Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο,
προσπαθήσαμε να δείξουμε, με σχετικές μαρτυρίες των Γραφών, τα εξής δύο κύρια
σημεία. Πρώτο, ότι ο Κύριος Ιησούς παρεχώρησε στα μέλη του αποστολικού κύκλου
μία ειδική και ιδιώνυμη εξουσία η οποία περιέβαλε το κήρυγμα των αποστόλων σαν
αυθεντικό και οικουμενικό.
Δεύτερο, ότι οι απόστολοι
παρέδωσαν στη μετέπειτα Εκκλησία το κήρυγμά τους σαν μόνιμο και πλήρες για
όλους τους ανθρώπους και τις γενεές.
Τώρα πρόκειται ν’ ασχοληθούμε με
τα μέσα διάδοσης εκείνου του κηρύγματος.
Ποιου είδους μέσα χρησιμοποίησε ο
Θεός για να γνωρισθεί στον κόσμο το Ευαγγέλιο σαν λόγος της Σωτηρίας του
ανθρώπου.
Β’ Θεσ.β:15 Λοιπόν, αδελφοί,
μένετε σταθεροί και κρατείτε τας παραδόσεις, τας οποίας εδιδάχθητε είτε διά
λόγου είτε δι' επιστολής ημών.
Συμπεραίνομε, από την προτροπή
αυτή του Παύλου, ότι ο Θεός όρισε δύο μέσα διάδοσης του νέου κηρύγματος Του:
α) Τον προφορικό λόγο (Άγραφη παράδοση)
β) Τα γραπτά κείμενα (Γραπτή
παράδοση).
α) Προφορικός λόγος (Άγραφη
παράδοση).
Εβρ.α:1-2 Ο Θεός, αφού
ελάλησε το πάλαι προς τους πατέρας ημών διά των προφητών πολλάκις και
πολυτρόπως, εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις ελάλησε προς ημάς διά του Υιού,
Ο Κύριος Ιησούς κήρυξε το Ευαγγέλιο
της Βασιλείας χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το ζωντανό, το προφορικό, κήρυγμα.
Μάρκ.ιδ:49 καθ' ημέραν ήμην
πλησίον υμών εν τω ιερώ διδάσκων.
Με το όπλο του ζωντανού λόγου
ξεκίνησαν να κατακτήσουν την οικουμένη και οι απόστολοι σαν πρωτοπόροι της
Χριστιανικής αλήθειας. Είναι το ίδιο μέσο που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να
θεωρείται απαραίτητο για την εξάπλωση του Ευαγγελίου, καθώς και για την
οικοδομή και τον αγιασμό των πιστών (Ρωμ.ι:13,17).
Μολαταύτα, από πολύ νωρίς, η
προφορική παράδοση κρίθηκε σαν μέσο όχι βέβαιο και ασφαλές για τη διαφύλαξη και
τη διαιώνιση της αλήθειας του Ευαγγελίου. Περιπτώσεις νοθείας και παραποιήσεως του
αποστολικού κηρύγματος άρχισαν ν’ αναφαίνονται αμέσως από τον πρώτον ακόμη Χριστιανικό
αιώνα (Γαλ.γ:1-6, Κολ.β:16-23, Αποκ.β:15,20). Για να κατοχυρωθεί λοιπόν η αλήθεια
του κηρύγματος από κάθε μελλοντική απόπειρα νοθείας, ο Θεός υιοθέτησε ένα άλλο θετικότερο
και ασφαλέστερο μέσο για τη διαφύλαξη της αλήθειας του Ευαγγελίου. Το μέσον αυτό
μας είναι γνωστό σαν,
β) Τα γραπτά κείμενα (Γραπτή
παράδοση).
Με τη φράση «Γραπτή παράδοση» εννοούμε
ολόκληρη τη συλλογή των κανονικών βιβλίων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία
η συνείδηση της Οικουμενικής Εκκλησίας, Νύμφης Χριστού, έχει αποδεχτεί σαν τις
θεόπνευστες γραπτές πηγές της Χριστιανικής αποκαλύψεως.
Η γραπτή παράδοση ήταν η μόνη αυθεντική
πηγή από την οποία ο Κύριος Ιησούς αντλούσε διαρκώς μαρτυρίες για το πρόσωπό
Του και το επί της γης έργο Του.
«Εάν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθής...
Ερευνάτε τας Γραφάς διότι σεις νομίζετε ότι εν αυταίς έχετε ζωήν αιώνιον και εκείναι
είναι αι μαρτυρούσαι περί εμού» (Ιωάν.ε:31,39, Ιωάν.β:17, ε:46, ζ:42).
Αυτή ήταν και η πεποίθηση των αποστόλων.
Για τους αποστόλους, η αποκάλυψη της Νέας εν Χριστώ Οικονομίας, ήταν
θεμελιωμένη στις μαρτυρίες της γραπτής παράδοσης. Τα γεγονότα, τα δόγματα και οι
επαγγελίες του Ευαγγελίου δεν ήταν για τους αποστόλους παρά η άνθιση του σπόρου
των προφητειών. Στο Πεντηκοστιανό κήρυγμά του ο απόστολος Πέτρος λ.χ. αποδεικνύει
τη θεία καταγωγή του προσώπου του Χριστού από την σχετική προφητεία του βιβλίου
των Ψαλμών (Ψαλμ.ρι:1), την ανάσταση Του από το ίδιο Προφητικό βιβλίο (Ψαλμ.ις:8-11)
και την έκχυση του Αγ. Πνεύματος από το «ειρημένον
διά του Προφήτου Ιωήλ» (β:28-32). Ο απόστολος Παύλος, εξάλλου,
παρουσιάζεται σαν «προσκεκλημένος
απόστολος κεχωρισμένος διά το Ευαγγέλιον του Θεού, το όποιον προϋπεσχέθη διά
των Προφητών αυτού εν Γραφαίς αγίαις» (Ρωμ.α:1-3), ενώ σε άλλη επιστολή του
τονίζει το αδιάσειστο κύρος της γραπτής παράδοσης με τον πλέον επίσημο τρόπο:
Β’ Τιμ.γ:16 Όλη η γραφή είναι
θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς
εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης,
Φυσικά, οι όροι «η γραφή», «αι
γραφαί», «αι άγιαι γραφαί», «τα ιερά γράμματα», όπως χρησιμοποιούνται στην
Καινή Διαθήκη αναφέρονται στη γραπτή παράδοση που περιέχεται στα βιβλία της
Παλαιάς Διαθήκης. Μολαταύτα, υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι οι απόστολοι,
έχοντες συναίσθηση της πηγαίας και δημιουργικής θεοπνευστίας τους, γνώριζαν πως
η γραπτή τους παράδοση θα διεκδικούσε τη θέση της παράλληλα με τα βιβλία της Παλαιάς
Διαθήκης. Ο απόστολος Πέτρος λ.χ. γράφει για τις επιστολές του Παύλου:
Β’ Πέτρ.γ:15-16 «αγαπητοί... και
νομίζετε σωτηρίαν την μακροθυμίαν του Κυρίου ημών, καθώς και ο αγαπητός ημών
αδελφός Παύλος έγραψε προς εσάς κατά την δοθείσαν εις αυτόν σοφίαν, ως και εν
πάσαις ταις επιστολαίς αυτού, λαλών εν αυταίς περί τούτων, μεταξύ των οποίων
είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλόνουσιν, ως και
τας λοιπάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν».