εκείνης γυναίκας.
Από τη μια ο πλούσιος, ο κοινωνικά καταξιωμένος, ο ηθικά δικαιωμένος φαρισαίος που σίγουρα είχε κάνει ένα σωρό ετοιμασίες εφόσον είχε σκοπό να καλέσει το δάσκαλο στο σπίτι του· ετοιμασίες, πλούσια φαγητά, ας μην ξεχνάμε πως υπήρχαν και άλλοι καλεσμένοι στο τραπέζι.
Από την άλλη μια γυναίκα η οποία ήταν το εντελώς αντίθετο από το Σίμωνα. Μια γυναίκα που όχι μόνο δεν τολμούσε να καλέσει ο οικοδεσπότης αλλά ούτε καν θα το σκεφτόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να μπει στο σπίτι του. Και βέβαια ο Κύριος δεν χρειαζόταν να συναντήσει αυτούς τους δυο διαφορετικούς ανθρώπους για να το καταλάβει επειδή ήδη το ήξερε πως όσα κι αν δώσεις χωρίς αγάπη δεν έχεις δώσει τίποτα.
Ο Σίμωνας έκανε έξοδα ξόδεψε από το χρόνο του κανείς δεν αμφιβάλει πως έδωσε εκείνη τη μέρα για τον Ιησού. Όμως όσα κι αν ήταν αυτά που έδωσε, όποια κι αν ήταν η αξία τους, αν μπορούσε να μετρηθεί, σίγουρα δεν έδωσε με αγάπη. Πόσο λυπηρό αυτό για το Σίμωνα! Πόσο τραγικό! Όσα κι αν έδωσε στην ουσία δεν έδωσε τίποτα τίποτα δεν του μετρήθηκε.
Από την άλλη, όταν αγαπάς δίνεις όσα έχεις, δίνεις και δίνεσαι. Εκείνη η γυναίκα -σε αντίθεση με το Σίμωνα - είχε καταλάβει πολύ καλά ποιος ήταν ο καλεσμένος σε κείνο το σπιτικό. Το κίνητρό της ήταν η αγάπη προς τον Ιησού. Η αγάπη της ήταν που την οδήγησε ακάλεστη σε κείνο το σπίτι, η αγάπη της ήταν που την οδήγησε να ξοδέψει για εκείνο το πολύτιμο δοχείο με το ακόμη πιο πολύτιμο περιεχόμενο. Η αγάπη της προς τον Ιησού ήταν που την οδήγησε σε κείνη τη μοναδική, την έξοχη εκδήλωση προς το πρόσωπο του ταπεινού δάσκαλου.
Δυο ξεχωριστά πρόσωπα, δυο διαφορετικοί χαρακτήρες, δυο διαφορετικοί άνθρωποι. Ο ένας δίνει χωρίς αγάπη· ο άλλος δίνει και δίνεται από αγάπη. Μια αγάπη γεμάτη ειλικρίνεια, χωρίς υπολογισμούς και συμφέροντα, που δίνει και δίνεται απλόχερα χωρίς μέτρο.
Μια αγάπη όμως η οποία μένει μέσα στις σελίδες της Βίβλου και για το λόγο αυτό διαβάζεται και θαυμάζεται από όλους μας στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας.
Ας προσπαθήσουμε να φέρουμε στο μυαλό και στη σκέψη μας εκείνη την τραπεζαρία με τα δυο αυτά κεντρικά πρόσωπα· με ποιον από τους δυο θα ταύτιζα τον εαυτό μου; σε ποιανού τη θέση θα έβαζες το δικό σου εαυτό; δεν θέλω να πάρω απάντηση. Στάσου στην παρουσία του Θεού μας και πες του τις σκέψεις σου.
Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50. Και επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο;
Μια συνηθισμένη ιστορία εκείνης της εποχής και όχι μόνο. Μια ιστορία που θα μας δώσει το κατάλληλο μάθημα από το στόμα του Ιησού. Ένα μάθημα που έπρεπε να ακούσει και να καταλάβει ο Σίμωνας και αυτοί που ήταν σαν κι αυτόν σε κείνο το τραπέζι, αλλά επίσης κι ένα μάθημα που έχουμε ανάγκη να παρακολουθήσουμε κι εμείς, γιατί κάποιες φορές περισσότερο με το Σίμωνα μοιάζουμε παρά με τη γυναίκα της ιστορίας.
Δύο διαφορετικοί χρεώστες, που σίγουρα εκπροσωπούν δύο διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Ο ένας χρωστούσε 50 δηνάρια ενώ ο άλλος 500. Πιο πολύ του ενός το χρέος από τον άλλο. Όμως όσο μικρό κι αν ήταν το χρέος του ενός δεν έπαυε να είναι χρέος. Και μάλιστα χρέος που έπρεπε να εξοφληθεί.
Αναμφίβολα και τα 50 και τα 500 δηνάρια εκπροσωπούν δύο διαφορετικές κατηγορίες αμαρτωλών. Αν θέλαμε να βρούμε κάποιους εκπροσώπους των κατηγοριών αυτών, στη θέση αυτού που χρωστά τα 50 θα έβαζα εκείνο το νέο που μας αναφέρει και πάλι ο Λουκάς σ' αυτό το ίδιο ευαγγέλιο, και προς τον οποίο ο Ιησούς όταν τον συνάντησε του είπε: Ένα σου λείπει.
Από την άλλη, αυτός των 500, είναι αντίστοιχα αυτός που του λείπουν πολλά ή όλα. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο μπορούμε να βάλουμε όλες τις διαβαθμίσεις των ανθρώπων. Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο όρια τοποθετείται ο κάθε αμαρτωλός άνθρωπος. Η ακριβής θέση δεν έχει σημασία. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι πως ανάμεσα στα 50 και στα 500 βρισκόμαστε κι εμείς.
Όταν ο απόστολος Παύλος, γράφει στο 2ο κεφάλαιο της προς Εφεσίους επιστολής για τους «μακράν» και τους «πλησίον» αναφέρεται στους χρεώστες και των 500 και των 50 δηναρίων. Όμως δεν σταματά εκεί· καθώς συνεχίζει να αναπτύσσει το συλλογισμό του στους πιστούς της Εφέσου τους γράφει: επειδή, διαμέσου αυτού (δηλαδή του Χριστού)έχουμε και οι δύο την είσοδο προς τον Πατέρα με ένα Πνεύμα. Δηλαδή και αυτός με τα 50 αλλά και αυτός με τα 500 δηνάρια χρέος πλησιάζουμε το Θεό και γινόμαστε δεκτοί από αυτόν μέσω του Χριστού. 'Αρα λοιπόν δεν έχει σημασία το ποσό αλλά αυτό το ίδιο το χρέος που μας βάζει στην κατηγορία του αμαρτωλού που έχει ανάγκη τη σωτηρία του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού.
Ένας δανειστής. Στο σημείο αυτό φαίνεται να υπάρχει μια αντίφαση με κάποια άλλα εδάφια του λόγου του Θεού. Όλοι μας θα το έχουμε προσέξει πως ο Θεός μας σε ολόκληρη τη Βίβλο παρουσιάζεται σαν δωρητής· θα αναφέρω δυο μόνο από αυτά Ιωάννης δ:10 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: Αν ήξερες τη δωρεά τού Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δος μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ' αυτόν, και θα σου έδινε το ζωντανό νερό. Επίσης Πράξεις β:38 Και ο Πέτρος είπε σ' αυτούς: Να μετανοήσετε, και κάθε ένας από σας να βαπτιστεί στο όνομα του Ιησού Χριστού, σε άφεση αμαρτιών· και θα λάβετε τη δωρεά τού Αγίου Πνεύματος· γιατί εδώ χαρακτηρίζεται σαν δανειστής;
Ο δανειστής προσφέρει κάτι και περιμένει ανταπόδοση. Περιμένει τίποτε ο Θεός από το μετανοημένο αμαρτωλό; είναι δυνατόν ο Θεός μου να προσδοκά να πάρει κάτι από μένα;
"Τώρα θέλω ψάλλει εις τον ηγαπημένον μου άσμα του αγαπητού μου περί του αμπελώνος αυτού. Ο ηγαπημένος μου είχεν αμπελώνα επί λόφου παχυτάτου. Και περιέφραξεν αυτόν, και συνήθροισεν εξ αυτού τους λίθους και εφύτευσεν αυτόν με τα πλέον εκλεκτά κλήματα και έκτισε πύργον εν τω μέσω αυτού και κατεσκεύασεν έτι ληνόν εν αυτώ και περιέμενε να κάμη σταφύλια, αλλ' έκαμεν αγριοστάφυλα. Και τώρα, κάτοικοι Ιερουσαλήμ και άνδρες Ιούδα, κρίνατε, παρακαλώ, αναμέσον εμού και του αμπελώνός μου. Τι ήτο δυνατόν να κάμω έτι εις τον αμπελώνά μου και δεν έκαμον εις αυτόν; διά τι λοιπόν, ενώ περιέμενον να κάμη σταφύλια, έκαμεν αγριοστάφυλα; " (Ης.ε:1-4).
Εδώ, ο σκοπός και η επιθυμία του αμπελουργού είναι ο καρπός. Ο αμπελουργός κάνει ό,τι είναι δυνατόν, περιποιείται και φροντίζει το αμπέλι του περιμένοντας να δει τα υπέροχα τσαμπιά να κρέμονται από τις κληματόβεργες. Και είναι τότε που η χαρά του είναι μεγάλη· και στη χαρά του αυτή συμμετέχει ολάκερος ο ουρανός.
Δεν είχαν να τα επιστρέψουν. Και οι δύο χρεώστες δηλώνουν αδυναμία να εξοφλήσουν το χρέος τους. Δεν έχει σημασία το ότι ο ένας χρωστούσε 50 ενώ ο άλλος 500. Την ίδια αδυναμία έχουν και οι δυο τους απέναντι στον οφειλέτη τους. Αυτό το «δεν είχαν να τα επιστρέψουν» αγκαλιάζει μέσα του και τον θρησκευόμενο φαρισαίο αλλά και την αμαρτωλή γυναίκα, κι εσένα με τα 50 δηνάρια χρέος αλλά και μένα με τα 500.
Δεν έχει σημασία το ποσό όσο το γεγονός πως υπάρχει χρέος και εγώ δεν μπορώ να το πληρώσω. Αν βρεθώ μέσα στη θάλασσα και δεν ξέρω πώς να κολυμπώ είτε βρίσκομαι σε 3 μέτρα βάθος είτε βρίσκομαι στα 1000 μέτρα του Κρητικού πελάγους, είναι σίγουρο πως θα πνιγώ.
Όταν το σκοινί που είναι δεμένος ο κουβάς σου είναι μισό μέτρο κοντύτερο από του να φθάσει στο νερό, μένει ο κουβάς σου τόσο άδειος, όσο και ο δικός μου που το σκοινί του έχει μήκος το ένα τρίτο από το δικό σου. Κανένας μα κανένας άνθρωπος, όποιο κι αν είναι το ποσό που οφείλει δεν μπορεί, δεν έχει τη δυνατότητα να το επιστρέψει.
Και επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Κι επάνω στην απόγνωση του «δεν είχαν να τα επιστρέψουν» έρχεται η απροσδόκητη δωρεά. Μια δωρεά που έμελλε να βγάλει από το αδιέξοδο στο οποίο είχαν βρεθεί και οι δύο χρεώστες.
Προσπαθήσατε ποτέ να σκεφτείτε μια Βίβλο χωρίς Καινή Διαθήκη; πώς θα ήταν άραγε να υπάρχει στη Βίβλο το «εξ έργων νόμου» και να μην υπάρχει το «δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού»;
Νομίζω πως αυτές οι δυο λέξεις «τα χάρισε» κλείνουν μέσα τους ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, την κατά χάριν σωτηρία που χαρίζει ο Χριστός στον κάθε αμαρτωλό. Μια σωτηρία που δεν είναι αποτέλεσμα δικών μας έργων ή προσπαθειών, αλλά είναι αποτέλεσμα της καλοσύνης του 'Αγιου Θεού. Μια σωτηρία που μας δίνεται δώρο· μια σωτηρία που χαρίζεται σε όποιον το θελήσει.
Σε ποιους τα χάρισε; τα χάρισε και στους δυο. Τα χάρισε και στους εθνικούς αλλά και στους Ιουδαίους. Τα χάρισε και στους μακράν τα χάρισε και στους πλησίον. Και οι δύο είχαν ανάγκη να τους σκεπάσει η συγνώμη του Θεού μια ανάγκη που έχει ο κάθε αμαρτωλός, ανεξαρτήτως αν χρωστάει 50 ή 500.
Σαν τον άσωτο γιο που: «όταν τα ξόδεψε όλα, Και αφού ήρθε στον εαυτό του, τότε σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του».
Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες.
Πρέπει πρώτα να καταλάβω πως δεν μπορώ να πληρώσω το χρέος μου και τότε να ζητήσω τη δωρεά του Θεού και είναι σίγουρο πως ο Θεός δεν θα μου αρνηθεί το δώρο του.
Η μυθολογία μιλάει για ένα συμπόσιο που έκανε η Αγάπη, με προσκεκλημένες όλες τις χάριτες. Σε μια στιγμή είδε δύο να κάθονται κοντά χωρίς να επικοινωνούν, τις πλησίασε, τις έπιασε από το χέρι και τις σύστησε μεταξύ τους: «από δω η Ευεργεσία, από δω η Ευγνωμοσύνη». Ξαφνιασμένη τότε η πρώτη έσφιξε το χέρι της δεύτερης και της είπε: «παράξενο, υπάρχω από καταβολής κόσμου κι όμως δεν θυμάμαι να έχουμε ξανασυναντηθεί».
Είναι πολύ, αυτή η τόσο μεγάλη ευεργεσία του Θεού να περιμένει την ελάχιστη έκφραση αναγνώρισης από τον άνθρωπο;
Θυμάμαι το ερώτημα του Ιησού σε κείνο το Σαμαρείτη: «Δεν εκαθαρίσθησαν οι δέκα; οι δε εννέα που είναι;»
Η αγάπη του Θεού περιμένει να ακούσει το δικό μου και το δικό σου ευχαριστώ για την τόσο μεγάλη ευεργεσία Του στη ζωή μας. Όταν δεν είχαμε να αποδώσουμε το χρέος, τότε μας το χάρισε. Και τώρα περιμένει να του πούμε το ευχαριστώ μας· περιμένει ν' ακούσει να Του ψάλλουμε, να Τον υμνούμε και να Τον δοξάζουμε για τη δωρεά του Ιησού Χριστού στη ζωή μας.
Περιμένει να δει τις εκδηλώσεις της αγάπης. Αλήθεια, πώς εκδηλώνεται η αγάπη στη ζωή μου; πώς εκδηλώνεται στη δική σου ζωή; νομίζω πως δεν είναι ανάγκη να μας δοθεί κάποιος κατάλογος.
Μην ψάχνουμε να βρούμε συγκεκριμένες οδηγίες. Είναι σίγουρο πως μόνο ζημιά θα γίνει αν προσπαθήσουμε να τυποποιήσουμε την αγάπη και τις εκδηλώσεις της. Ας μην ξεχνάμε πως αυτή η αγάπη είναι πηγαία, είναι αυθόρμητη. Βγαίνει από μέσα μας, μέσ' από την καρδιά που έπλυνε και καθάρισε ο Χριστός.
Αυτή η αγάπη βρίσκει δικούς της τρόπους έκφρασης διαφορετικούς σε κάθε περίσταση· όμως θα ήταν καλό να σκύψουμε για λίγο στην αμαρτωλή εκείνη γυναίκα, στον χρεώστη των 500 δηναρίων και να διδαχτούμε από τη δικιά της έκφραση αγάπης που έγινε δεκτή από τον Κύριο παρόλο που χλευάστηκε από τους άλλους συγκαθημένους.
Η αμαρτωλή γυναίκα «στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας». Η πολλή αγάπη κλαίει. Κι είναι δάκρυα ευγνωμοσύνης στο Σωτήρα, για το χάρισμα του μεγάλου χρέους, για τη δωρεά και την αποκατάσταση, γιατί η συμπεριφορά του Θεού μας είναι ριζικά διαφορετική απ' αυτή των ανθρώπων γύρω μας.
Καθώς ο Χριστός πλησιάζει στην ξεχωριστή πόλη της Ιερουσαλήμ, ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει: Και όταν πλησίασε, βλέποντας την πόλη, έκλαψε γι' αυτή, η αγάπη του Ιησού Χριστού απέναντι στους Ιουδαίους και στην πόλη που μ' ένα ιδιαίτερο τρόπο ήταν συνδεδεμένη με την παρουσία του άγιου Θεού στη γη μας, έκλαψε.
Το ίδιο έκανε και ο απόστολος Παύλος καθώς εκφράζει την αγάπη του προς τους Φιλιππίσιους (γ:18) λέγοντας: Επειδή, πολλοί περπατούν, για τους οποίους πολλές φορές σάς έλεγα, τώρα και κλαίγοντας σας λέω, ότι είναι οι εχθροί τού σταυρού τού Χριστού·
Η πολλή αγάπη πλένει πόδια. «και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια του με τα δάκρυα, και τα σκούπιζε με τις τρίχες τού κεφαλιού της».
Η αγάπη οδηγεί σε υπηρεσία προς τον Κύριο και τους δικούς του. Η πολλή αγάπη οδηγεί το Δάσκαλο ο οποίος: "σηκώνεται από το δείπνο, και βγάζει τα ιμάτιά του, παίρνοντας δε μια πετσέτα, ζώστηκε ολόγυρα στη μέση. Έπειτα, βάζει νερό στη λεκάνη, και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, και να τα σκουπίζει με την πετσέτα, που είχε ολόγυρα στη μέση".
Παράδειγμα έδωσα σε σας, για να κάνετε κι εσείς, όπως εγώ έκανα σε σας. Κι ήταν αυτό ένα παράδειγμα όχι μόνο για τους 12 που ήταν παρόντες εκείνο το βράδυ αλλά για όλους τους πιστούς.
Ένα παράδειγμα για υπηρεσία αποτέλεσμα της αγάπης μας προς αυτόν που μας έδωσε το παράδειγμα και όχι μόνο. Η αγάπη λοιπόν, υπηρετεί τον Κύριο και τους δικούς του και βρίσκει ότι στην υπηρεσία είναι το πλήρωμα και το μεγαλείο της χριστιανικής ζωής.
Και τέλος η πολλή αγάπη «σπαταλάει». Ναι, έτσι το βλέπει και έτσι το ονομάζει η ανθρώπινη στενόψυχη και στενόμυαλη αντίληψη: Και οι μαθητές του, βλέποντάς το, αγανάκτησαν, λέγοντας: Προς τι αυτή η σπατάλη; Επειδή, αυτό το μύρο μπορούσε να πουληθεί σε μια μεγάλη τιμή, και να δοθεί στους φτωχούς.
Όμως παρακάτω διαβάζουμε την τελείως αντίθετη άποψη του δασκάλου για τη συγκεκριμένη έκφραση της αγάπης: Καθώς δε ο Ιησούς το κατάλαβε, τους είπε: Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Επειδή, έκανε σε μένα ένα καλό έργο.
Ριζικά αντίθετη η άποψη του δασκάλου γι αυτή τη σπατάλη της αγάπης. Μιας αγάπης που όχι μόνο έδωσε πολλά αλλά επίσης δε ντράπηκε να εκφραστεί με έναν ιδιαίτερο, με έναν μοναδικό, με ένα ξεχωριστό τρόπο ο οποίος και μας καταχωρήθηκε μέσα στη Βίβλο για να τον θυμόμαστε και γιατί όχι να διδασκόμαστε από αυτόν.