Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

ΑΓΙΟ ΣΩΜΑ - Η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού


Η αλήθεια ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός, είναι ένα από τα πιο ξεκάθαρα θέματα της Αγ. Γραφής. Με απλά λόγια, ο Θεός είναι απόλυτα και αδιαίρετα ένας.
«Άκουε, Ισραήλ, Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος» (Δευτ.ς:4).Δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στην αιώνια φύση Του.

Oλα τα ονόματα και οι τίτλοι της θεότητας όπως "Ελοχίμ", "Γιάχβε"», "Κύριος", "Πατέρας", "Λόγος", "Πνεύμα Άγιο", αναφέρονται στην ίδια και μοναδική ύπαρξη. Οι πληθυντικοί που συνδέονται με το Θεό, μάλλον αναφέρονται σε κάποια ιδιότητα, χαρακτηριστικό, τίτλο, ρόλο, ή τρόπο φανέρωσης στον άνθρωπο.

Ο Θεός είναι άγιος – αγνός, τέλειος, αμίαντος από αμαρτία ή κακό (Λευ.ια:45). Συνεπώς, δεν μπορεί θα μιανθεί από ύλη ή σάρκα. Είναι απόλυτα άφθαρτος, αναλλοίωτος και αμετάβλητος. (Ψαλμ.ρβ:27, Μαλαχ.γ:6, Εβρ.α:12, ς:17-18, Ιάκ.α:17).

Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ένας Θεός που «εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμ.γ:16). «Ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ, διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν» (Β΄ Κορ.ε:19). «Διότι εν αυτώ ηυδόκησεν ο Πατήρ να κατοικήση παν το πλήρωμα» (Κολ.α:19). «Διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ.β:9).

«Εφανερώθη εν σαρκί» σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ το «κατοίκησε σε σάρκα». Η χρήση της λέξης σωματικώς στο Κολ.β:9 αποκλείει την ιδέα της κατοίκησης του Θεού απλά σ’ ένα σάρκινο δοχείο. Μάλλον όλο το πλήρωμα κατοίκησε «εν αυτώ» και «εν αυτώ σωματικώς».

Το «εν αυτώ» αναφέρεται στο Χριστό, με όλη τη Βιβλική σημασία του τίτλου και του προσώπου. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αποφεύγουμε την ετοιμολογία που δεν χρησιμεύει Βιβλικά ή δεν αντανακλά ολοκληρωμένα το νόημα.

Για παράδειγμα, είναι λάθος να λέμε πως ο Θεός κατοίκησε στη σάρκα όπως το νερό στο ποτήρι. Το ποτήρι είναί απλά ένα δοχείο αλλά όταν ο Θεός ήρθε εν σαρκί, τότε θεότητα και ανθρώπινη φύση έγιναν ένα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός είναι ο λόγος που έγινε σάρκα (Ιωάν.α:14). Έγινε η σύλληψη από την παρθένο Μαρία (Λουκ.α:31, β:21), Τον κυοφόρησε στη μήτρα της (Λουκ.β:5-6) και γεννήθηκε απ’ αυτήν (Λουκ.α:35, β:7, Ματθ.α:16-25).

Ο Ιησούς είναι ο Θεός με την έννοια της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό εννοούσαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης όταν αποκαλούσαν τον Ιησού, Θεό. Ο Ιησούς δέχτηκε την ομολογία του Θωμά για τον Εαυτό Του σαν «ο Κύριος μου και ο Θεός μου» (Ιωάν.κ:28-29).

Πολλά άλλα εδάφια φανερώνουν τον Ιησού σαν Θεό  (Ης.ζ:14, 9:6, λε:4-6, με:21-23, Ιωάν.α:1-14, η:56-58, ι:30-38, ιδ:9-11, Πράξ.κ:28, Ρωμ.θ:5, Β΄ Κορ.δ:4, Κολ..α:15-19, Τίτος β:13).

Κάποιοι υποστηρίζουν πως μόνο το ένα από τα τρία πρόσωπα της θεότητας - το δεύτερο που καλείται «Θεός Υιός» - ήρθε εν σαρκί, όμως η Αγ. Γραφή δεν κάνει καμιά τέτοια αναφορά. Απλά λέει πως ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί. Στο πρόσωπο του Ιησού δεν φανερώθηκε ένα απ’ τα πρόσωπα μιας υποτιθέμενης τριάδας, αλλά όλη η θεότητα, ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του ενός Θεού.

Όταν ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί δεν βεβηλώθηκε γιατί η αγιότητά Του είναι αναλλοίωτη και άφθαρτη (Ρωμ.α:23).

Αντίθετα, έδωσε τη δυνατότητα στους αμαρτωλούς να καθαρίζονται από τη μόλυνση της αμαρτίας και πραγματικά η σωτηρία μας αναπαύεται σ’ αυτή την αλήθεια. Ωστόσο, όταν ο Ιησούς συνελήφθη στη μήτρα της παρθένας Μαρίας, δεν μολύνθηκε από τη φύση της αμαρτίας. Αντίθετα, το Πνεύμα του Θεού ήταν η αιτία που το παιδί ήταν άγιο. (Λουκ.α:35).

Ο Ιησούς είναι αναλλοίωτος όσο αφορά στη θεότητα και στην αγιότητά Του (Εβρ.ιγ:8). Δεν μπορεί να μιανθεί από αμαρτία, σάρκα ή ύλη: «Διότι τοιούτος αρχιερεύς έπρεπεν εις ημάς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος» (Εβρ.ζ:26).

Όταν οι άνθρωποι αγγίζουν κάτι ακάθαρτο, αυτό δεν γίνεται άγιο, μάλλον οι άνθρωποι γίνονται ακάθαρτοι (Αγγαίος β:11-14). Για παράδειγμα, κάτω από το Νόμο της Π. Διαθήκης οι άνθρωποι γίνονταν ακάθαρτοι όταν άγγιζαν έναν νεκρό, έναν λεπρό ή κάποιον με ρεύση (Αριθ.ε:1-3).

Επειδή ο Ιησούς ήταν ο Θεός φανερωμένος εν σαρκί, όταν άγγιζε κάτι ακάθαρτο δεν γινόταν ακάθαρτος, αντίθετα το ακάθαρτο γινόταν καθαρό. Όταν ο Ιησούς άγγιξε το λεπρό, ο λεπρός θεραπεύτηκε. Όταν άγγιξε το φέρετρο ενός νεκρού, ο άνθρωπος αναστήθηκε. Όταν η γυναίκα με τη ρύση του αίματος άγγιξε τον Ιησού Αυτός δεν μολύνθηκε αλλά η γυναίκα θεραπεύτηκε. Όταν ο Ιησούς έπιασε το νεκρό κορίτσι απ’ το χέρι εκείνο αναστήθηκε. (Δες Λουκ.ε:12-14, ζ:14-15, η:43-44, 53-55).

Έτσι ο Ιησούς μπορούσε να γεννηθεί «με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας» προκειμένου να γίνει θυσία περί αμαρτίας χωρίς να μολυνθεί απ’ αυτήν. Αντίθετα «κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί», και «γεύθηκε θάνατο υπέρ παντός ανθρώπου» (Δες Ρωμ.η:3, Β΄ Κορ.ε:21, Εβρ.β:9). Αν και ο Ιησούς μπορεί να καταλάβει τις αδυναμίες μας, είναι αναμάρτητος (Εβρ.δ:15).

Οι Γραφές διακηρύσσουν την γνήσια και απόλυτη ανθρώπινη φύση του Ιησού. (Δες Ρωμ.α:3, Εβρ.β:14-17, ε:7-8.)

«Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ιωάν.α:14). Με τη λέξη «σάρξ» δεν εννοεί απλά μόνο το φυσικό σώμα αλλά την γνήσια και ολοκληρωμένη ανθρώπινη προσωπικότητα. Με οποιοδήποτε τρόπο κι αν ορίσουμε τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, ο Χριστός τα είχε. Είχε ανθρώπινο σώμα, ψυχή, πνεύμα, μυαλό και θέληση (Δες Ματθ.κγ:38-39, Λουκ.κγ:46, Πράξ.β:27-31).

Ο Ιησούς ήταν ταυτόχρονα Υιός του Θεού και Υιός του ανθρώπου. Η Μαρία συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου, επομένως το άγιο παιδί που γεννήθηκε είναι ο Γιος του Θεού (Λουκ.α:35). Επειδή το «άγιον» που γεννήθηκε ήταν η φανέρωση του Θεού «εν σαρκί», είναι επίσης και ο Υιός του ανθρώπου.

«Υιός του ….» σημαίνει επίσης «έχει τη φύση ή το χαρακτήρα του …», όπως στο «υιοί βροντής», «υιοί του Βελίαλ» και «υιός παρηγορίας». Ο Ιησούς είχε ακριβώς το χαρακτήρα του Θεού καθώς και της τέλειας ανθρώπινης φύσης, γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι ακριβώς σαν τον Θεό, να είναι ίσος με τον Θεό ή να έχει καθ’ ολοκληρία το χαρακτήρα του Θεού χωρίς να είναι ο ίδιος ο Θεός. (Δες Ης.μς:9, μη:11, Ιωάν.ε:18).

Η αναγνώριση του Ιησού σαν μοναδικού Γιου του Θεού δηλώνει πως είναι ο Θεός εν σαρκί. Ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος. Ήταν κάτι περισσότερο από μια ορατή φανέρωση του Θεού, δεν ήταν απλά ότι ο Θεός ζωογονεί ένα ανθρώπινο σώμα. Στην πραγματικότητα ήταν ο Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί – ο Θεός που κατοίκησε και φανέρωσε τον εαυτό Του μέσα από ένα αληθινό άνθρωπο, με κάθε τι που περικλείει η ανθρώπινη φύση εκτός απ’ την αμαρτία. Αν είχε κάτι λιγότερο από την φυσιολογική ανθρώπινη φύση, η εξιλέωση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

Το γεγονός ότι ο Ιησούς ήταν κανονικός άνθρωπος δεν σημαίνει πως είχε μία αμαρτωλή φύση γιατί η αμαρτία δεν μπορεί να συνυπάρχει με τη θεότητα. Επιπλέον, η αμαρτωλή φύση δεν ήταν μέρος της ανθρώπινης φυλής αρχικά. (Γέν.α:27, 31). Ο Χριστός ήταν υποκείμενος σε όλους τους ανθρώπινους πειρασμούς και τις ασθένειες αλλά χωρίς αμαρτία (Εβρ.δ:15). Δεν αμάρτησε και αμαρτία δεν υπήρχε σ’ Αυτόν (Ά Πέτρ.β:22, Α΄ Ιωάν.γ:5).

Η ένωση της θεότητας και της ανθρώπινης φύσης στο Χριστό

Η αληθινή Χριστολογία πρέπει να διακρίνει ανάμεσα στην υπερβατικότητα του Θεού και στη φανέρωσή Του εν σαρκί. Αλλιώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τις προσευχές του Χριστού, την υπακοή Του στο θέλημα του Πατέρα, την έλλειψη ανεξάρτητης γνώσης και δύναμης κτλ.

Η μονοθεϊστική θεολογία υποστηρίζει πως αυτά τα παραδείγματα και άλλα σαν κι αυτά δεν αποδεικνύουν πλειονότητα προσώπων στη θεότητα, αλλά μάλλον τη γνήσια ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού.

Ήταν κανονικότατος άνθρωπος σε κάθε περίπτωση και απέκτησε πείρα από την καθημερινότητά Του σαν άνθρωπος, εκτός απ’ την αμαρτία. Η ανθρώπινη φύση Του όπως και η θεότητά Του ήταν πλήρης και ολοκληρωμένη. Με τον ίδιο τρόπο που εμείς οι άνθρωποι μιλάμε για τη φύση μας και τη σχέση μας με το Θεό, έτσι κι ο Ιησούς μπορούσε, εκτός απ’ την αμαρτία. Την ίδια στιγμή όμως μπορούσε να μιλά και να ενεργεί σαν Θεός, γιατί ήταν ταυτόχρονα ο Θεός και άνθρωπος.

Κάποιες φορές ενεργούσε και μιλούσε σαν άνθρωπος, όπως όταν πείνασε και άλλες φορές ενεργούσε σαν ο Θεός, όπως όταν τάισε το πλήθος με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Στο σταυρό έκραξε μέσα απ’ τα βάθη της ανθρώπινης φύσης Του, «Διψώ», «Θεέ μου, Θεέ μου δια τι με εγκατέλειπες;» και «Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου». 

Όμως, στο σταυρό εξάσκησε και το προνόμιο του Θεού να υποσχεθεί στο μετανοημένο ληστή, «Σήμερον θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω» (Ματθ.κζ:46, Λουκ.κγ:43,46 Ιωάν.ιθ:28).

Όταν η Βίβλος λέει πως ο Χριστός πέθανε, αναφέρεται στο θάνατο της ανθρώπινης φύσης γιατί η θεότητα δεν πεθαίνει. Όταν λέει πως ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές των πιστών αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα.

Μόνο σαν άνθρωπος μπορούσε ο Ιησούς να γεννηθεί, να μεγαλώσει, να πειραχτεί απ’ τον Διάβολο, να πεινάσει, να διψάσει, να κουραστεί, να κοιμηθεί, να προσευχηθεί, να δαρθεί, να πεθάνει, να μην γνωρίζει όλα τα πράγματα, να μην έχει όλη την δύναμη, να είναι κατώτερος απ’ το Θεό και να είναι υπηρέτης.

Αλλά, επειδή ήταν και ο Θεός, μπορούσε να είναι άναρχος, αναλλοίωτος, να εκβάλει δαιμόνια, να είναι ο άρτος της ζωής, να δίνει ζωντανό νερό, να αναπαύει πνευματικά, να σταματά την καταιγίδα, να απαντά προσευχές, να θεραπεύει τους αρρώστους, να αναστήσει το σώμα Του απ’ τους νεκρούς, να συγχωρεί αμαρτίες, να είναι παντογνώστης, παντοδύναμος, πανταχού παρών, να αναγνωρίζεται σαν ο Θεός και να είναι Βασιλιάς βασιλιάδων. Σε οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, αυτές οι δύο αντικρουόμενες λίστες δεν θα μπορούσαν να συνυπάρχουν, κι όμως η Αγ. Γραφή αποδίδει και τις δύο στον Ιησού.

Η συνύπαρξη δύο διαφορετικών φύσεων, της θείας και της ανθρώπινης, εξηγεί τις βιβλικές αναφορές στους τίτλους «Πατέρας» και «Υιός». Κάθε προσπάθεια να ταυτίσουμε αυτούς τους τίτλους με δύο διαφορετικά πρόσωπα, αναγκαστικά πέφτει στο λάθος του διθεϊσμού ή στην ύπαρξη ενός μεγάλου κι ενός κατώτερου θεού.

Αυτές οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, στο πρόσωπο του Χριστού είναι αδύνατον να ξεχωριστούν. Είναι προφανές πως ο Ιησούς ήταν άνθρωπος κατά πάντα, αλλά είναι άλλο τόσο προφανές πως μέσα Του κατοικούσε όλο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά. Η ανθρώπινη φύση και η θεότητα ήταν αδιαχώριστα ενωμένες. (Ιωάν.α:1, 14, ι:30, 38, ιδ:10-11.) Ενώ υπήρχε διάκριση ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο θέλω, πάντοτε υπότασσε το ανθρώπινο θέλημα στο θεϊκό. (Ιωάν.ε:19, 30, η:28, ιβ:49-50, ιδ:10.)

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δοξάσεις το Θεό εκτός μέσα απ’ αυτή την ενότητα της θεότητας και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, γιατί Αυτός είναι η μόνιμη πλέον αποκάλυψη του Θεού (Ρωμ.ις:27). Αυτή η ενότητα της θεότητας και της ανθρώπινης φύσης, δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει (Εβρ.ιγ:8, Αποκ.κβ:3-4).

Ο Ιησούς, όσο ήταν στη γη, ήταν ο Θεός κι όχι απλά ένας χρισμένος άνθρωπος. Ταυτόχρονα ήταν τέλειος άνθρωπος, όχι μόνο εμφανισιακά. Είχε δικαιωματικά όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του Θεού, δεν είχε απλά θεοποιηθεί από το χρίσμα ή την κατοίκηση (Ιωάν.γ:34). Η ανθρώπινη φύση του Ιησού είχε  αδιαχώριστα ενωθεί με όλο το πλήρωμα του Πνεύματος του Θεού. (Κολ.α:19).

Ο Χριστός δεν είχε δύο προσωπικότητες. Είχε μία μοναδική προσωπικότητα που ήταν το αποτέλεσμα της τέλειας ταύτισης της θεότητας με την ανθρώπινη φύση. Η θεότητα διαπότισε και χρωμάτισε κάθε πτυχή της ανθρώπινης φύσης.

Βιβλικές Αλήθειες για την Ανθρώπινη Φύση του Χριστού

Μέσα στο λόγο του Θεού, ανακαλύπτουμε τις παρακάτω αλήθειες σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Χριστού:

1. Ο Ιησούς δεν κληρονόμησε αμαρτία, γιατί η θεότητα δεν μπορεί να μολυνθεί από την αμαρτία. Αντίθετα η αμαρτωλή σάρκα αγιάζεται από το άγγιγμα της θεότητας (Ησ.ς:5-7).

Το παιδί Ιησούς γεννήθηκε άγιο επειδή ήταν ο λόγος που έγινε σάρκα και επειδή η σύλληψη Του ήταν αποτέλεσμα της επισκίασης του Αγίου Πνεύματος. «Και ο Λόγος έγινε σαρξ, και κατώκησε μεταξύ ημών, (και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός,) πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.α:14). «Και αποκριθείς ο άγγελος, είπε προς αυτήν, Πνεύμα Άγιον Θέλει επέλθει επί σε, και δύναμις του Υψίστου θέλει σε επισκιάσει, δια τούτο και το γεννώμενον εκ σου άγιον, θέλει ονομασθή Υιός Θεού» (Λουκ.α:35).

2. Ο Ιησούς ήταν ο βιολογικός απόγονος του Αδάμ και της Εύας, του Αβραάμ και του Δαβίδ. Γεννήθηκε ακριβώς με την ίδια ανθρώπινη φύση που ο Αδάμ και η Εύα είχαν όταν δημιουργήθηκαν (Ιωάν.α:14, Ά Ιωάν.δ:2, Ά Τιμ.γ:16). Ήταν το «σπέρμα της γυναικός», «το σπέρμα του Αβραάμ», «το σπέρμα του Δαβίδ» και «ο βλαστός του Δαβίδ» (Γέν.γ:15, Ιωάν.ζ:42, Πράξ.ιγ:23, Ρωμ.α:3, Γαλ.γ:16, Ά Τιμ.β:8, Εβρ.β:16, Αποκ.κβ:16). Ο Ιησούς ήταν ένας φυσικός Ισραηλίτης όπως ο Παύλος (Ρωμ.θ:3-5). Ο Μεσσίας ήταν ο «καρπός της οσφύος αυτού (του Δαβίδ) κατά σάρκα» (Πράξ.β:30).

Στα εδάφια της Καινής Διαθήκης που αναφέρουν ότι ο Ιησούς είναι το «σπέρμα» του Αβραάμ και του Δαβίδ, η λέξη σπέρμα σημαίνει βιολογικός απόγονος. Είναι λάθος να λέμε πως η λέξη σπέρμα αναφέρεται στον Ιησού Χριστό μεταφορικά, χωρίς αναφορά στο φυσικό απόγονο. Ο Θεός έδωσε υποσχέσεις στο σπέρμα του Αβραάμ, που αναγνωρίζονται πρώτιστα στους απογόνους του (πληθυντικός) (Γέν.ιζ:7-13).

Το Γαλ.γ:16 δίνει έμφαση στο γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο ανώτατος απόγονος (ενικός) του Αβραάμ δια του οποίου αυτές οι υποσχέσεις θα εκπληρώνονταν στον υψηλότερο βαθμό και θα τις έκανε διαθέσιμες σε όσους πίστευαν σ’ Αυτόν.

Από τη μελέτη πολλών εδαφίων βλέπουμε πως και η Εβραϊκή και η Ελληνική λέξη «σπέρμα» στη Βίβλο αναφέρεται κυρίως στον βιολογικό απόγονο του άνδρα και της γυναίκας και μόνο για δευτερεύοντα λόγο χρησιμοποιούνται σαν μεταφορές για πνευματικούς απογόνους.

Ο ίδιος ο Ιησούς αναγνώρισε τους Εβραίους σαν σπέρμα του Αβραάμ, ακόμη κι αυτούς που ζητούσαν να τον σκοτώσουν (Ιωάν.η:37). Η Μαρία κατάλαβε πως το σπέρμα του Αβραάμ συμπεριλάμβανε τους «πατέρες», στους οποίους δόθηκαν οι υποσχέσεις του Θεού (Λουκ.α:55).

Ο πρωτομάρτυρας της εκκλησίας Στέφανος, αναγνώρισε το παιδί του Αβραάμ, τον Ισαάκ, και τους απογόνους του σαν σπέρμα του Αβραάμ (Πράξ.ζ:5-6). Ο Πέτρος κατάλαβε πως «οι άνδρες Ισραηλίται» ήταν το σπέρμα της διαθήκης (Πράξ.γ:12, 25).

Ο Παύλος έγραψε «εις άπαν το σπέρμα» δείχνοντας πως ο λόγος είναι για όλους του πιστούς όπως και για όλους τους φυσικούς απογόνους του Αβραάμ (Ρωμ.δ:16, θ:29). Ακόμα συμπεριέλαβε τα πολλά έθνη που προήλθαν από τους απόγονους του Αβραάμ στο σπέρμα στο οποίο ο Θεός μίλησε (Ρωμ.δ:18, ια:1, Β΄ Κορ.ια:22). Επιπλέον, διεύρυνε την έννοια της λέξης «σπέρμα» ώστε να περιλαμβάνει όλους όσους θα πίστευαν στο Χριστό σαν πνευματικούς απογόνους του Αβραάμ και παιδιά του Θεού (Ρωμ.θ:7-8, Γαλ.γ:29).

Τελικά ο λόγος του Θεού χρησιμοποιεί ειδικά τη λέξη σπέρμα για ν’ αναφερθεί στο αναπαραγωγικό κύτταρο μιας γυναίκας όπως κι ενός άντρα. Στην πραγματικότητα η Βίβλος δεν χρησιμοποιεί καμία άλλη λέξη για να αναφερθεί στο θηλυκό αναπαραγωγικό κύτταρο. «Δια πίστεως και αυτή η Σάρρα έλαβε δύναμιν εις το να συλλάβει σπέρμα, και παρά καιρόν ηλικίας εγέννησεν επειδή εστοχάσθη πιστόν τον υποσχεθέντα» (Εβρ.ια:11).

Η Σάρρα «συνέλαβε σπέρμα». Αν και είναι αλήθεια πως οι γυναίκες δεν έχουν σπέρμα η σημασία της Εβραϊκής λέξης (ζήρα) και της Ελληνικής λέξης (σπέρμα) δεν περιορίζονται στο αρσενικό αναπαραγωγικό κύτταρο ή στο Χριστό. Η Αγ. Γραφή λοιπόν ξεκάθαρα διδάσκει πως ο Ιησούς Χριστός βιολογικά και γενετικά συγγένευε  με τον Αδάμ, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Ιούδα και τον Δαβίδ δια μέσου της Εύας και της παρθένου Μαρίας, της μητέρας Του.

3. Ο Ιησούς ήταν ο βιολογικός απόγονος της Μαρίας. Η Μαρία δεν ήταν ένα «εκκολαπτήριο» της «θεϊκής σάρκας». Δεν γέννησε απλά το Χριστό αλλά τον «συνέλαβε» στη μήτρα της. (Λουκ.α:31).

Η Αγ. Γραφή αναγνωρίζει τη Μαρία σαν την μητέρα του Ιησού (Ματθ.α:18, β:11, Λουκ.β:34, 43, 48,51). Ιδιαίτερα οι άγγελοι την αναγνώρισαν σαν την αληθινή μητέρα του Ιησού (Ματθ.β:13, 19-20). Η λέξη «μητέρα» δεν μπορεί να αναφέρεται σ’ ένα απλό «εκκολαπτήριο». Απαιτεί και βιολογική σχέση. Ο Ιησούς «εγεννήθη εκ γυναικός και υπετάγη εις τον νόμο» (Γαλ.δ:4).

4. Ήταν απαραίτητο για τον Ιησού να είναι σαν ένας από εμάς, να γίνει γενετικά μέρος της ανθρώπινης φυλής με ανθρώπινη σάρκα και αίμα και χωρίς αμαρτία, ώστε να γίνει ο αρχιερέας και να μας συμφιλιώσει με το Θεό.

«Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, δια να καταργήση δια του θανάτου τον έχοντας το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διαβολών, και ελευθερώσει εκείνους, όσοι δια τον φόβον του θανάτου ήσαν δια παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν. Διότι βεβαίως δεν ανέλαβεν αγγέλων φύσιν, αλλά σπέρματος Αβραάμ ανέλαβεν. Όθεν έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς, δια να γείνη ελεήμων και πιστός αρχιερεύς εις τα προς τον Θεόν, δια να κάμνη εξιλέωσιν υπέρ των αμαρτιών του λαού. Επειδή καθ’ ότι αυτός έπαθε πειρασθείς, δύναται να βοηθήση του πειραζομένους» (Εβρ.β:14-18).

«Έχοντας λοιπόν αρχιερέα μέγαν, όστις διήλθε τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, ας κρατώμεν την ομολογίαν. Διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτία» (Εβρ.δ:14-15).

5. Σαν άνθρωπος, ο Ιησούς μεγάλωσε διανοητικά, φυσικά, πνευματικά και κοινωνικά.

«Και ο Ιησούς προέκοπτεν εις σοφίαν, και ηλικίαν, και χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ.β:52).

«Όστις εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, αφού μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου, και εισηκούσθη δια την ευλάβειαν αυτού, καίτοι ων υιός, έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας εις αυτόν» (Εβρ.ε:7-9).

6. Το σώμα του Ιησού άλλαξε κατά την ανάστασή Του. Πριν την ανάστασή, ο Ιησούς είχε σάρκα και αίμα, ένα σώμα ικανό να υποφέρει, να πεθάνει και να φθαρεί. Μετά την ανάστασή Του, το σώμα Του άλλαξε και έγινε άφθαρτο και αθάνατο.

«Γινώσκοντες ότι ο Χριστός αναστάς εκ νεκρών, δεν αποθνήσκει πλέον, θάνατος αυτόν δεν κυριεύει πλέον» (Ρωμ.ς:9).

Ο Δαβίδ προφήτεψε για το Χριστό, «Διότι δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχήν μου εν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον όσιον σου να ίδη διαφθοράν» (Ψαλμ.ις:10, Πράξ.β:27).

Ο Πέτρος εξήγησε πως αυτή η προφητεία εκπληρώθηκε με την ανάσταση του Χριστού: «προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή αυτού εν τω άδη, ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πράξ.β:31).

Κατά τον ίδιο τρόπο ο Παύλος χρησιμοποιεί αυτό το εδάφιο από τους Ψαλμούς για να πει πως ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς «μη μέλλοντα πλέον να υποστρέψη εις την διαφθοράν» (Πράξ.ιγ:34-35).

Σύμφωνα μ’ αυτή την προφητεία, όπως εφαρμόστηκε από τους Πέτρο και Παύλο, το σώμα του Χριστού θα είχε φθαρεί αν δεν συνέβαινε το θαύμα της ανάστασης.

Με την ανάστασή Του, ο Ιησούς έγινε «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ.ιε:20). Διά Ιησού Χριστού ήρθε η «ανάσταση των νεκρών» (Α΄ Κορ.ιε:21). Στην Ά Κορ.ιε:42-44 εξηγεί τι συμβαίνει κατά την «ανάσταση των νεκρών»:

«Ούτω και η ανάστασις των νεκρών, σπείρεται εν φθορά, ανίσταται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, ανίσταται εν δόξη, σπείρεται εν ασθενεία, ανίσταται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ζωϊκόν ανίσταται σώμα πνευματικόν».

Η δική μας ανάσταση θα είναι όπως του Χριστού, θ’ αποκτήσουμε κι εμείς ένα σώμα σαν το δικό Του. Και στις δύο περιπτώσεις η «ανάσταση» αναφέρεται στην ίδια διαδικασία, ο Χριστός έγινε η «απαρχή» των πιστών.

«Τούτο δε λέγω, αδελφοί, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν, ουδέ η φθορά κληρονομεί την αφθαρσίαν. Ιδού, μυστήριον λέγω προς εσάς, πάντες μεν δεν θέλομεν κοιμηθή, πάντες όμως θέλομεν μεταμορφωθή, εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι. Διότι θέλει σαλπίσει, και οι νεκροί θέλουσιν αναστηθή άφθαρτοί, και ημείς θέλομεν μεταμορφωθή. Διότι πρέπει το φθαρτόν τούτο να ενδυθή αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο να ενδυθή αθανασίαν» (Α΄ Κορ.ιε:50-53).

«Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού, και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι, εξεύρομεν όμως, ότι, όταν φανερωθή θέλομεν είσθαι όμοιοι με αυτόν διότι θέλομεν ιδεί αυτόν καθώς είναι» (Α΄ Ιωάν.γ:2).

Με λίγα λόγια, η Βίβλος φανερώνει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού προέκρινε την εξύψωση και τη δοξολογία, κάτι το οποίο συνέβη με το θάνατό, την ανάσταση και την ανάληψή Του. (Ψαλμ.β:7 με Πράξ.ιγ:32-34, Ψαλμ.ρι:1-3 με Εφες.α:19-23, Ψαλμ.ρι:4 με Εβρ.ε:1-11, Ης.κη:16 με Α΄ Πέτρ.β:6-8, Ιωάν.ζ:39, ιζ:1, Πράξ.β:33, γ:13, δ:10-12, ε:31, Ρωμ.α:3-4, Φιλιπ.β:5-11.)

Αν ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος με τη δυνατότητα να υποφέρει, να μαθαίνει εκ πείρας, να υπακούει, να αυξάνει και να μεταμορφώνεται, τότε αυτά τα εδάφια θα ήταν χωρίς νόημα όταν λένε για Εκείνον ότι «έμαθε την υπακοήν αφ' όσων έπαθε» «και γενόμενος τέλειος» κι ότι εξυψώθηκε και δοξάστηκε με την ανάσταση.

Αν το σώμα του δεν είχε βιολογική και γενετική σχέση με τους άλλους ανθρώπους, αν ήταν «άγιο σώμα» απαλλαγμένο απ’ την ανθρώπινη αδυναμία, αυτά τα προσόντα θα ήταν χωρίς νόημα επειδή η θεότητα δεν χρειάζεται πιστοποίηση για να δοξαστεί και να υψωθεί ή όποιο ρόλο επιλέξει να πάρει σε σχέση με τη δημιουργία.

Μόνο όταν αναγνωρίσουμε ότι ο Ιησούς ήταν κανονικός άνθρωπος, μπορούμε να καταλάβουμε αυτές τις εξαγγελίες. Ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός έπρεπε να αποδείξει τον Εαυτό Του άξιο της αποστολής και των τίτλων που στάλθηκε να εκπληρώσει.

«Λέγω δε, εφ’όσον χρόνον ο κληρονόμος είναι νήπιος, δεν διαφέρει δούλου, αν και ήναι κύριος πάντων, αλλ’ είναι υπό επιτρόπους και οικονόμους, μέχρι της προθεσμίας υπό του πατρός. Ούτω και ημείς ότε ήμεθα νήπιοι, υπό τα στοιχεία του κόσμου ήμεθα δεδουλωμένοι, ότε όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και υπετάγη εις τον νόμον, δια να εξαγοράση τους υπό νόμον, δια να λάβωμεν την υιοθεσίαν» (Γαλ.δ:1-5).

Γι’ αυτό το θέμα η προς Εβρ.ε:5-9 εξηγεί: «Ούτω και ο Χριστός δεν εδόξασεν εαυτόν δια να γείνη αρχιερεύς, αλλ’ ο λαλήσας προς αυτόν, Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα. Καθώς αλλαχού λέγει, Σύ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Όστις εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, αφού μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου, και εισηκούσθη δια την ευλάβειαν αυτού, καιτοι ων υιός έμαθε την υπακοήν αφ’ όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας του υπακούοντας εις αυτόν».

Συμπέρασμα

Στον τυπικό Χριστιανισμό, η Χριστολογία ή η διδασκαλία περί Χριστού, προσδιορίστηκε στη σύνοδο της Καρχηδόνας (451 μ.Χ) ως εξής: Ο Χριστός είχε δύο φύσεις σ’ ένα πρόσωπο. Ωστόσο, οι τεχνικοί όροι φύση και πρόσωπο δεν είναι οι κατάλληλοι σε όλες τις περιστάσεις. Προερχόμενοι από την Ελληνική φιλοσοφία και χρωματισμένοι από τριαδική χρήση είναι ανεπαρκείς να αποδώσουν πλήρως τη Βιβλική έννοια της φανέρωσης του Θεού εν σαρκί.

Για παράδειγμα είναι ανακριβές ότι η μία φύση προσευχόταν στην άλλη ή η μία φύση αγαπούσε την άλλη. Είναι πιο σωστό να πούμε απλά πως ο Χριστός προσευχήθηκε σαν πραγματικός άνθρωπος και πως ο Υιός αγάπησε τον Πατέρα όπως όλοι οι άνθρωποι αγαπούν το Θεό. Δεν μπορούμε να μιλάμε για πρόσωπα στη θεότητα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο που έζησε πάνω στη γη.

Εν συντομία, δεν μπορούμε να δεχτούμε της τριαδικές προϋποθέσεις και αρχές της Καρχηδόνας, ούτε να υιοθετήσουμε τον τίτλο της Μαρίας σαν μητέρα του Θεού.

Ακόμα, δεν μπορούμε να δεχτούμε οποιαδήποτε διδασκαλία που υιοθετεί μια θεότητα που μπορεί να υποστεί φθορά ή που χωρίζει τον Ιησού Χριστό από τη βιολογική και γενετική σχέση με την ανθρωπότητα. Αλλά αποδεχόμαστε τη βασική ιδέα πως η ανθρώπινη φύση και η θεότητα είναι αδιαχώριστα ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Χριστού.

Σε τελική ανάλυση, αντί να επιχειρηματολογούμε καυγαδίζοντας για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού με ιστορικούς και φιλοσοφικούς όρους, εμείς, οι Μονοθεϊστές, προτιμούμε να προσπεράσουμε τις αρχαίες διδασκαλίες και τις συνόδους και να πάμε πιο πίσω, στις Γραφές. Βασισμένοι στις Γραφές μπορούμε να κάνουμε πέντε σημαντικές διαβεβαιώσεις σχετικά με τη διδασκαλία του Χριστού:

1. Ο Χριστός είναι ο Θεός, ο ένας αληθινός Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί.

2. Ο Χριστός είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος, χωρίς αμαρτία.

3. Υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην υπερβατική, αιώνια θεότητα και την φανέρωσή Της εν σαρκί στο πρόσωπο του ανθρώπου Ιησού Χριστού. Τα Ευαγγέλια αποκαλύπτουν πως ο Χριστός είναι ταυτόχρονα ο Θεός και άνθρωπος. Κάποιες εικόνες και παροιμίες φανερώνουν πιο έντονα την ανθρώπινη φύση Του και κάποιες τη θεϊκή. Καμιά περιγραφή της ανθρώπινης φύσης Του δεν αρνείται τη θεότητα και καμία περιγραφή της θεότητας δεν αρνείται την ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη φύση δεν υπήρξε ξεχωριστά απ’ τη θεότητα και η θεότητα δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί πλήρως χωρίς την ανθρώπινη φύση.
4. Η θεότητα και η ανθρώπινη φύση είναι αδιαχώριστα ενωμένες στο Χριστό. Ο Χριστός δεν ήταν απλά πληρωμένος με Πνεύμα Άγιο όπως εμείς, με τη δυνατότητα να ζούμε σαν άνθρωποι ξεχωριστά απ’ το Πνεύμα. Αντίθετα, ενώ υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη στο Χριστό, αυτές είναι τόσο πολύ ενωμένες σαν να είναι ένα πρόσωπο σε κάθε περίπτωση. Ο Ιησούς είναι ο Θεός που φανερώθηκε εν σαρκί – όχι ο Θεός της κατοίκησης, αλλά της φανέρωσης επί της ουσίας.

5. Η γενετική σχέση του Χριστού με το ανθρώπινο γένος, κληρονομήθηκε απ’ τη μητέρα Του, Μαρία. Μ’ αυτό τον τρόπο είναι μέρος της ανθρώπινης φυλής. Ο βιολογικός απόγονος του Αδάμ και της Εύας, του Αβραάμ και του Δαβίδ με σκοπό να συμφιλιώσει τους αμαρτωλούς ανθρώπους με το Θεό.

Επειδή το Άγιο Πνεύμα επισκίασε τη Μαρία, ο Ιησούς ήταν η μοναδική, άγια ένωση του λόγου του Θεού με την ανθρώπινη φύση. Η διδασκαλία του «αγίου σώματος» ή του «ουράνιου σώματος» του Χριστού –  που χαρακτηρίζεται από την άρνηση ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν βιολογικά ή γενετικά συγγενής με το ανθρώπινο γένος μέσω της μητέρας Του, της Μαρίας – είναι Βιβλικά λάθος.

Ο Ιησούς Χριστός είναι η πληρότητα του Θεού που κατοικεί σ’ ένα τέλειο ανθρώπινο σώμα. Ο Θεός φανερώθηκε σαν τέλειος άνθρωπος. Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος ή ημίθεος, ή δεύτερο πρόσωπο σε μια θεότητα ή ένα θείο πρόσωπο που προσωρινά απεκδύθηκε κάποιες θεϊκές του ιδιότητες, ή η μεταστοιχείωση του Θεού σε σάρκα (δεν έγινε ο Θεός σάρκα), ή η φανέρωση ενός μέρους του Θεού, ή η χρησιμοποίηση ενός ανθρώπινου σώματος απ’ το Θεό, ή η φανέρωση του Θεού μέσα από μια ατελή ανθρώπινη φύση, δεν είναι η έλευση του Θεού με «ανθρώπινη» ταυτότητα χωρίς να έχει βιολογική σχέση με τον Αδάμ και την Εύα, ή ο Θεός που κατοίκησε προσωρινά σ’ έναν άνθρωπο. Ο Ιησούς Χριστός είναι η ενσωμάτωση, η φανέρωση του ενός Θεού.