Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Γένεση (096)


Γέν.κδ:10-11 Και έλαβεν ο δούλος δέκα καμήλους εκ των καμήλων του κυρίου αυτού και ανεχώρησε, φέρων μεθ' εαυτού από πάντων των αγαθών του κυρίου αυτού· και σηκωθείς, υπήγεν εις την Μεσοποταμίαν, εις την πόλιν του Ναχώρ. Και εγονάτισε τας καμήλους έξω της πόλεως παρά το φρέαρ του ύδατος, προς το εσπέρας, ότε εξέρχονται αι γυναίκες διά να αντλήσωσιν ύδωρ.

Ο υπηρέτης πηγαίνει σε άγνωστα μέρη με τα δώρα του Πατέρα για να τα προσφέρει στη νύμφη που δεν την γνωρίζει!  Όμως θα τη συναντήσει γιατί ο άγγελος του Κυρίου προπορεύεται (εδ.7).

Σήμερα, ο Θεός μας έχει δώσει τα δώρα Του, είμαστε οικονόμοι Του, και όποιον συναντάμε μπροστά μας που να έχει την καρδιά της νύμφης κι ανταποκρίνεται στην πρόσκληση, του δίνουμε τα δώρα που έχουμε: σωτηρία, αιώνια ζωή, βάπτισμα στο Άγιο Πνεύμα, χαρίσματα του Πνεύματος, χαρά, ειρήνη, αγάπη...

Η Μεσοποταμία συμβολίζει τον κόσμο και η πόλη του Ναχώρ είναι η Χαράν που σημαίνει καμένο, ξερό. Η Ρεβέκκα ήταν εγγονή του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ. Ο πατέρας της Βαθουήλ είναι πρώτος ξάδερφος του Ισαάκ. Γεν.κζ:43 αυτά τα λόγια τα λέει η Ρεβέκκα στον Ιακώβ. Ο Λάβαν ήταν εγγονός του Ναχώρ που κατοικούσε στη Χαράν. Η νύμφη δηλαδή, προέρχεται από μια ξερή γη! 


προς το εσπέρας: όταν αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι ή λίγο πριν είναι ο καιρός που πρέπει να καλεστεί η νύμφη. Όσο είναι ημέρα, μπορούμε να εργαζόμαστε γιατί όταν έρθει η νύχτα (Α/Χ) δεν θα μπορούμε πια.

διά να αντλήσωσι ύδωρ: οι άνθρωποι διψούν και βγαίνουν για να βρουν νερό. Εκεί πρέπει να είναι ο υπηρέτης του Θεού για να τους καλέσει δίνοντας το ζωντανό νερό (Ιωαν.ζ:37).

Γέν.κδ:12 Και είπε, Κύριε Θεέ του κυρίου μου Αβραάμ, δος μοι, δέομαι, καλόν συνάντημα σήμερον, και κάμε έλεος εις τον κύριόν μου Αβραάμ·

Επειδή ο Ελιέζερ δεν μπορεί να βρει μόνος του τη νύμφη, ίσως επειδή δεν έχει όραση ή σοφία, στρέφεται στο Θεό και προσεύχεται.

Γέν.κδ:14-21 και η κόρη προς την οποίαν είπω, Επίκλινον, παρακαλώ, την υδρίαν σου διά να πίω, και αυτή είπη, Πίε και θέλω ποτίσει και τας καμήλους σου, αύτη ας ήναι εκείνη, την οποίαν ητοίμασας εις τον δούλον σου τον Ισαάκ· και εκ τούτου θέλω γνωρίσει ότι έκαμες έλεος εις τον κύριόν μου. Και πριν αυτός παύση λαλών, ιδού, εξήρχετο η Ρεβέκκα, ήτις εγεννήθη εις τον Βαθουήλ, υιόν της Μελχάς, γυναικός του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ, έχουσα την υδρίαν αυτής επί του ώμου αυτής. Η δε κόρη ήτο ώραία την όψιν σφόδρα, παρθένος, και ανήρ δεν είχε γνωρίσει αυτήν· αφού λοιπόν κατέβη εις την πηγήν, εγέμισε την υδρίαν αυτής και ανέβαινε. Δραμών δε ο δούλος εις συνάντησιν αυτής είπε, Πότισόν με, παρακαλώ, ολίγον ύδωρ εκ της υδρίας σου. Η δε είπε, Πίε, κύριέ μου. και έσπευσε και κατεβίβασε την υδρίαν αυτής επί τον βραχίονα αυτής, και επότισεν αυτόν. και αφού έπαυσε ποτίζουσα αυτόν είπε, Και διά τας καμήλους σου θέλω αντλήσει, εωσού πίωσι πάσαι. Και παρευθύς εξεκένωσε την υδρίαν αυτής εις την ποτίστραν, και έδραμεν έτι εις το φρέαρ διά να αντλήση, και ήντλησε διά πάσας τας καμήλους αυτού. Ο δε άνθρωπος, θαυμάζων δι' αυτήν, εσιώπα, διά να γνωρίση αν κατευώδωσεν ο Κύριος την οδόν αυτού ή ουχί.

Το σημείο που ζήτησε ο Ελιέζερ δεν είναι τυχαίο. Είναι η καρδιά της νύμφης. Το να προσφερθεί να ποτίσει τον ίδιο και τις καμήλες του σημαίνει ότι έχει μέσα της αγάπη, επιθυμία υπηρεσίας και βοήθειας.

Γέν.κδ:22,23 Και αφού έπαυσαν αι κάμηλοι πίνουσαι, έλαβεν ο άνθρωπος ενώτια χρυσά βάρους ημίσεος σίκλου, και δύο βραχιόλια διά τας χείρας αυτής, βάρους δέκα σίκλων χρυσίου· και είπε, Τίνος θυγάτηρ είσαι συ; ειπέ μοι, παρακαλώ· είναι εν τη οικία του πατρός σου τόπος δι' ημάς προς κατάλυμα;

Ο Ελιέζερ χωρίς να ξέρει ποια είναι - δια πίστεως - της δίνει τα δώρα γιατί πλήρωσε τους όρους που είχε βάλει μπροστά στο Θεό.

χρυσά ενώτια: ο χρυσός συμβολίζει τη θεότητα. Χαρίσματα του Θεού που στολίζουν (χρίουν) την ακοή του πιστού για ν’ ακούει τα πολύτιμα πράγματα του Θεού.

βραχιόλια: δώρα για το χέρι που συμβολίζει την υπηρεσία. Τα χαρίσματα της διακονίας.

Τα δώρα αυτά δεν ήταν του Ελιέζερ, αλλά του Αβραάμ. Δεν είναι δικά μας, αλλά του Θεού που μας τα εμπιστεύεται για να τα δώσουμε σ’ αυτούς που έχουν την καρδιά της νύμφης.

Δίνονται σαν δώρα αγάπης για τον αρραβώνα της νύμφης και προεικονίζουν όλα αυτά που θα αποκτήσει αργότερα. Προέρχονται από μια χώρα μακρινή που η νύμφη δεν γνωρίζει.

Γέν.κδ:24-28 Η δε είπε προς αυτόν· είμαι θυγάτηρ Βαθουήλ του υιού της Μελχάς, τον οποίον εγέννησεν εις τον Ναχώρ. είπεν έτι προς αυτόν, Είναι εις ημάς και άχυρα και τροφή πολλή και τόπος προς κατάλυμα. Τότε έκλινεν ο άνθρωπος και προσεκύνησε τον Κύριον· και είπεν, Ευλογητός Κύριος ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, όστις δεν εγκατέλιπε το έλεος αυτού και την αλήθειαν αυτού από του κυρίου μου· ο Κύριος με κατευώδωσεν εις τον οίκον των αδελφών του κυρίου μου. Δραμούσα δε η κόρη ανήγγειλεν εις τον οίκον της μητρός αυτής τα πράγματα ταύτα.

Στο εδ. 25 βλέπουμε την ανοιχτή καρδιά της Ρεβέκκας και το πόσο φιλόξενη ήταν (όπως κι η Λυδία). Είναι έτοιμη να προσφέρει στέγη και τροφή. Στο εδ.28 την βλέπουμε να τρέχει να πει τα νέα στους δικούς της όπως θα έκανε κάθε καλό κορίτσι. Τρέχει να ομολογήσει στον κόσμο και στην ορατή εκκλησία για τα δώρα που ο Κύριος έχει γι’ αυτήν. Η νύμφη ομολογεί τον Κύριο και τα έργα Του.

Γέν.κδ:29-33 Είχε δε η Ρεβέκκα αδελφόν ονομαζόμενον Λάβαν· και έδραμεν ο Λάβαν προς τον άνθρωπον έξω εις την πηγήν. Και ως είδε τα ενώτια και τα βραχιόλια εις τας χείρας της αδελφής αυτού, και ως ήκουσε τους λόγους Ρεβέκκας της αδελφής αυτού, λεγούσης, Ούτως ελάλησε προς εμέ ο άνθρωπος, ήλθε προς τον άνθρωπον· και ιδού, ίστατο πλησίον των καμήλων επί της πηγής. Και είπεν, Είσελθε, ευλογημένε του Κυρίου· διά τι ίστασαι έξω; επειδή εγώ ητοίμασα την οικίαν και τόπον διά τας καμήλους. Και εισήλθεν ο άνθρωπος εις την οικίαν, και εκείνος εξεφόρτωσε τας καμήλους και έδωκεν άχυρα και τροφήν εις τας καμήλους και ύδωρ διά νίψιμον των ποδών αυτού και των ποδών των ανθρώπων των μετ' αυτού. Και παρετέθη έμπροσθεν αυτού φαγητόν· αυτός όμως είπε, Δεν θέλω φάγει, εωσού λαλήσω τον λόγον μου. Ο δε είπε, Λάλησον.

Ρεβέκκα: προέρχεται από ένα ρήμα που έχει την έννοια “δένω στερεά ή σφιχτά” και αναφέρεται σε κοπέλα που με την ομορφιά της “δένει” κι αιχμαλωτίζει τον άντρα.

δεν θέλω φάγει: πρώτα ο λόγος του Θεού και μετά όλα τ’ άλλα. Πρώτα να καλέσουμε τη Ρεβέκκα (νύμφη) και μετά να ικανοποιήσουμε άλλες ανάγκες.