Οι περισσότεροι είμαστε εξοικειωμένοι με τα λόγια του Ιησού
στο τελευταίο δείπνο - ή τουλάχιστον με ορισμένα από αυτά τα λόγια. Όταν μαζευόμαστε
για το δείπνο, ακούμε συχνά «Τούτο είναι
το σώμα μου το υπέρ υμών διδόμενον· τούτο κάμνετε εις την ιδικήν μου ανάμνησιν.
Ωσαύτως και το ποτήριον, αφού εδείπνησαν, λέγων· Τούτο το ποτήριον είναι η
καινή διαθήκη εν τω αίματί μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον».
Πρόσφατα, όμως,
διάβασα στο Λουκά κβ, το οποίο περιλαμβάνει το τελευταίο δείπνο και τα γεγονότα
γύρω από αυτό. Εκτός από αυτά τα γνωστά λόγια από το δείπνο, εξεπλάγην από
ορισμένα άλλα λόγια που λέγονται από τον Ιησού σε αυτή τη βαρυσήμαντη
περίσταση.
Αφού ο Ιησούς και οι μαθητές κάθισαν μαζί γύρω από το
τραπέζι του Πάσχα, τα πρώτα λόγια που είπε ο Ιησούς ήταν: «Πολύ επεθύμησα να φάγω το πάσχα τούτο με σας προ του να πάθω» (Λουκ.κβ:15).
Έχοντας μπροστά Του μια περίοδο αφάνταστα έντονων δεινών στη ζωή Του, ο Ιησούς
έχει μια βαθιά επιθυμία να είναι μαζί με τους μαθητές Του. Αν και σαφώς είχε
ανάγκη να είναι με τον Πατέρα Του, όπως βλέπουμε στα εδ.41-44, φαίνεται ότι αισθανόταν
την ανάγκη να είναι με τους μαθητές Του – τους στενούς φίλους Του. Η βαθιά
λαχτάρα του Ιησού να είναι με τους μαθητές Του σ’ αυτή την πιο σκοτεινή και πιο
δύσκολη περίοδο της ζωής Του είναι ένα αρκετά αξιόλογο θέμα.
Αυτή η επιθυμία γίνεται ακόμη πιο αξιοσημείωτη, όταν
εξετάζουμε τις μεγάλες ατέλειες των μαθητών, που ο καθένας μπορεί να δει στα
γεγονότα που επακολούθησαν εκείνο το δείπνο στο Λουκ.κβ. Η άμεση αντίδρασή τους
όταν ο Ιησούς τους αποκάλυψε τα επικείμενα παθήματα, δεν ήταν συμπάθεια, αλλά
μια συζήτηση για το ποιος από αυτούς πρόκειται να προδώσει τον Ιησού (εδ.23). Αμέσως
μετά, ξεκινά μια διαφορά που προέκυψε μεταξύ τους, ως προς το ποιος από αυτούς
θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι μεγαλύτερος (εδ.24-30).
Αργότερα, τους ζητά να
προσευχηθούν για να μην μπουν σε πειρασμό, ενώ είναι μόνος Του στην προσευχή με
τον Πατέρα. Αντ’ αυτού, κοιμούνται (εδ.39-46). Ο Ιούδας Τον προδίδει (εδ.47-48),
και ο Πέτρος Τον αρνείται (εδ.54-62). Οι πράξεις τους δεν φανερώνουν μαθητές με
πρόθεση την ενθάρρυνση και την ενίσχυση ενός φίλου σε μια στιγμή μεγάλης
ανάγκης. Όμως, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις αποτυχίες των μαθητών, τις
οποίες ο Ιησούς γνώριζε καλά, εξακολουθεί να επιθυμεί διακαώς να είναι μαζί
τους σε αυτό το φρικτά εξαντλητικό σημείο στη ζωή Του.
Υπάρχουν δύο αλήθειες, ιδίως στην αφήγηση του Λουκ.κβ που
τις βρίσκω πιο εντυπωσιακές και εξαιρετικές. Πρώτη, ο Ιησούς αγαπούσε τους
μαθητές του όπως ήταν και επιθυμούσε πολύ να είναι μαζί τους. Είναι προφανές
ότι οι μαθητές χρειάζονταν τον Ιησού πάρα πολύ. Ωστόσο, σε κάποιο βαθμό, ο
Ιησούς «χρειαζόταν» τους μαθητές - ή τουλάχιστον τους ήθελε μαζί Του σ’ αυτό το
μέρος της σκληρής πάλης και του πόνου. Και δεν ήθελε να είναι μαζί τους λόγω της
βαθιάς ωριμότητάς τους, μάλλον, ήθελε να είναι μαζί τους με όλες τις ατέλειες
και τα ελαττώματά τους, επειδή ήξερε ότι Τον αγαπούσαν (εκτός ίσως από τον
Ιούδα), σε βαθμό που ήταν σε θέση να το κάνουν.
Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ παρήγορο και αρκετά εκπληκτικό να ξέρω ότι ο Ιησούς
θέλει πραγματικά να είναι μαζί μου με όλες τις ατέλειες και τις αδυναμίες μου -
επειδή έχω πολλά από αυτά.
Δεύτερη, αν και οι μαθητές ήταν με τον Ιησού σ’ αυτό το
μέρος της μεγάλης αγωνίας, δεν άκουσαν πραγματικά τι είχε να τους πει. Ήταν περισσότερο
επικεντρωμένοι στον εαυτό τους και στις ανάγκες τους. Φάνηκε να ανησυχούν
περισσότερο για το ποιος από αυτούς θα Τον προδώσει και όχι το γεγονός ότι ο
Ιησούς επρόκειτο να προδοθεί. Στις τελευταίες ώρες τους μαζί με τον πιο
σημαντικό άνθρωπο που έζησε ποτέ, διαφωνούσαν για το ποιος από αυτούς ήταν
μεγαλύτερος. Όταν ο Ιησούς τους ζήτησε να προσευχηθούν ενώ Αυτός ήταν μόνος με
τον Πατέρα, αποκοιμήθηκαν. Με σημαντικότατα γεγονότα αιώνιας συνέπειας να
συμβαίνουν γύρω τους και με την παρουσία του Ιησού στο κέντρο αυτών των
γεγονότων, οι μαθητές φαίνεται να χάνουν τη σημασία των λόγων Του και το
προνόμιο της παρουσίας Του.
Με λυπεί να συνειδητοποιώ ότι συχνά είμαι ευπρόσδεκτος στην
παρουσία του Ιησού, ο οποίος θέλει διακαώς να είναι μαζί μου, και το μόνο που
μπορώ να κάνω είναι να σκέφτομαι και να μιλάω για μένα. Έτσι, χάνω αυτά που μου
λέει και αυτά που κάνει, τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερα, βαθύτερα και διαρκούν
αιώνια, από ό, τι εγώ λέω και κάνω. Ο Ιησούς έδωσε το σώμα του για μένα και
έχυσε το αίμα του για μένα. Θυσίασε τα πάντα για μένα. Δεν θα έπρεπε αυτό να με
παρακινεί να αναγνωρίζω την αιώνια, ανυπολόγιστη αξία της αποκάλυψης και του προνομίου
να απολαμβάνω την παρουσία Του και να παρακολουθώ στενά τι λέει και τι κάνει, ενώ
είμαι μαζί Του;