Γέν.κβ:4
Την δε τρίτην ημέραν υψώσας ο Αβραάμ τους οφθαλμούς
αυτού, είδε τον τόπον μακρόθεν.
την
τρίτη ημέρα:
Ο Αβραάμ ουσιαστικά θυσίασε τον Ισαάκ την πρώτη μέρα και την τρίτη τον πήρε
πίσω ζωντανό. Αυτές οι τρεις μέρες ήταν μέρες θλίψης για τον Αβραάμ. Τύπος της
ανάστασης του Ιησού την τρίτη μέρα.
Ο Αβραάμ είδε τον τόπο από μακριά, όπως ο
Θεός είδε τη θυσία από καταβολής κόσμου.
Γέν.κβ:5
Και είπεν ο Αβραάμ προς τους δούλους αυτού, Σεις
καθίσατε αυτού μετά της όνου· εγώ δε και το παιδάριον θέλομεν υπάγει έως εκεί· και
αφού προσκυνήσωμεν, θέλομεν επιστρέψει προς εσάς.
Στην Εβρ.ια:17-19 διαβάζουμε ότι ο Αβραάμ
σκέφτηκε “ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη”. Αυτή η πίστη έβαλε στο
στόμα του τα λόγια “εγώ δε και το παιδάριον θέλομεν υπάγει έως εκεί και αφού
προσκυνήσωμεν θέλομεν επιστρέψει πρός εσάς”. Αυτή η πίστη είναι αξιοσημείωτη
γιατί δεν είχε συμβεί ανάσταση μέχρι εκείνη τη στιγμή!
Ο Αβραάμ λοιπόν δεν έλεγε ψέματα, πίστευε
πριν πάει εκεί ότι θα έπαιρνε πίσω ζωντανό τον Ισαάκ. Ίσως ο Θεός να του έδειξε
εκεί τη μεγαλύτερη θυσία, την ημέρα του Κυρίου (Ιωάν.η:56).
παιδάριον: σύμφωνα με
σχολιαστές της Βίβλου, η λέξη “Ναχάρ” που ερμηνεύεται “παιδάριο”, εννοεί άντρα
25-36 χρονών. Αυτό σημαίνει ότι ο Ισαάκ δεν ήταν ένα μικρό παιδάκι, αλλά άντρας
που πήγε με τη θέλησή του πάνω στο βωμό για να θυσιαστεί. Μπορούμε να το
καταλάβουμε άλλωστε αυτό, από το ότι σήκωσε μόνος του τα ξύλα της θυσίας.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο εδώ που συνδέεται
με την αληθινή αφοσίωση κι αυτό είναι το πνεύμα της λατρείας: “και αφού
προσκυνήσωμεν”! Ένας αφοσιωμένος υπηρέτης, δεν έχει το βλέμμα του στραμμένο στη
δουλειά του, όσο σπουδαία κι αν είναι, αλλά στον Κύριό του. Αν αγαπώ τον Κύριό
μου, δεν με νοιάζει τί δουλειά πρέπει να κάνω, δεν υπάρχει διαφορά. Κάποιος
είπε ότι, αν δύο άγγελοι στέλνονταν από τον ουρανό, ο ένας να κυβερνά μια
ήπειρο κι ο άλλος να σκουπίζει τους δρόμους, δεν θα φιλονικούσαν για τη δουλειά
τους. Αν αυτό είναι αλήθεια για τους αγγέλους, δεν θα πρέπει να είναι και για
μάς; Ο χαρακτήρας του υπηρέτη με το χαρακτήρα του λατρευτή πρέπει να είναι
πάντοτε ενωμένοι. Πρέπει ν’ αρχίζουμε κάθε δουλειά για τον Κύριο με το πνεύμα
αυτών των λόγων: “Εγώ και το παιδάριον θέλομεν υπάγει έως εκεί και θα
προσκυνήσωμεν” Έτσι θα είμαστε προφυλαγμένοι από μια καθαρά μηχανική διακονία,
που πολλές φορές είμαστε επιρρεπείς, δουλεύοντας από αγάπη για το έργο παρά για
τον Κύριο. Όλα πρέπει να απορρέουν από μια απλή πίστη στο Θεό και από υπακοή
στο λόγο Του.
Μόνο όταν περπατάμε δια πίστεως, μπορούμε ν’
αρχίζουμε, να εξακολουθούμε και να τελειώνουμε τα έργα μας σύμφωνα με το θέλημα
του Θεού. Ο Αβραάμ δεν ξεκίνησε μόνο για να προσφέρει το γιο του, αλλά συνέχισε
το δρόμο του μέχρι εκεί που του υπέδειξε ο Θεός.
Γέν.κβ:6
Και λαβών ο Αβραάμ τα ξύλα της ολοκαυτώσεως, επέθεσεν
επί τον Ισαάκ τον υιόν αυτού· και έλαβεν εις την χείρα αυτού το πυρ, και την μάχαιραν,
και υπήγον οι δύο ομού.
Σ’ όλες αυτές τις ενέργειες του Αβραάμ υπήρχε
ένα πραγματικό “έργο πίστης” κι ένα “έργο αγάπης” κι όχι μια προσποίηση. Ο
Αβραάμ δεν πλησίαζε το Θεό μόνο με τα χείλη του ενώ η καρδιά του απείχε μακριά.
Δεν έλεγε “Εγώ υπάγω Κύριε” χωρίς να πάει. Είναι
εύκολο να επιδεικνύει κανείς αφοσίωση. Είναι εύκολο να λέει: “Και αν πάντες
σκανδαλισθώσιν εν σοί, εγώ ποτέ...” (Ματθ.κς:33,35). Όμως εκείνο που χρειάζεται
είναι να μένει κανείς σταθερός και να νικά τους πειρασμούς. Η πίστη δεν μιλά
για ό,τι θέλει να κάνει, αλλά κάνει αυτό που μπορεί με τη δύναμη του Κυρίου.
Τίποτα δεν είναι περισσότερο αξιοθρήνητο όσο η υπερηφάνεια και η μεγαλαυχία. Η
πίστη όμως ενεργεί όταν δοκιμάζεται και μέχρι τότε χαίρεται να μένει στη σιωπή
και την αφάνεια. Ο Θεός λοιπόν δοξάζεται μ’ αυτή την άγια δραστηριότητα της
πίστης.
Εδώ έχουμε μια αρχή πολύ μεγάλης σημασίας και
μια λυδία λίθο για να δοκιμάζουμε τα βάθη της καρδιάς μας: η εμπιστοσύνη μου
ελαττώνεται όταν βλέπω τον ορατό αγωγό των ευλογιών μου να ξεραίνεται ή
παραμένω αρκετά κοντά στην πηγή, εκεί απ’ όπου αυτή αναβλύζει, για να μπορώ να
βλέπω με πνεύμα λατρείας, όλα τα ανθρώπινα ρυάκια να στερεύουν; Πιστεύω με
αρκετή απλότητα ότι ο Θεός επαρκεί σε όλα, για να μπορώ, κατά κάποιο τρόπο, να
“εκτείνω την χείρα μου και να λάβω την μάχαιρα δια να σφάξω τον υιόν μου;” Ο
Αβραάμ μπόρεσε να το κάνει αυτό επειδή απέβλεπε στο Θεό της ανάστασης
(Εβρ.ια:17-19).
Ο Αβραάμ δεν έβαλε τα ξύλα πάνω στην όνο,
αλλά τα σήκωσε ο Ισαάκ, όπως ο Κύριος σήκωσε το σταυρό της θυσίας Του.
έλαβε
πύρ:
η κρίση της αμαρτίας. Ο Θεός, μέσα σ’ όλη την Παλαιά Διαθήκη είχε το λαό του να
βλέπει ένα αθώο ζώο, ένα αρνί που δεν είχε πειράξει κανένα, να σφάζεται πάνω
στο θυσιαστήριο, να φεύγει η ζωή του και μετά να καίγεται, ολοκαύτωμα, προσφορά
περί αμαρτίας. Αυτή η ζωή που ήταν στο αίμα που χυνόταν καθώς και η φωτιά που
έκαιγε το σώμα, ικανοποιούσαν την κρίση του Θεού. Ο Ισραηλίτης που θα πίστευε
σ’ αυτό μπορούσε να σωθεί, μπορούσε να είναι βέβαιος ότι η αμαρτία του είχε
σκεπαστεί. Βέβαια, αυτός που ικανοποίησε πλήρως την κρίση του Θεού, ήταν μόνο ο
Ιησούς Χριστός.