Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Γραφές και παραδόσεις (1)


Στις παραμονές της ένδοξης αναχώρησής Του από τον κόσμο, ο Κύριος Ιησούς εξήγησε στους μαθητές Του ότι ήταν ανάγκη να ολοκληρωθεί η αποκάλυψη περί του προσώπου και του έργου Του διά μέσου της παρουσίας και δράσης του Αγίου Πνεύματος:

Ιωάν.ις:12-13 Έτι πολλά έχω να είπω προς εσάς, δεν δύνασθε όμως τώρα να βαστάζητε αυτά. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν· διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα.

Επαγγελία με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο είχε μεταδώσει ο Δάσκαλος στους μαθητές Του και σε διάφορες άλλες περιστάσεις (Ιωάν.ιδ:26, ιε:26, ις:8) το γεγονός μάλιστα ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς την αναφέρει σαν το θέμα της τελευταίας συνομιλίας μεταξύ του Κυρίου και των ιδικών Του, τούτο ασφαλώς φανερώνει τη μεγάλη σπουδαιότητα που απέδωσε ο Ιησούς στην εκπλήρωσή της:

Πράξ.α:4-5 Και συνερχόμενος μετ' αυτών, παρήγγειλε να μη απομακρυνθώσιν από Ιεροσολύμων, αλλά να περιμένωσι την επαγγελίαν του Πατρός, την οποίαν ηκούσατε, είπε, παρ' εμού. Διότι ο μεν Ιωάννης εβάπτισεν εν ύδατι, σεις όμως θέλετε βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω ουχί μετά πολλάς ταύτας ημέρας.

Ο καρπός της υπόσχεσης αυτής του Κυρίου ήταν η δημιουργία του πνευματικού Του σώματος, της Εκκλησίας, ένα γεγονός που πράγματι εκδηλώθηκε με υπερφυσικά σημεία υστέρα από την ανάληψη του Ιησού στους ουρανούς (Πράξ.β).

Η δημιουργία της Εκκλησίας, σχέδιο Θεού «κατά πρόθεσιν των αιώνων», ακολούθησε τα εξής τρία διαδοχικά στάδια: Πρώτο, το έργο του Σταυρού - υστέρα, το θαύμα της ανάστασης - και τέλος, την έκχυση του Αγίου Πνεύματος. Οι δύο πρώτες ήταν πράξεις προπαρασκευαστικές με τις οποίες ο Θεός παραμέρισε τα ηθικά εμπόδια για τη σύσταση της Εκκλησίας.

Με το γεγονός του σταυρού, ο Θεός γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού που χώριζε την αμαρτωλή ανθρωπότητα απ’ Αυτόν, συνένωσε τον Ιουδαίο με τον Εθνικό σε ένα «καινόν άνθρωπον» και κατάργησε τα διατάγματα του Μωσαϊκού Νόμου σαν μέσα ανίσχυρα και ατελή για τη δικαίωση και τη σωτηρία του ανθρώπου (Εφεσ.β:13-18,  Κολ.β:14).

Το θαύμα της ανάστασης του Ιησού, εξάλλου, απέδειξε το κύρος του λυτρωτικού θανάτου Του και εγκαινίασε μεταξύ Θεού και ανθρώπων νέες σχέσεις χάρης, ζωής, κι’ ελπίδας. (Ρωμ.δ:25· Εφεσ.β:5-6).

Ενώ λοιπόν ο σταυρός και η ανάσταση προετοίμασαν το ηθικό έδαφος για τη θεμελίωση της Εκκλησίας, η έκχυση του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, είχε το χαρακτήρα της οριστικής και τελικής πράξης με την όποιαν ο Θεός εγκαθίδρυσε πλέον την Εκκλησία Του.

Το πρωτότυπο εκείνο Χριστιανικό συγκρότημα - η Εκκλησία -, θείο στην προέλευσή του, ανέλαβε να πραγματοποιήσει μια διπλή αποστολή: Να παρουσιάσει μια νέα ζωή και να μεταδώσει ένα νέο κήρυγμα.

Σαν «το σώμα του Χριστού», η Εκκλησία έπρεπε να επιδείξει διά των μελών της την Άγια ζωή και δράση του αρχηγού της. Η σχέση της κοινωνίας εκείνης με το Χριστό αντιστοιχούσε με τη σχέση του ανθρώπινου σώματος και της ψυχής. Όπως δηλαδή το ανθρώπινο σώμα εξωτερικεύει τη ζωή και τη δράση της ψυχής, έτσι και το έργο της Εκκλησίας ήταν, και είναι, να εκδηλώνει τη ζωή και τη δράση του Κυρίου της. Υπό την έννοια αυτή της καθαρής και άγιας ζωής, ο απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησία «νύμφη του Χριστού» και «ναόν του ζώντος Θεού» (Α' Τιμ.γ:15, Εφεσ.ε:23-27).

Το δεύτερο, εξίσου σπουδαίο, έργο της Εκκλησίας ήταν να μεταφέρει «έως των περάτων της γής» το νέο κήρυγμα της αλήθειας, όχι υπό μορφή περιορισμένη και ατελή, καθώς ο Κύριος Ιησούς το είχε άλλοτε παραδώσει στους μαθητές Του, αλλά στην πλήρη και τελεία του ανάπτυξη σαν «την αλήθειαν πάσαν», όπως δηλαδή αυτοί, σαν απόστολοι, παρέλαβαν το κήρυγμα αυτό από τον αναστημένο Κύριο διά μέσου των νέων αποκαλύψεων του μηνύματος, «εκ του εμού θέλει λάβει και αναγγείλει προς εσάς» (Ιωάν.ις:14).

Από την αρχή, ο Ιησούς ανέθεσε τη μετάδοση του νέου κηρύγματος σε ορισμένα όργανά Του τα οποία και περιέβαλε για το σκοπό αυτό με ειδική και αποκλειστική εξουσία, «Όστις ακούει εσάς εμέ ακούει» (Λουκ.ι:16). Ο λόγος τους, συνεπώς, είχε κύρος οικουμενικό και απόλυτο όπως και ο λόγος του ίδιου του Ιησού, η δε αποστολή τους στον κόσμο έφερε την εγκριτική σφραγίδα του Χριστού, όπως ακριβώς και η αποστολή του Κυρίου Ιησού είχε την απόλυτη έγκριση και συμπαράσταση του Πατέρα, «καθώς με απέστειλεν ο Πατήρ, και εγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν.κ:21). Αλλά ενώ η εξωτερίκευση της νέας εν Χριστώ ζωής ήταν, και εξακολουθεί να είναι, το έργο του καθενός μέλους της αληθινής εκκλησίας, είτε στις μεταξύ τους σχέσεις «εις οικοδομήν του σώματος», είτε στις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο «εις μαρτυρίαν» μολαταύτα, η πηγαία μετάδοση και διατύπωση του νέου μηνύματος ανατέθηκε μόνο σε ορισμένα όργανα τα όποια σχημάτισαν τον αποστολικό κύκλο: «Μη πάντες είναι απόστολοι;» (Α’ Κορ.ιβ:29).

Τα όργανα που ήταν αποκλειστικά χρισμένα κι εξουσιοδοτημένα γι’ αυτού του είδους την αποστολή ήταν οι εξ αρχής αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της ζωής και της διδασκαλίας του Κυρίου.

Η αποστολική ιδιότητα αποτελούσε λοιπόν ένα μοναδικό αξίωμα με τα εξής δύο προνομιούχα γνωρίσματα. Πρώτο, ο κάθε απόστολος έπρεπε να είχε κληθεί με προσωπική και απευθείας πρόσκληση του Κυρίου Ιησού: «Δεν εξέλεξα εγώ εσάς τους δώδεκα;» (Ίωάν.ς:70). Δεύτερο, γνώρισμα απαραίτητο της προσωπικής αυτής κλήσης ήταν η εκ μέρους του αποστόλου συνεχής παρακολούθηση της διακονίας του Ιησού, από την αρχή του έργου Του μέχρι τέλους: «σεις μαρτυρείτε, διότι απ’ αρχής μετ’ εμού είσθε» (Ιωάν.ιε:26-27) Πράξ.α:21 · Λουκ.α:1-2.

Εξαίρεση μοναδική παρουσιάζεται η εκλογή του αποστόλου Παύλου τον όποιο ο Κύριος συμπεριέλαβε στην αποστολική ομάδα με άμεση απ’ ουρανού επέμβαση που πήγαζε από την υπέρτατη εξουσία Του.

«Δεν είμαι απόστολος; δεν είμαι ελεύθερος; δεν είδον τον Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών;» (Α' Κορ.θ:1). Γαλ.α,β

Πολύ φανερό λοιπόν ότι οι απόστολοι κατείχαν προνόμια εντελώς ειδικά και ταυτισμένα με το άτομό τους έτσι που η εξουσία τους ήταν αμεταβίβαστη σε άλλους, είτε συγχρόνους τους, είτε μεταγενεστέρους τους. Και ήταν αυτό το ατομικό χρίσμα που έλαβε προσωπικά ο καθένας απόστολος, ήταν αυτό το χρίσμα που προσέδιδε θεία εξουσία στο πρόσωπό τους και στο έργο τους, καθώς και οικουμενικό κύρος στη διδαχή τους (Βλέπε σχετικά με τη χρήση της αποστολικής εξουσίας, Α' Κορ.δ:20, ιβ:29, Β' Κορ.ι:2,10, ιβ:12). Καθόλου συνεπώς παράδοξο γιατί ο Κύριος Ιησούς δεν άφησε στην Εκκλησία Του καμία απολύτως οδηγία για την μετέπειτα διαδοχή του τόσο μοναδικού αξιώματος των αποστόλων.

Ας δούμε τώρα ποιο ήταν το νέο κήρυγμα που ανέλαβαν να εξαπλώσουν τα εξουσιοδοτημένα εκείνα όργανα.

Το κατεξοχήν θέμα του αποστολικού κηρύγματος ήταν ένα πρόσωπο κι’ ένας λόγος - συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα συνυφασμένα με τη δογματική τους έννοια. Ο συνδυασμός αυτός ιστορίας και δόγματος ξεχωρίζει ως πρωταρχικό θέμα της αποστολικής διδαχής. Αμέσως υστέρα από το υπερφυσικό συμβάν της Πεντηκοστής, ο απόστολος Πέτρος παρουσίασε δημοσία το νέο κήρυγμα:

Πράξ.β:22-24 «τον Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα αποδεδειγμένον προς εσάς από του Θεού διά θαυμάτων και τεραστίων και σημείων, τα οποία ο Θεός έκαμε δι' αυτού εν μέσω υμών, καθώς και σεις εξεύρετε, 23 τούτον λαβόντες παραδεδομένον κατά την ωρισμένην βουλήν και πρόγνωσιν του Θεού, διά χειρών ανόμων σταυρώσαντες εθανατώσατε· τον οποίον ο Θεός ανέστησε, λύσας τας ωδίνας του θανάτου» (συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα)

Πράξ.β:38 Μετανοήσατε, και ας βαπτισθή έκαστος υμών εις το όνομα του Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και θέλετε λάβει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος» (δογματική διδασκαλία που ερμηνεύει τα γεγονότα).

Αλλ’ ενώ το αποστολικό κήρυγμα με το ευαγγελιστικό του περιεχόμενο, όπως μας παρουσιάζεται ιδιαίτερα στο Βιβλίο των Πράξεων, δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε παρά τις γενικές γραμμές «της αληθείας του Ευαγγελίου», - θάνατος Χριστού, ανάσταση, μετάνοια, άφεση αμαρτιών διά της πίστεως, τελική κρίση -, στα αποστολικά γραπτά, κι’ ιδιαίτερα στις επιστολές του Παύλου, θαυμάζουμε την αλήθεια αυτή σε όλο το βάθος και το ύψος της. Το μυστήριο της Εκκλησίας και η οργανική σχέση της με τον επουράνιο Χριστό (Εφες.ε:22-23), ο αγιασμός των πιστών και η μερίδα τους στη Βασιλεία του Θεού (Ρωμ.η), η ένδοξη παρουσία του Κυρίου και η αρπαγή της Εκκλησίας Του (Α’ Θες.δ:13-17), η μελλοντική ανάσταση και μεταμόρφωση των σωμάτων Α’ Κορ.ιε:35-38), αυτές κι’ άλλες ακόμα αποκαλύψεις ξεδιπλώνονται στα αποστολικά κείμενα με τον ειδικό σκοπό να φανερώσουν στους χριστιανούς αναγνώστες όλων των γενεών «τα υπό του Θεού χαρισθέντα» και να τους οδηγήσουν «εις επίγνωσιν του μυστηρίου του Θεού και Πατρός και του Χρίστου, εν τω οποίω είναι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως» (Κολ.β:2).

Πράγματι, κατά την ομολογία του ίδιου του αποστόλου, ο χριστιανός μελετητής των Γραφών γίνεται τέλειος γνώστης όλων των υπό του Θεού χαρισθέντων. Σαν τα άμεσα όργανα της χριστιανικής αποκάλυψης, οι απόστολοι παρουσίασαν την από Θεού αποκάλυψη όχι σε μορφή ασυμπλήρωτη η ανεπαρκή αλλά ολόκληρη και πλήρη.

Εφεσ.γ:3-4 ότι δι' αποκαλύψεως εφανέρωσεν εις εμέ το μυστήριον, καθώς προέγραψα συντόμως, εξ ων δύνασθε αναγινώσκοντες να νοήσητε την εν τω μυστηρίω του Χριστού γνώσιν μου,

Αυτό το μυστήριο του Χριστού οι απόστολοι πρώτα το κήρυξαν και κατόπιν το έγραψαν, υπό την άμεση οδηγία του Άγιου Πνεύματος και συνεπώς τα δόγματα και οι διδασκαλίες που διατύπωσαν πήγασαν κατευθείαν από τον Θεό. Αυτή η κατευθείαν θεοπνευστία των αποστόλων σφράγισε το κήρυγμά τους σαν θεμελιώδες και σαν πλήρες. Σαν τέτοιο άλλωστε το δέχτηκε και η πρωτόγονη Χριστιανική Εκκλησία. Οι πρώτοι μαθητές «ήσαν προσκαρτερούντες εις την διδαχήν των αποστόλων» (Πράξ.β:41), οι δε πιστεύσαντες είχαν εποικοδομηθή «επί το θεμέλιον των αποστόλων» (Εφες.β:20).

Το αποστολικό κήρυγμα δεν ήταν μόνο θεμελιώδες, δηλαδή γνήσιο και αμετάθετο, ήταν και πλήρες, δηλαδή χωρίς ελλείψεις, δίχως κενά, ολόκληρο και τέλειο.

Κολ.α:28 «ον ημεις καταγγελλομεν νουθετουντες παντα ανθρωπον και διδασκοντες παντα ανθρωπον εν παση σοφια ινα παραστησωμεν παντα ανθρωπον τελειον εν χριστω».

Γίνεται συνεπώς φανερόν ότι έργο της μεταποστολικής Εκκλησίας δεν ήταν, ούτε είναι, να επιφορτίζει με νέα δόγματα η με μεταγενέστερους κανόνες πίστεως την αλήθεια του Ευαγγελίου, επειδή οι απόστολοι παρέδωσαν εξ αρχής την αλήθεια αυτή μόνιμη και τέλεια για όλους τους ανθρώπους και τις γενεές. «Επαγωνίζεσθε διά την πίστιν ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους άγιους» (Ιούδ.3).

Η εντολή που πήρε η Εκκλησία από τους θεμελιωτές της δεν ήταν ούτε να προσθέσει, ούτε ν’ αφαιρέσει, αλλά να διαφυλάξει αυτή την αλήθεια με πιστότητα, «την καλήν παραθήκην φύλαξον» (Α’ Τιμ.ς:20, Β’ Τιμ.α:14), καθώς επίσης να την μεταλαμπαδεύσει ακέραια όπως την παρέλαβε, στις μετέπειτα γενεές, «όσα ήκουσας παρ’ εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι» (Β' Τιμ.β:2).

Ο απόστολος Παύλος καταδίκασε ευθύς εξ αρχής, και για όλες τις μετέπειτα εποχές, κάθε απόπειρα προσθήκης νέων κανόνων η εντολών στη δογματική διδασκαλία της σωτηρίας του ανθρώπου, καθώς ο ίδιος διατύπωσε τη διδασκαλία αυτή στα θεόπνευστα γραπτά του.

Ούτε ο θεμελιώδης χαρακτήρας του αποστολικού κηρύγματος, ούτε η πληρότητά του έπρεπε ν’ αμφισβητηθούν από κάποιον ή να παραβιαστούν, χωρίς ο υπαίτιος να πέσει εις ανάθεμα.


Γαλ.α:8 Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού σας κηρύττη άλλο ευαγγέλιον παρά εκείνο, το οποίον σας εκηρύξαμεν, ας ήναι ανάθεμα.